Κηπευτικά: Σημαντικά μειωμένες οι εκτάσεις στα υπαίθρια

Περιορισμένες δείχνουν να είναι οι εκτάσεις υπαίθριων κηπευτικών κατά την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο. Λόγω της αδυναμίας προστασίας τους από τις καιρικές συνθήκες, της έλλειψης εργατικού δυναμικού και του υψηλού κόστους παραγωγής, πολλοί αγρότες μείωσαν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις.

Με αυτήν τους την επιλογή προσπαθούν να μετριάσουν το ρίσκο, αναμένοντας βελτίωση των συνθηκών για το επόμενο διάστημα. Παράλληλα, στον τομέα της φυτοπροστασίας, λόγω των καιρικών συνθηκών, παρουσιάστηκαν σημαντικά προβλήματα στα φυλλώδη λαχανικά και, κυρίως, στο σπανάκι, προκαλώντας μεγάλες απώλειες. Μπορεί η εικόνα της παραγωγής να παρουσιάζει αυτή την αρνητική εξέλιξη, όμως οι τιμές στην αγορά δείχνουν να βρίσκονται σε καλά επίπεδα, με την ελπίδα να διατηρηθούν και κατά τη διάρκεια των γιορτών.

Ο Κώστας Λουκίσσας, παραγωγός υπαίθριων κηπευτικών από τη Θήβα, κάνει λόγο για μειωμένα στρέμματα στην περιοχή του, τα οποία ξεπερνούν ακόμα και το 30%, υποστηρίζοντας ότι «οι καταναλωτές έχουν μειώσει σημαντικά τις ποσότητες λόγω της χαμηλής αγοραστικής δύναμης, γεγονός που αντανακλάται και στον πρωτογενή τομέα».

Αναφερόμενος στην κατάσταση που επικρατεί στην αγροτική παραγωγή και ειδικότερα στον κλάδο που δραστηριοποιείται ο ίδιος, υποστηρίζει ότι τα προβλήματα έχουν διογκωθεί και πολλοί από τους συναδέλφους του δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν. «Το κόστος παραγωγής έχει ανέβει υπέρμετρα και οι εργάτες γης έχουν μειωθεί, κάτι που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον προγραμματισμό μας. Το βασικότερο από όλα τα προβλήματα είναι η εναλλαγή των καιρικών συνθηκών, που δυσκολεύουν τις τελικές αποφάσεις των παραγωγών για το τι θα καλλιεργήσουν το επόμενο διάστημα».

Αναφερόμενος στο θέμα των τιμών για την τρέχουσα περίοδο, υποστηρίζει ότι «τα σπανάκια κρατάνε την τιμή κοντά στο 1 ευρώ, τα μαρούλια βρίσκονται κάτω από τα 30 λεπτά, ενώ η τιμή για τις σαλάτες κυμαίνεται από 35 μέχρι 38 λεπτά. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα λαχανικά, όπως το κουνουπίδι, αυτό κινείται στα 90 λεπτά έως 1 ευρώ, το μπρόκολο ξεπερνά τo 1,60 ευρώ και το λάχανο αγγίζει τα 60 λεπτά το κιλό». Κλείνοντας, ο κ. Λούκισσας εστιάζει στην αναγκαιότητα δημιουργίας σύγχρονων συλλογικών σχημάτων, ώστε να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα της παραγωγής, αλλά και της αγοράς, με μια δυναμική εξωστρέφειας. «Οι σύγχρονες τεχνολογίες είναι με το μέρος μας και πρέπει να τις αξιοποιήσουμε μέσα από συλλογικές δράσεις, ώστε να είμαστε περισσότερο αποτελεσματικοί», καταλήγει.

Το κόστος παραγωγής των κηπευτικών στρέφει τους αγρότες στη μηδική

Για μειωμένες στρεμματικές αποδόσεις, αλλά και ποιοτικά υποβαθμισμένη παραγωγή στο σπανάκι, κάνει λόγο ο Παναγιώτης Κώττας, παραγωγός από τον Ορχομενό Βοιωτίας. Όπως σημειώνει, «οι καλλιέργειες είναι αισθητά μειωμένες, ξεπερνώντας ακόμα και το 50% σε σύγκριση με άλλα χρόνια. Το σπανάκι, εδώ και πολλά χρόνια, αποτελεί το βασικότερο λαχανικό που καλλιεργείται στην περιοχή μας. Είναι ένα δύσκολο προϊόν και για να γίνει σωστά η διαχείρισή του απαιτείται χειρωνακτική εργασία σε μεγάλο ποσοστό. Ωστόσο, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό είναι σημαντικές».

Αναφερόμενος στην τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο, ο ίδιος κάνει λόγο για μεγάλα προβλήματα που δημιουργεί ο περονόσπορος, λόγω των καιρικών συνθηκών, αλλά και της ανθεκτικότητας που παρουσιάζει. «Η κατάσταση αυτή έχει στρέψει πολλούς συναδέλφους, όπως και εμένα, στην καλλιέργεια της μηδικής, διότι έχει διαφορετικές απαιτήσεις». Εκείνο, όμως, που προβληματίζει τον κ. Κώττα, είναι ο μεγάλος αριθμός των καλλιεργούμενων εκτάσεων μηδικής για την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο και, έτσι όπως εξελίσσεται η σπορά της μέχρι και σήμερα, «μπορεί να οδηγήσει σε πτώση των τιμών στις ανοιξιάτικες κοπές, κάτι που είδαμε πριν από τέσσερα χρόνια».

Στα προβλήματα φυτοπροστασίας στο σπανάκι αναφέρεται και ο Γιώργος Παπαβασίλης, μέλος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Παραγωγών Κηπευτικών Μεγάρων. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχουν δραστικές ουσίες σε εγκεκριμένα φυτοφάρμακα που να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις ανθεκτικότητες του περονόσπορου».

Σημειώνει, ακόμη, ότι οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στα Μέγαρα δείχνουν να είναι σημαντικά μειωμένες και να ξεπερνούν ακόμα και το 50%. Σημαντικός παράγοντας για τον κ. Παπαβασίλη είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού, αφού, όπως αναφέρει, «από τους 20 εργάτες που απασχολούσα στις γεωργικές μου εκμεταλλεύσεις, έχω μείνει μόνο με τρεις και είναι δύσκολο να κάνω προγραμματισμό για την επόμενη περίοδο».

Ολοκληρώθηκε η συλλογή μαρουλιών στην Τρίπολη

Η Αρκαδία αποτελεί μία από τις περιοχές της χώρας που την καλοκαιρινή περίοδο καλλιεργούνται εκτάσεις με υπαίθριο μαρούλι μέσω συμβολαιακής γεωργίας. Ο γεωπόνος Κώστας Μαλλιάρης, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα αυτόν, αναφέρει ότι οι τελευταίες συλλογές ολοκληρώθηκαν πριν από δέκα ημέρες.

«Ξεκινάμε τις φυτεύσεις από τον Απρίλιο και συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής κατευθύνεται στη μεταποίηση και, κυρίως, στην παραγωγή σαλάτας, ενώ το υπόλοιπο διατίθεται στην αγορά». Οι αποδόσεις για τον ίδιο κυμαίνονται στους 2-4 τόνους το στρέμμα, ανάλογα με τις θερμοκρασίες που επικρατούν. Κλείνοντας, τονίζει την αναγκαιότητα εφαρμογής σύγχρονων τεχνολογιών, ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής εργατικών χεριών, που είναι δυσεύρετα.

Σταθερή η ζήτηση για λάχανο, κουνουπίδι και μπρόκολο

Για αμείωτους ρυθμούς της φύτευσης υπαίθριων κηπευτικών, ακόμη και αυτή την περίοδο, κάνει λόγο ο Μιχάλης Κούτρας, παραγωγός σποροφύτων στη Χαλκίδα. «Υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στον κλάδο, όμως πολλοί παραγωγοί προσπαθούν να κρατήσουν τις καλλιέργειές τους, έστω και με μειωμένες εκτάσεις, χωρίς όμως να τις εγκαταλείπουν», αναφέρει.

Ο κ. Κούτρας εκτιμά ότι, αυτή την περίοδο, οι τιμές βρίσκονται σε καλά επίπεδα και για τον λόγο αυτόν παρουσιάζεται ενδιαφέρον για φυτεύσεις το επόμενο διάστημα. «Ζήτηση σποροφύτων υπάρχει στο μπρόκολο, όπως και στο κουνουπίδι. Για τις πιο θερμές περιοχές, που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα από τους παγετούς, το μαρούλι παρουσιάζει και αυτό σημαντικό ενδιαφέρον για τους παραγωγούς», καταλήγει.

Μικρή η ζήτηση για το βιολογικό σπανάκι

Για στροφή του καταναλωτικού κοινού σε διαφορετικά διατροφικά πρότυπα, που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον πρωτογενή τομέα, κάνει λόγο ο Βαγγέλης Γιαννακόπουλος από την Αλίαρτο Βοιωτίας. Ο ίδιος καλλιεργεί υπαίθρια κηπευτικά και, κυρίως, φυλλώδη λαχανικά. Ένα ποσοστό της παραγωγής του πάει στη χονδρική και το υπόλοιπο κατευθύνεται στις αγορές βιολογικών προϊόντων.

Όπως επισημαίνει, η ζήτηση στα προϊόντα μειώνεται σταδιακά, διότι το βιομηχανοποιημένο προϊόν έχει μπει δυναμικά στο τραπέζι του καταναλωτή, εκτοπίζοντας σημαντικό ποσοστό από τα νωπά. «Το σπανάκι, για να μαγειρευτεί, θέλει χρόνο και κόπο, κάτι που δεν διαθέτουν σήμερα οι εργαζόμενοι και στρέφονται προς τα έτοιμα φαγητά. Το μαρούλι δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις και για τον λόγο αυτόν έχει μια σταθερή αγορά. Σημαντικό, επίσης, είναι και το γεγονός της τιμής του βιολογικού μαρουλιού, που δεν διαφέρει σημαντικά από αυτήν του συμβατικού».