Μαζική… παράλειψη των συστημάτων τροφίμων από τα εθνικά σχέδια δράσης για το κλίμα

Οι δράσεις για τη διατροφή, τη σπατάλη και τα απόβλητα τροφίμων μπορούν να αυξήσουν κατά 25% τη συμβολή στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής

Οι χώρες του κόσμου δεν ενσωματώνουν τα συστήματα τροφίμων στα εθνικά τους σχέδια για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, παρότι αυτά αποτελούν σημαντικό κομμάτι του προβλήματος. Σύμφωνα με έκθεση του WWF σε συνεργασία με την EAT, την Climate Focus και το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNEP), πάνω από το 90% των εθνικών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από το 2015 στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα δεν συνυπολογίζουν ολόκληρο το σύστημα τροφίμων.

Στο μεταξύ, τα συστήματα τροφίμων αντιπροσωπεύουν έως και το 37% όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αν και το μεγαλύτερο μέρος αυτών προέρχεται από χώρες εκτός Ευρώπης. Όπως διαπιστώθηκε, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να βελτιώσουν έως και κατά 25% τη συμβολή τους στον μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή εφόσον ενσωματώσουν τη διατροφή, τη σπατάλη και τα απόβλητα τροφίμων στα εθνικά τους σχέδια για το κλίμα.

Αυτές οι πρωτοβουλίες είναι ικανές να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 12,5 γιγατόνους ισοδυνάµου διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, τη στιγμή που η μη ενσωμάτωσή τους θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο τις δεσμεύσεις της συμφωνίας του Παρισιού.

«Χρειάζονται φιλόδοξες, μετρήσιμες δεσμεύσεις με σαφές χρονοδιάγραμμα για τον μετασχηματισμό των συστημάτων τροφίμων, εάν θέλουμε να επιτύχουμε τον στόχο διατήρησης της αύξησης της θερμοκρασίας κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου», δηλώνει ο Μάρκο Λαμπερτίνι, γενικός διευθυντής του WWF International. «Σε αντίθετη περίπτωση, αγνοούμε έναν από τους κύριους παράγοντες της σημερινής κλιματικής κρίσης. Χωρίς δράση για το πώς παράγουμε και καταναλώνουμε τρόφιμα, δεν μπορούμε να επιτύχουμε τους στόχους μας για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα, οι οποίοι είναι το θεμέλιο για την επίτευξη επισιτιστικής ασφάλειας, την πρόληψη της εμφάνισης ασθενειών και την επίτευξη των στόχων αειφόρου ανάπτυξης».

Τα περισσότερο ρυπογόνα συστήματα τροφίμων που εντοπίστηκαν ήταν αυτά του Σουδάν, της Βραζιλίας, της Κίνας, της Ινδίας και της Ινδονησίας. Η Ευρώπη, ένας σημαντικός εισαγωγέας αγροδιατροφικών προϊόντων και πρώτων υλών, έχει τη δική της ευθύνη να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, μέσω μιας νέας πρωτοποριακής νομοθεσίας περί δέουσας επιμέλειας.