Μανιτάρια Κορινθίας: Σε ανοδική πορεία η ζήτηση για πλευρώτους

Από το 1986 μέχρι σήμερα είναι μία μεγάλη πορεία γεμάτη αγωνίες, επιτυχίες, άγχη, προβληματισμούς και αδιάκοπη προσπάθεια μέχρι να βρεθεί ο τρόπος ώστε η καλλιέργεια μανιταριού να γίνει μια προσοδοφόρα καλλιέργεια και να αποδώσει τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη. Αυτή την πορεία ακολούθησαν τα δύο αδέλφια Δημήτρης και Κώστας Σταματόπουλος, από το Κιάτο, που μένουν ενωμένοι μέχρι σήμερα, υπερνικώντας τα εμπόδια και δίνοντας συνεχώς μάχες.
Σαράντα χρόνια μετά το ξεκίνημα, ο Δημήτρης Σταματόπουλος μιλά στην «ΥΧ» και αφηγείται την ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης: «Στα “Μανιτάρια Κορινθίας” άρχισα να καλλιεργώ, πρώτα, το λευκό μανιτάρι, του οποίου η καλλιέργεια έχει εγκαταλειφθεί πλέον στην Ελλάδα. Ήμουν ο τέταρτος ή ο πέμπτος παραγωγός, που είχε ξεκινήσει να καλλιεργεί το λευκό μανιτάρι».
Η επιφυλακτικότητα τα πρώτα χρόνια
«Στη διαδρομή έφτασα σε αδιέξοδα», εξηγεί ο κ. Σταματόπουλος και προσθέτει: «Στο τέλος μπόρεσα να ξεπεράσω όλες τις αντιξοότητες. Το 1991-1992 ήρθε στην Ελλάδα η καλλιέργεια των μανιταριών πλευρώτους και ήμουν από τους πρώτους που την ξεκίνησα. Η αγορά τότε ήταν ανύπαρκτη. Όταν το πήγα σε ένα σούπερ μάρκετ, μου είπαν: “Πάρ’ το από εδώ, θα δηλητηριάσουμε τον κόσμο”. Αυτή ήταν η επικρατούσα αντίληψη για τα μανιτάρια».
Η Κρήτη ήταν η μεγαλύτερη αγορά
Όπως αναφέρει ο κ. Σταματόπουλος, «το φως στο τούνελ της απαξίωσης των μανιταριών, λόγω έλλειψης ενημέρωσης, ήρθε από την Κρήτη, που εκείνη την εποχή κατανάλωνε όσα μανιτάρια κατανάλωνε όλη η Ελλάδα. Στο ξεκίνημα, η παραγωγή ήταν 8 τόνοι και πουλήθηκαν με πολλή δυσκολία. Τον δεύτερο χρόνο, έστω και με κόπο, διπλασίασα την παραγωγή μου. Το μανιτάρι κινήθηκε αρχικά από τα καταστήματα εστίασης και, στη συνέχεια, ο καταναλωτής το αναζήτησε στο σούπερ μάρκετ».
Συστηματικά, ο καταναλωτής, σύμφωνα με τον ίδιο, άρχισε να αναζητά μανιτάρια μετά το 2000. «Τότε άρχισε να μεγαλώνει η κατανάλωση και να προσπαθεί να φτάσει τα ευρωπαϊκά επίπεδα, χωρίς όμως να τα καταφέρει μέχρι σήμερα».
Τονίζει, μάλιστα, ότι, από πλευράς παραγωγής, την εποχή των εύκολων δανείων, έγιναν προσπάθειες από μικροκαλλιεργητές να μπουν στην αγορά. Παράλληλα, ασκήθηκε μεγάλη πίεση στα μεγάλα πολυκαταστήματα για να τοποθετήσουν το μανιτάρι στα ράφια τους, ειδικά μετά την αποτελεσματική τηλεοπτική προβολή προγραμμάτων, που έδιναν συνταγές με μανιτάρια και πλευρώτους.
3.500-4.000 τόνοι η κατανάλωση πλευρώτους
Σε ό,τι αφορά το πλευρώτους και την είσοδό του στην αγορά, ο Δημήτρης Σταματόπουλος αναφέρει ότι «ενώ ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, τα τελευταία χρόνια η κατανάλωση του πλευρώτους υπολογίζεται στους 3.500-4.000 χιλιάδες τόνους. Η κατανάλωση άσπρου μανιταριού φτάνει τους 12.000 τόνους, αποσπώντας πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Όμως, οι μεγαλύτερες ποσότητες άσπρων μανιταριών προέρχονται από ξένες χώρες».
Σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εξαγωγών του μανιταριού, μάλλον πρόκειται για μία δύσκολη υπόθεση, με δεδομένο ότι «το πλευρώτους είναι αρκετά ευαίσθητο και έχει πολύ μικρό ειδικό βάρος, οπότε δημιουργούνται προβλήματα κατά τη μεταφορά. Είναι ένα λόγος που δεν εισάγονται από την Πολωνία».
Κόστος παραγωγής και τιμές λιανικής
Σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής, ο Δημήτρης Σταματόπουλος στέκεται στο ενεργειακό κόστος, αλλά και στα υψηλά μεροκάματα, τονίζοντας, παράλληλα, τη διατροφική αξία του μανιταριού, που δίνει ώθηση στη ζήτηση.
Προσθέτει, επίσης, ότι οι τιμές που επικρατούν στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες από τις αντίστοιχες στην Ευρώπη. Για τη διαφορά τιμών, επισημαίνει ότι «το πλευρώτους πωλείται πιο ακριβά από το λευκό μανιτάρι. Από τον παραγωγό φεύγει στα 3 ευρώ/κιλό κατά μέσο όρο, ενώ το λευκό έρχεται από την Πολωνία, με 2,70 ευρώ στην Αθήνα».
Διατροφική αξία του πλευρώτους
Ο μύκητας πλευρώτους (Pleurotus ostreatus) σχηματίζει τα γνωστά καλλιεργούμενα «στρειδόμορφα» μανιτάρια, που αναπτύσσονται σαπροτροφικά πάνω σε δέντρα, όπως η καστανιά, η λεύκα και το έλατο. Αποτελούν εκλεκτό έδεσμα σε πολλά μέρη του κόσμου, αλλά και στην Ελλάδα. Τα μανιτάρια πλευρώτους εμφανίζουν άριστες οργανοληπτικές ιδιότητες, ενώ ταυτόχρονα είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, διαιτητικές ίνες, βιταμίνες του συμπλέγματος Β, οργανικά οξέα (π.χ. ασκορβικό, φουμαρικό), υδατάνθρακες όπως οι β-γλυκάνες, μονοτερπενοειδή και διτερπενοειδή, λιπίδια, πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία.