«Λαβωμένος» ο πρωτογενής τομέας από την κλιματική αλλαγή στη Δυτική Ελλάδα

Τα όπλα της περιφέρειας για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή

Δυσμενές αντίκτυπο, τόσο στα καλλιεργούμενα εδάφη, όσο και στις καλλιέργειες, και κατ’ επέκταση στις παραγόμενες ποσότητες, θα έχει η κλιματική αλλαγή που αναμένεται να πλήξει και τη Δυτική Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες. Σύμφωνα με τους μελετητές, που συνέταξαν το Περιφερειακό Σχέδιο της Δυτικής Ελλάδας για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, βασιζόμενοι σε εισηγήσεις ειδικών επιστημόνων και φορέων, στον γεωργικό τομέα, η συνεχής μείωση της υγρασίας του εδάφους μπορεί να εντείνει την ανάγκη άρδευσης στη γεωργία και να οδηγήσει σε μικρότερες σοδειές.

Επιπλέον, η αύξηση της θερμοκρασίας θα προκαλέσει αλλαγές στην ποιότητα της παραγωγής και αυξημένες ανάγκες για άρδευση. Ωστόσο, αναμένεται να υπάρξει σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση, την οποία θα επιβαρύνουν η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η αυξημένη ένταση και η συχνότητα των πλημμυρών, η μείωση των βροχοπτώσεων, η επιμήκυνση των περιόδων ξηρασίας και η αύξηση της θερμοκρασίας.

Όπως επεσήμανε στην «ΥΧ» ο γεωπόνος της Ειδικής Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων, Κωνσταντίνος Μπίζας, ο οποίος συμμετέχει στην επιτροπή διαβούλευσης, η μελέτη δεν έχει ως σκοπό την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τον καθορισμό των στόχων και των μέσων υλοποίησης μιας αποτελεσματικής στρατηγικής για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή στις επιπτώσεις που αυτή θα επιφέρει. «Χαράσσουμε τη στρατηγική για την επόμενη ημέρα. Για να είμαστε έτοιμοι», τόνισε και πρόσθεσε: «Έχουμε ως δεδομένο τα τρία σενάρια παγκόσμιας εξέλιξης συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου, από τα πιο δυσμενή έως τα πιο ευμενή, στα οποία έχουν καταλήξει οι ερευνητές σε διεθνές επίπεδο και από εκεί και πέρα προσδιορίζουμε τι πρόκειται να συμβεί σε διάφορους τομείς στην περιφέρειά μας».

Ο κ. Μπίζας ανέφερε πως το εν λόγω σχέδιο είναι πολύ σημαντικό, γιατί δίνει τη δυνατότητα στην περιφέρεια να χαράξει πολιτική, να πετύχει τη χρηματοδότηση σε εξειδικευμένους τομείς, να αξιοποιήσει καλύτερα τα κεφάλαια από τα επερχόμενα αναπτυξιακά προγράμματα, αλλά και τους εθνικούς πόρους.

Επιπτώσεις

Στον τομέα της γεωργίας, οι εκτιμήσεις είναι ότι η αύξηση της θερμοκρασίας και η μείωση των βροχοπτώσεων θα οδηγήσουν σε μείωση της ετήσιας γεωργικής παραγωγής και στροφή σε είδη με μεγαλύτερη διάρκεια βλαστικής περιόδου και λιγότερες απαιτήσεις σε νερό. Παράγοντες όπως η αύξηση της θερμοκρασίας, η μείωση των βροχοπτώσεων και η επιμήκυνση των περιόδων ξηρασίας θα προκαλέσουν αύξηση της ζήτησης νερού για αρδευτική χρήση, ανταγωνιστικότητα με άλλες χρήσεις και ενδεχόμενη αύξηση του κόστους νερού άρδευσης λόγω της αυξημένης ζήτησης σε συνδυασμό με τη μείωση των υδατικών αποθεμάτων (επεισόδια λειψυδρίας).

Ο κ. Μπίζας, ωστόσο, εξήγησε πως γνωρίζοντας τις επιπτώσεις που θα φέρει η κλιματική αλλαγή, μπορούμε σήμερα να ακολουθήσουμε άλλες καλλιεργητικές τακτικές, να αξιοποιήσουμε όσα μας προσφέρει η τεχνολογία και η γεωργία ακριβείας, να βελτιώσουμε τις υποδομές δικτύων άρδευσης και να διαχειριζόμαστε ορθότερα τους πόρους που διαθέτουμε. «Παρόλο που η κλιματική αλλαγή θα φέρει πολλές αλλαγές σε πολλούς τομείς, εντούτοις είναι στο χέρι μας να βρεθούμε αντιμέτωποι με το ευμενέστερο σενάριο», διευκρίνισε ο κ. Μπίζας.

Επιπλέον, εκτιμάται ότι, σε συνδυασμό με την αύξηση στην ένταση και στη συχνότητα των πλημμυρικών φαινομένων, θα επέλθει αυξημένη παρουσία παρασίτων και ασθενειών. Η μείωση των βροχοπτώσεων και η επιμήκυνση περιόδων ξηρασίας θα έχουν ως συνέπεια τη μείωση της γονιμότητας των εδαφών και την αδυναμία ανάπτυξης υδροβόρων καλλιεργειών.

Υπάρχουν όμως και θετικές επιπτώσεις που θα επιφέρουν οι κλιματικές συνθήκες στη Δυτική Ελλάδα, οι οποίες εντοπίζονται σε κάποια είδη, όπως το βαμβάκι, οι ξηροί καρποί και τα φρούτα, οι ελιές, τα αμπέλια και τα κηπευτικά.

Να σημειωθεί ότι το Περιφερειακό Σχέδιο έχει εγκριθεί από την Περιφερειακή Επιτροπή Διαβούλευσης. Ακολουθεί η εκπόνηση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και, στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση της αδειοδοτικής διαδικασίας από το υπουργείο Περιβάλλοντος, θα «περάσει» από το Περιφερειακό Συμβούλιο για να κυρωθεί.