Λάτιν αέρας για την κομπόστα από τη συμφωνία με Μercosur

Προοπτικές αύξησης εξαγωγών και στη φέτα βλέπουν οι γαλακτοβιομηχανίες

γράφουν οι Αντώνης Ανδρονικάκης, Μαρία Αντωνίου, Γιάννης Τσατσάκης

Καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση των ελληνικών εξαγωγών προς την ευρύτερη αγορά της Λατινικής Αμερικής για προϊόντα, όπως η κομπόστα και η φέτα μπορεί να διαδραματίσει η ιστορική, δίχως άλλο, αλλά και αμφιλεγόμενη –αν ληφθούν υπόψη οι ενστάσεις πολλών ευρωπαϊκών αγροτικών οργανώσεων– εμπoρική συμφωνία ΕΕ – Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη), που υπογράφηκε στα τέλη της περασμένης εβδομάδας στις Βρυξέλλες.

Επιχειρώντας μια πρώτη αποτίμηση των κειμένων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφού επισημάνει ότι «οι διαδικασίες μέχρι να τεθεί η συμφωνία σε εφαρμογή, δύσκολα θα ολοκληρωθούν νωρίτερα από έναν χρόνο», ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου, κάνει λόγο για μια «πολύ θετική εξέλιξη».

«Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η Ελλάδα εξήγαγε σε χώρες της Λατινικής Αμερικής 30.000 – 40.000 τόνους κομπόστας. Μέχρι πριν από τρία χρόνια, το προϊόν μας συμπεριλαμβανόταν σε μια λίστα εξαίρεσης, οπότε δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε στη Βραζιλία. Μετά είχαμε άρση της εξαίρεσης, όμως οι επιβαλλόμενοι δασμοί είχαν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατες τις εξαγωγές. Στη δε Παραγουάη πραγματοποιούμε κάποιες εξαγωγές κομπόστας με ένα ειδικό καθεστώς που προβλέπει δασμούς ύψους 14%», εξηγεί.

Σημειώνει, βέβαια, ότι υπάρχει και ισχυρός ανταγωνισμός από την τοπική βιομηχανία: «Η Αργεντινή είναι χώρα με μεγάλη παραγωγή κομπόστας, ενώ η Βραζιλία είναι μια αναδυόμενη δύναμη στην παγκόσμια αγορά», υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι το ενθαρρυντικό είναι ότι «η κατανάλωση σε αυτές τις χώρες είναι σταθερή με θετικές προοπτικές». Ο ίδιος προσθέτει ακόμα δύο παραμέτρους που, κατά τη γνώμη του, καθιστούν τη συμφωνία ιδιαίτερα κρίσιμη:

«Η παραγωγή μας, τα τελευταία χρόνια, έχει πέσει από τα 15-16 εκατ. κιβώτια στα 12 εκατ., λόγω της συγκρατημένης κατανάλωσης εντός ΕΕ. Επίσης, πρόσφατα οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα επιβληθούν δασμοί σε μια διευρυμένη λίστα ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων όπου συμπεριλαμβάνονται και οι κωδικοί για την κομπόστα ροδάκινου. Δεδομένου ότι στην κινεζική κομπόστα έχουν ήδη επιβληθεί από τις ΗΠΑ δασμοί 25%, διαβλέπαμε προοπτικές για αύξηση των εξαγωγών μας στην αμερικανική αγορά. Αν τον Αύγουστο το μέτρο αυτό ενεργοποιηθεί, η συμφωνία με τη ζώνη Mercosur θα είναι μια σημαντική διέξοδος για μας».

Επαφές με κάθε χώρα

Πιο συγκρατημένος εμφανίζεται ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ), Χρήστος Αποστολόπουλος: «Είναι νωρίς να μιλήσουμε με στοιχεία, καθώς δεν έχουμε τα τελικά κείμενα. Σαφώς, οι προοπτικές για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και δη για τη φέτα είναι θετικές. Θα πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι, σε σχέση π.χ. με την αγορά των ΗΠΑ, απουσιάζει εδώ το ελληνικό στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει βοηθητικά», σχολιάζει στην «ΥΧ». Στέκεται, επίσης, στο γεγονός ότι «η προστασία της φέτας δεν θα ισχύσει αυτόματα. Θα πρέπει η χώρα μας να προβεί σε κάποιες ενέργειες με κάθε μία χώρα της Mercosur ξεχωριστά. Αυτό θα έχει σαφώς κάποιο κόστος, ενώ θα πάρει και χρόνο».

Δώρον άδωρον για τη βιομηχανική

Aρκετά επιφυλακτικός είναι και ο Δημήτρης Νομικός, επικεφαλής του ομώνυμου ομίλου και πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Βιομηχανικής Ντομάτας: «Η συμφωνία προβλέπει ότι οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες προϊόντων ντομάτας μπορούν να εξάγουν στις χώρες αυτές ολόκληρες αποφλοιωμένες και ψιλοκομμένες ντομάτες χωρίς δασμούς.

Όμως, οι ποσότητες που εξάγουμε εκεί ως Ευρώπη είναι εξαιρετικά περιορισμένες –και, ως Ελλάδα, μηδενικές–, ενώ δεν διακρίνουμε σημαντικές προοπτικές, με δεδομένο ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό πιο κοντινών χωρών, όπως οι ΗΠΑ και η Χιλή που έχουν πολύ χαμηλότερο μεταφορικό κόστος», δηλώνει στην «ΥΧ», προσθέτοντας: «Γενικά, η αίσθησή μου είναι ότι από τις εμπορικές συμφωνίες που έχει υπογράψει μέχρι στιγμής η ΕΕ, περισσότερο διευκολύνονται οι εισαγωγές προϊόντων ντομάτας προς την ΕΕ παρά η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας».

Ίβηρες και Ιταλοί κάνουν κουμάντο στο ελαιόλαδο

Λιγότερο αισιόδοξος, όσον αφορά τις δυνατότητες διείσδυσης του ελληνικού ελαιολάδου στις συγκεκριμένες αγορές, εμφανίζεται ο γεν. διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ (Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου), Γιώργος Οικονόμου. «Τις εν λόγω αγορές ελέγχουν, κατά κύριο λόγο, η Ισπανία και, δευτερευόντως, η Ιταλία, ενώ στη Βραζιλία την πρωτοκαθεδρία έχει η Πορτογαλία, λόγω των γνωστών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών», αναφέρει στην «ΥΧ».

Σύμφωνα με στοιχεία από το τελευταίο ενημερωτικό δελτίο του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου (ΙΟC), η Βραζιλία με ποσοστό 8% αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εισαγωγέα ελαιολάδου παγκοσμίως, πίσω από τις ΗΠΑ (36%) και την ΕΕ (15%), ενώ το 2017/18 οι εισαγωγές της αυξήθηκαν κατά 27,7% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Το μερίδιο της Ελλάδας δεν ξεπερνά το 0,8%, ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι στην παραπάνω χρονική περίοδο οι εξαγωγές της προς τη χώρα υπερδιπλασιάστηκαν (+105,6%), έστω κι αν σε ποσοτικό επίπεδο παραμένουν πολύ μικρές. Η Πορτογαλία, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, αποτελεί τον βασικότερο προμηθευτή ελαιολάδου της Βραζιλίας με μερίδιο 58,8%, ενώ 16,1% και 5,5% κατέχουν η Ισπανία και η Ιταλία αντίστοιχα.