Μ. Βρετανία: Θησαυρίζουν τα σούπερ μάρκετ από τις τιμές στα τρόφιμα, ελάχιστα τα κέρδη για τους αγρότες

Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι τυχόν δικαιότερες τιμές παραγωγού θα είχαν αντίκτυπο στις λιανικές τιμές των τροφίμων

Οι Βρετανοί αγρότες αποκομίζουν αμελητέα οφέλη από την παραγωγή, σε μια συγκυρία κατά την οποία οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται και τα σούπερ μάρκετ κάνουν λόγο για κέρδη ρεκόρ. Ένα μέσο τεμάχιο τυριού ή ένα καρβέλι ψωμί παράγουν κέρδη στα όρια του στατιστικού λάθους για τους αγρότες, ενώ οι παραγωγοί φρούτων δεν τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα, βγάζοντας, για παράδειγμα, μόλις 30 λεπτά από κάθε κιλό μήλων.

Η βρετανική οργάνωση αγροδιατροφής Sustain ανέλυσε πέντε ευρέως διαδεδομένα τρόφιμα: τα μήλα, το τυρί, τα μπιφτέκια, τα καρότα και το ψωμί. Όπως υποστηρίζει, δεδομένου ότι τα περιθώρια κέρδους είναι τόσο μικρά, οι αγρότες δεν δύνανται να επενδύσουν στη μετάβαση σε πιο περιβαλλοντικά βιώσιμα συστήματα παραγωγής.

Στη σχετική έκθεση που δημοσιεύθηκε πριν από μερικές μέρες και αναφέρεται σε ρεπορτάζ της Guardian, διαπιστώνεται ότι ένας παραγωγός σιτηρών ξοδεύει 0,96 ευρώ για να παράγει ένα καρβέλι ψωμί, ωστόσο βγάζει μόλις 0,00097 ευρώ σε κέρδος, παρά την τιμή πώλησης των 1,32 ευρώ. Για ένα καρβέλι που πωλείται σε ανεξάρτητο αρτοποιείο, ο παραγωγός έχει κέρδος 0,00536 ευρώ.

Οι αναλυτές της Sustain διαπιστώνουν ότι για μια συσκευασία τεσσάρων μπιφτεκιών που πωλείται στα σούπερ μάρκετ, ο μεταποιητής έχει δέκα φορές μεγαλύτερο κέρδος από τον κτηνοτρόφο, ο οποίος βγάζει λιγότερο από 10 λεπτά του ευρώ ανά πακέτο. Για ένα πακέτο 480 γραμμαρίων ήπιου τσένταρ που κοστίζει 2,89 ευρώ σε ένα σούπερ μάρκετ, το κόστος του γαλακτοπαραγωγού είναι 1,71 ευρώ και το κέρδος του λιγότερο από 10 λεπτά.

Λύσεις

Για να επιλυθεί το πρόβλημα της χαμηλής κερδοφορίας των αγροτών, η Sustain καλεί τους Βρετανούς υπουργούς να εξαναγκάσουν τα σούπερ μάρκετ να παρέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού τους και τη βρετανική κυβέρνηση να δημιουργήσει περιφερειακά διαρθρωτικά ταμεία, επενδύοντας σε περισσότερες υποδομές, όπως κόμβους και μονάδες τοπικής επεξεργασίας που θα μπορούσαν να συμπτύξουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Ζητά, επίσης, νομικά δεσμευτικούς κώδικες ορθών πρακτικών στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίοι θα ανάγκαζαν τα σούπερ μάρκετ να προσφέρουν στους αγρότες πιο δίκαιες συμφωνίες.

«Τα συστήματα τροφίμων μας έχουν πολύ υψηλό κόστος παραγωγής και γενικά έξοδα, ωστόσο τα κέρδη που προκύπτουν θα μπορούσαν να μοιραστούν πιο δίκαια στην αλυσίδα εφοδιασμού, όχι μόνο υποστηρίζοντας οικονομικά προσιτά τρόφιμα, αλλά και καλύτερα εισοδήματα για όσους εργάζονται στον κλάδο», δήλωσε η Lisa Jack, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ, η οποία συμμετέχει στη μελέτη.

«Είναι εξωφρενικό το πόσο λίγα από τα χρήματα που καταβάλλουμε για το φαγητό μας καταλήγουν στα χέρια των αγροτών. Οι παραγωγοί έρχονται αντιμέτωποι με μεγάλους κινδύνους και δουλεύουν σε δύσκολες συνθήκες για να φέρουν φαγητό στο τραπέζι μας.

Περιμένουμε, επίσης, από αυτούς να φροντίζουν το τοπίο και τη φύση μας και θέλουμε να κάνουν περισσότερα από αυτά στο μέλλον, συμπεριλαμβανομένων της προστασίας της φύσης και της συμβολής στη μείωση του 30% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που συντελούν στην κλιματική αλλαγή. Για να το πράξουν αυτό, χρειάζονται περισσότερα χρήματα και όχι τα κέρδη να καταλήγουν στα ταμεία των μεσαζόντων της βιομηχανίας τροφίμων και των σούπερ μάρκετ», λέει η Vicki Hird, επικεφαλής του αγροτικού τμήματος στη Sustain.

«Η έκθεση δείχνει ότι το να πληρώνουμε περισσότερο στους αγρότες δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλότερες τιμές τροφίμων, επομένως οι έμποροι λιανικής δεν μπορούν να χρησιμοποιούν αυτήν τη δικαιολογία. Εάν οι αγρότες πληρώνονταν περισσότερο, αυτό θα είχε μικρό αντίκτυπο στις λιανικές τιμές πολλών προϊόντων», συμπληρώνει.