Μ. Βρετανία: Η κτηνοτροφία μόλυνε 300 φορές τους ποταμούς της χώρας μέσα στο 2021

Το αποτύπωμα της βρετανικής κτηνοτροφίας στο περιβάλλον παραμένει τεράστιο, όπως δείχνουν με σαφήνεια τα πρώτα μετά-Brexit δεδομένα. Οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις της Αγγλίας μόλυναν τα ποτάμια 300 φορές κατά την περσινή χρονιά, προκαλώντας 20 σοβαρά περιστατικά, σύμφωνα με τα τελευταία κυβερνητικά στοιχεία που έγιναν διαθέσιμα.

Παρά την άσχημη εικόνα, μόλις έξι αγροτικές εκμεταλλεύσεις είδαν να κινούνται εναντίον τους νομικές διαδικασίες μέσα στο 2021, σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, με την αρμόδια Υπηρεσία Περιβάλλοντος να αποστέλλει αντ’ αυτού προειδοποιητικές επιστολές. Η βρετανική κυβέρνηση ανέφερε ότι η άσκηση διώξεων προκρίθηκε μόνο ως έσχατη λύση απέναντι στους επίμονους παραβάτες, ωστόσο φαίνεται ότι αυτή η ελαστικότητα έδωσε λάθος μηνύματα.

Μεγάλο μέρος της περιβαλλοντικής απειλής για τα ποτάμια εξαιτίας της αγροτικής δραστηριότητας προέρχεται από τα απόβλητα των αγελάδων που οι αγρότες αποθηκεύουν και χρησιμοποιούν ως λίπασμα. Καθεμιά από τις 2,6 εκατομμύρια αγελάδες γαλακτοπαραγωγής της Μ. Βρετανίας παράγει έως και 53 λίτρα κοπριάς ημερησίως.

Αυτό ισοδυναμεί με περίπου 50 δισεκατομμύρια λίτρα κοπριάς τον χρόνο, μια ποσότητα αρκετή για να γεμίσει το γήπεδο του Γουέμπλεϊ περισσότερες από 12 φορές.

Ωστόσο, ο αποθηκευμένος πολτός κοπριάς μπορεί να διαρρεύσει από κακοσυντηρημένα δοχεία ή, εάν χρησιμοποιηθεί σε υπερβολικές ποσότητες στη γη ή αν βρέξει πολύ, μπορεί να παρασυρθεί εκτός των χωραφιών, βλάπτοντας το περιβάλλον.

Ένας από τους μεγαλύτερους Βρετανούς ρυπαντές ήταν ο Michael Aylesbury, διευθυντής της Cross Keys Farms Ltd. Τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, καταδικάστηκε να πληρώσει περισσότερες από 25.000 λίρες για τη ρύπανση του ποταμού Frome στο Σόμερσετ με υδαρή πολτό το 2020. Είχε διωχθεί στο παρελθόν για τη ρύπανση της ίδιας περιοχής το 2016, όταν η δραστηριότητά του σκότωσε περισσότερα από 1.700 ψάρια.

Η Εθνική Ένωση Αγροτών του Ηνωμένου Βασιλείου (NFU) επιμένει ότι όλοι οι αγρότες έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους τις περιβαλλοντικές τους ευθύνες, όπως και ότι αναλαμβάνουν «εθελοντική δράση μέσω πρωτοβουλιών υπό τη βιομηχανία για να προωθήσουν βελτιώσεις που ωφελούν το υδάτινο περιβάλλον».