Λίπανση και θρέψη… τόσο κοντά, τόσο μακριά

Ο τύπος του λιπάσματος για το κάθε στάδιο της καλλιέργειας θα πρέπει να επιλέγεται μέσω ειδικών αναλύσεων
23/04/2025
6' διάβασμα
lipansi-kai-threpsi-toso-konta-toso-makria-351371

Με την έναρξη της έκπτυξης των οφθαλμών την άνοιξη ξεκινούν και οι ανάγκες των δέντρων σε διάφορα θρεπτικά στοιχεία, ώστε να υποστηρίξουν την καρποφορία και τη βλάστηση. Κατά τα πρώιμα αυτά στάδια, καταναλώνονται ποσότητες θρεπτικών στοιχείων που έχουν αποθηκευτεί σε διάφορα όργανα του φυτού κατά το κλείσιμο της προηγούμενης καλλιεργητικής περιόδου.

Στη χώρα μας παρατηρείται συχνά η εσφαλμένη ταύτιση των όρων «λίπανση» και «θρέψη», τόσο από παραγωγούς όσο και από γεωπόνους, γεγονός που οδηγεί τις περισσότερες φορές σε καταστροφικές συνέπειες για την παραγωγική ζωή του οπωρώνα, αλλά και για το ετήσιο κόστος της καλλιέργειας.

Ουσιαστικά, με τον όρο «λίπανση» αναφερόμαστε στους διαθέσιμους τύπους σκευασμάτων θρεπτικών στοιχείων –χημικών και οργανικών– που μπορούν να εφαρμοστούν κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του φυτού σε κάθε στάδιο ανάπτυξης.

Αντίθετα, ο όρος «θρέψη» αφορά τη σωστή επιλογή των διαθέσιμων σκευασμάτων, καθώς και τον τρόπο εφαρμογής τους, αφού ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως οι φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, η θρεπτική κατάσταση των φυτών, η ποιότητα του νερού άρδευσης, οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η μικροβιακή δραστηριότητα κ.ά., με στόχο την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των θρεπτικών στοιχείων από το φυτό.

Στον χώρο της δενδροκαλλιέργειας –και ευρύτερα της γεωργίας– επικρατεί η άποψη ότι η προσθήκη θρεπτικών στοιχείων σε μεγάλες ποσότητες είναι απαραίτητη, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες της καλλιέργειας και να δημιουργείται «αποθήκη» θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος. Ωστόσο, αυτή η πρακτική συχνά εφαρμόζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη μετρήσιμα στοιχεία από εδαφολογικές και φυλλοδιαγνωστικές αναλύσεις, οι οποίες ερμηνεύονται από εξειδικευμένους επιστήμονες.

Αντίθετα, η προσέγγιση αυτή βασίζεται, κυρίως, στην εμπειρική άποψη των παραγωγών. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ισχύει και σε περίπτωση που αυτό γινόταν δεν θα είχε λόγο ύπαρξης η επιστήμη της γεωπονίας, της εδαφολογίας, της χημείας, της μικροβιολογίας κ.ά., που συνδράμουν στην ερμηνεία των διεργασιών που συντελούνται εντός του οπωρώνα.

Πριν από την έναρξη των εφαρμογών λίπανσης, είναι απαραίτητο να πραγματοποιούνται αναλύσεις φυτικού ιστού (κυρίως φύλλων), καθώς και εδαφολογικές αναλύσεις, σε χρονικές περιόδους που κρίνονται κατάλληλες για την κάθε καλλιέργεια με βάση το είδος και την καλλιεργούμενη ποικιλία. Η σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων επιτρέπει τη βέλτιστη διαμόρφωση του προγράμματος λίπανσης από τον επιβλέποντα γεωπόνο.

Μέσω των αναλύσεων, θα επιλεγεί ο τύπος του λιπάσματος για το κάθε στάδιο της καλλιέργειας, ο τρόπος που θα εφαρμοστεί (επιφανειακά, με υδρολίπανση ή διαφυλλικά), και θα δοθούν κατευθυντήριες οδηγίες ως προς την ορθή εκτέλεσή τους, ώστε να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, σε εδάφη με υψηλό (αλκαλικό) pH, θα πρέπει να επιλέγονται τύποι λιπασμάτων όξινης αντίδρασης και αντιστρόφως, ή στην περίπτωση των διαφυλλικών εφαρμογών, θα πρέπει να ελέγχεται η τιμή του pH, αλλά και η διαβρεκτική-προσκολλητική ικανότητα του διαλύματος, ώστε να βελτιστοποιηθεί η απορρόφησή του από το φύλλωμα.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα λανθασμένης στρατηγικής λίπανσης, που συχνά παρατηρείται, είναι το εξής: Κατά τα πρώτα έτη εγκατάστασης ενός οπωρώνα, όταν η εμπειρική προσθήκη μεγάλων ποσοτήτων θρεπτικών στοιχείων εφαρμόζεται σε εδάφη μεσαία ή βαριά από άποψη μηχανικής σύστασης, μπορεί να παρατηρηθεί ταχεία ανάπτυξη των φυτών. Μάλιστα, μέχρι και τα πρώτα έτη της ενήλικης-παραγωγικής ζωής τους, τα φυτά αυτά υπερτερούν βλαστικά και παραγωγικά σε σχέση με εκείνα που καλλιεργούνται σε ελαφρά εδάφη και ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα.

Μετά από μερικά χρόνια, η συνέχιση της ίδιας στρατηγικής λίπανσης οδηγεί στην εμφάνιση διάφορων τροφοπενιών στα φυτά. Αυτό οφείλεται στον ανταγωνισμό με στοιχεία που είχαν δεσμευθεί από το έδαφος όλα τα προηγούμενα έτη, εμποδίζοντας πλέον την απορρόφηση άλλων θρεπτικών συστατικών – κυρίως ιχνοστοιχείων και μεταβάλλοντας παραμέτρους, όπως το pH. Παρόλο που αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν στο έδαφος, δεν είναι πλέον διαθέσιμα για τα φυτά.

Τότε είναι που ο παραγωγός, βλέποντας το κτήμα του να παρουσιάζει αρνητικά συμπτώματα που αναπόφευκτα επηρεάζουν και την παραγωγή, καταφεύγει στην επιπλέον προσθήκη σκευασμάτων, θεωρώντας πως θα βρεθεί λύση, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση και, τελικώς, καθιστώντας την καλλιέργεια μη βιώσιμη.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επιδείνωση της υγείας των φυτών αποδίδεται συχνά –και λανθασμένα– σε προσβολές από παθογόνα, όπως μύκητες ή βακτήρια. Ωστόσο, ακόμα και αν τέτοιοι οργανισμοί υπάρχουν, συνήθως εμφανίζονται δευτερογενώς ως συνέπεια της κακής θρεπτικής κατάστασης του φυτού.

Για παράδειγμα, η συνηθέστερη υπερεπάρκεια που μπορεί να παρατηρηθεί σε εμπορικούς οπωρώνες είναι αυτή του αζώτου. Η υπερβολική παρουσία αζώτου στους φυτικούς ιστούς οδηγεί στη δημιουργία λαίμαργων νέων βλαστών, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε προσβολές από μυζητικά έντομα. Αυτά τα έντομα συχνά λειτουργούν ως φορείς παθογόνων, όπως ιοί, ενώ η υπερβολική αζωτούχος λίπανση μπορεί, επίσης, να αυξήσει την ευαισθησία των φυτών σε μυκητολογικές προσβολές και σε όψιμους παγετούς.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό πως ο σχεδιασμός ενός προγράμματος λίπανσης εκτός της σωστής τροφοδοσίας με θρεπτικά στοιχεία, βοηθά και στην αποφυγή δευτερογενών προβλημάτων που μπορούν να ανακύψουν από την κακή λειτουργία του φυτού, οδηγώντας σε σημαντική απώλεια παραγωγής και, συνεπώς, εισοδήματος για τον παραγωγό, με το ολοένα και αυξανόμενο καλλιεργητικό κόστος, που εσφαλμένα συνηθίζεται να μετριέται ανά στρέμμα και όχι ανά κιλό παραγόμενου προϊόντος, όπως θα έπρεπε.

γράφει ο Βασίλειος Βουλγαρίδης, γεωπόνος, MSc ειδίκευσης σε δενδροκομία – αμπελουργία, σύμβουλος πολυετών καλλιεργειών.

email  ([email protected])

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: