Οι λιγότερες γαλοπούλες δεν φαίνεται να δίνουν ώθηση στην τιμή

Αν και πρόκειται για ένα πτηνό με υψηλή διατροφική και διαιτολογική αξία, δυστυχώς η γαλοπούλα καλύπτει διατροφικά και… διαχρονικά την περίοδο των Χριστουγέννων και ελάχιστα το υπόλοιπο διάστημα, με τη νωπή ή/και κατεψυγμένη παρουσία της στις αγορές.

Στον τομέα της μεταποίησης, το σύνολο της πρώτης ύλης για την παραγωγή αλλαντικών με βάση τη γαλοπούλα προέρχεται από το εξωτερικό, χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια για σύγχρονες επιχειρήσεις.

Για την τρέχουσα περίοδο, η εικόνα που αποκομίζεται από τις αγορές δείχνει μία μικρή άνοδο, η οποία όμως αδυνατεί να καλύψει το κόστος παραγωγής, το οποίο έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Παράλληλα, οι μικρές και μεσαίες κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις δεν έχουν μεγάλες δυνατότητες εμπορίας του προϊόντος και πολλές από αυτές παρουσιάζουν προβλήματα στη διαχείρισή τους από την έλλειψη σφαγείων.

Σύμφωνα με τον Δημοσθένη Κατσίκη, πτηνοτρόφο και κτηνίατρο από τον Πύργο Ηλείας, η παραγωγή και η αγορά της γαλοπούλας δεν παρουσιάζουν μεγάλη δυναμική, κυρίως λόγω του παραδοσιακού τρόπου εκτροφής. «Η οικογένειά μου και εγώ είμαστε στον κλάδο από το 1965. Κάθε χρόνο διαχειριζόμαστε πάνω από 25.000 γαλοπούλες και το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτές φεύγει την περίοδο των Χριστουγέννων.

Ο κλάδος παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σύγκριση με το κοτόπουλο και για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε, καταβάλλουμε σημαντικές προσπάθειες». Αναφερόμενος στην τρέχουσα περίοδο, εστίασε στο θέμα του κόστους εκτροφής, «το οποίο έχει ξεπεράσει τα 25 ευρώ για κάθε πτηνό που ετοιμάζουμε για τις μέρες των γιορτών. Προσπαθούμε μέσω του δικού μας δικτύου να κερδίσουμε από την προστιθέμενη αξία που δημιουργούμε στο προϊόν μας με τη δική μας ταυτότητα, ώστε να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε σε αυτές τις απαιτήσεις της αγοράς».

Σε ό,τι αφορά το θέμα των τιμών, ο κ. Κατσίκης είπε ότι κυμαίνονται από 5 έως 5,5 ευρώ το κιλό για τα αρσενικά και για τα θηλυκά από 5 έως 6 ευρώ το κιλό. «Οι τιμές αυτές είναι περίπου ίδιες με τις περσινές, χωρίς να υπάρχουν σημαντικές μεταβολές. Το άσχημο είναι ότι αν οι γαλοπούλες δεν πουληθούν την περίοδο των γιορτών, η τιμή τους πέφτει σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα να μη συμφέρει η εκτροφή τους».

Η έλλειψη σφαγείων δημιουργεί προβλήματα στον κλάδο

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η δήλωση του Γιώργου Μηνά, πτηνοτρόφου από τον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Ο κ. Μηνάς κάθε χρόνο διαχειριζόταν 1.500 με 2.000 περίπου γαλοπούλες, προσπαθούσε μέσω τρίτων να κάνει τις σφαγές και παράλληλα να οργανώσει τη διακίνηση του προϊόντος, με πάρα πολλές δυσκολίες. «Οι γαλοπούλες απαιτούν ειδικά σφαγεία, τα οποία σήμερα εκλείπουν από τη χώρα μας, αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό συναδέλφων να εγκαταλείπουν σιγά-σιγά αυτόν τον κλάδο», υποστηρίζει.

Ο ίδιος διαχειρίζεται πάνω από 500.000 κοτόπουλα πάχυνσης τον χρόνο, συνεργαζόμενος με άλλες μονάδες εκτροφής και σφαγής των πτηνών και, όπως λέει, «το κοτόπουλο διαφοροποιείται από τη γαλοπούλα, διότι βρίσκεται στο τραπέζι του καταναλωτή με χαμηλότερο κόστος αγοράς, έναντι της προαναφερθείσας, όμως η γαλοπούλα διαφοροποιείται στη διατροφική της αξία. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει τη θέση που της αξίζει στο οικογενειακό τραπέζι», καταλήγει.

Σημαντικός ο εκπαιδευτικός ρόλος της ΑΓΣ

Με αιχμή του δόρατος τη γαλοπούλα, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, μέσα από την εκπαιδευτική της διαδικασία, προσπαθεί να αναδείξει ένα προϊόν όχι μόνο για τις μέρες των Χριστουγέννων, αλλά για όλη τη διάρκεια του χρόνου. Όπως μας ενημερώνει Θοδωρής Καλίτσης, υπεύθυνος του αγροκτήματος της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής, «από εμάς δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση, αλλά και στην εκτροφή αυτού του είδους, ώστε οι μαθητές της σχολής να έχουν μία ολοκληρωμένη γνώση γύρω από τη διαχείρισή της και την παραγωγή κρέατος.

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή θα διαθέσει στην αγορά πάνω από 20.000 γαλοπούλες, με στόχο την κάλυψη των καταναλωτών, οι οποίοι ήδη έχουν αγκαλιάσει αυτή την προσπάθεια γιατί, πέρα από τον διατροφικό στόχο, επιτελεί και άλλους σκοπούς». Τα έσοδα από την πώληση, όπως αναφέρει ο κ. Καλίτσης, διατίθενται για υποτροφίες των μαθητών της σχολής, όπου κάποιοι από αυτούς έχουν ξεκινήσει να ασχολούνται με πτηνοτροφία μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. «Χάρη στο εσωτερικό σφαγείο που διαθέτουμε, όπως επίσης και στον έλεγχο από γιατρούς, προσφέρουμε ένα ποιοτικό προϊόν που στόχο έχει να εξαπλωθεί στην αγορά, για να ενισχύσουμε την τοπική παραγωγή», καταλήγει ο κ. Καλίτσης.