Η μεγέθυνση των επιχειρήσεων «κλειδί» για την ενίσχυση των εξαγωγών, σύμφωνα με έρευνα της «ΕΥ» για το ΕΒΕΑ

Τα τρόφιμα και τα φυτικά και ζωικά προϊόντα αναδεικνύονται μεταξύ των κορυφαίων έξι κλάδων της ελληνικής οικονομίας με τις ισχυρότερες εξαγωγικές επιδόσεις, σύμφωνα με έρευνα της «EΥ» που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας (ΕΒΕΑ). Επιπλέον, οι ρητίνες φυτών και τα φυτικά εκχυλίσματα, καθώς και τα λίπη και λάδια φυτικής και ζωικής παραγωγής περιλαμβάνονται στις τέσσερις από τις 12 κατηγορίες που παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα, οι οποίες κατάφεραν να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους κατά την τελευταία δεκαετία (2008-2017).

Από τη χαρτογράφηση των ελληνικών εξαγωγών κατά τα τελευταία χρόνια σημειώνεται ότι οι αντιπροσωπεύουν το 0,18% του παγκόσμιου εμπορίου. Οι ευρωπαϊκές χώρες απορροφούν σήμερα περίπου το 63% των ελληνικών εξαγωγών. Την ίδια στιγμή, παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τις χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Δεκαπέντε χώρες συνεισφέρουν το 70% της αξίας των εξαγωγών. Από αυτές:

  • Ιταλία, Γερμανία, Κύπρος και ΗΠΑ έχουν υψηλή συνεισφορά στη συνολική αξία των εξαγωγών και αύξηση κατά την τελευταία πενταετία.
  • Τουρκία και Βουλγαρία έχουν υψηλή συνεισφορά στη συνολική αξία των εξαγωγών, ωστόσο παρατηρείται μείωση την τελευταία πενταετία.
  • Λίβανος, Ρουμανία, Σαουδική Αραβία, Γαλλία και Ολλανδία έχουν μέτρια συνεισφορά και αξιοσημείωτη βελτίωση, με σημαντικές προοπτικές.

Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι «παρά τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας μας δεν ήταν η αναμενόμενη, καθώς η παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο μειώθηκε σημαντικά σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν σχετικά μειωμένου τεχνολογικού περιεχομένου και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υστερεί ως προς τη συμμετοχή της στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων σε Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D), αλλά και στις περιορισμένες άμεσες ξένες επενδύσεις που θα συνέβαλαν καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού εξοπλισμού και στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας», ενώ με έμφαση επισημαίνεται η μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων ως σημαντικός παράγοντας στη συμβολή για την αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας.    

Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, «το θεσμικό πλαίσιο, τα γραφειοκρατικά εμπόδια, το ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον, το φορολογικό καθεστώς, οι αδυναμίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και οι δυσκολίες σε σχέση με την επίλυση των συμβατικών διαφορών, δυσχεραίνουν περαιτέρω την ενίσχυση της εξωστρέφειας».

Ακόμη, οι συντάκτες της μελέτης διαχωρίζουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να επεκταθούν σε ξένες αγορές σε εσωτερικά, δηλαδή εγγενή των ίδιων των επιχειρήσεων, και σε εξωτερικά, που θέτει η σύγχρονη ή διεθνής οικονομίας. Τα πρώτα συνοψίζονται στα εξής:

  • Χαμηλές τιμές ανταγωνισμού
  • Έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού και έλλειψη εσωτερικών δομών
  • Πρόβλημα ρευστότητας της επιχείρησης
  • Έλλειψη οργάνωσης / εσωτερικών διαδικασιών
  • Έλλειψη τεχνογνωσίας-πληροφόρησης
  • Αδυναμία επικοινωνίας σε ξένη γλώσσα
  • Δυσκολία στην απόκτηση πιστοποίησης
  • Ελλείψεις logistics-εφοδιαστικής αλυσίδας

Τα εξωτερικά εμπόδια εντοπίζονται στα εξής:

  • Γραφειοκρατία στην Ελλάδα
  • Υψηλή φορολογία
  • Αρνητική εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό
  • Πολιτική και οικονομική αστάθεια
  • Γραφειοκρατία στη χώρα εξαγωγής
  • Προβλήματα χρηματοδότησης και ασφάλισης εξαγωγών
  • Δυσκολία συνεννόησης με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς
  • Έλλειψη υποστήριξης από τα επιμελητήρια
  • Προβλήματα με τους τοπικούς συνεργάτες
  • Πιστοποίηση προϊόντος
  • Μειωμένη ζήτηση για το προϊόν

Η δημιουργία ενός απλού, σταθερού φορολογικού συστήματος, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της εξωστρέφειας, χρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, δημιουργία εμπορικής ταυτότητας (brand), δημιουργία εθνικής στρατηγικής για τις εξαγωγές και ενίσχυση των υποστηρικτικών υπηρεσιών – εμπορικοί ακόλουθοι – σύνδεσμοι και επιμελητήρια περιλαμβάνονται μεταξύ των προτάσεων προς την πολιτεία, στις οποίες καταλήγει η έρευνα με στόχο να δοθεί ώθηση στις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας.

Για τις ίδιες τις επιχειρήσεις προτείνεται, μεταξύ άλλων: μεγέθυνση και επίτευξη οικονομιών κλίμακας, επιλογή της κατάλληλης στρατηγικής, συνεργασίες και συμμετοχή στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, απομάκρυνση από το οικογενειακό μοντέλο διοίκησης, προσαρμογή στις ανάγκες της κάθε αγοράς και διείσδυση σε νέες.