Μελέτη: H αυξανόμενη κατανάλωση κρέατος συσχετίζεται με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες

Λεπτομερή δεδομένα από το 2000 έως το 2019, με σκοπό να καταγράψει ποιες χώρες αυξάνουν και ποιες μειώνουν την κατανάλωση κρέατος, αξιοποίησε πρόσφατη μελέτη από την Αυστραλία, η οποία δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Animals.

Τα αποτελέσματά της αποκαλύπτουν ότι πολλές χώρες ίσως έχουν ήδη φτάσει στη μέγιστη δυνατή κατανάλωση κρέατος και, άρα, δεν υπάρχουν περιθώρια αύξησης. Ωστόσο, υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις συνεχιζόμενης ανοδικής τάσης σε πολλά από τα οικονομικά αναπτυσσόμενα κράτη.

Συγκεντρώνοντας στοιχεία από 35 χώρες, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν το παραπάνω συμπέρασμα όταν αποπειράθηκαν να συσχετίσουν το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) με την κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος.

Εκεί εντόπισαν μια άμεση σχέση μεταξύ της αυξανόμενης κατανάλωσης και του αυξανόμενου πλούτου στις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά καμία συσχέτιση στις χώρες με υψηλότερο εισόδημα.

Μεταξύ 2000 και 2019, η μελέτη διαπιστώνει ότι συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές στις καταναλωτικές τάσεις κρέατος. Ενδεικτικά, μέσα σε αυτό το διάστημα το μερίδιο του βοδινού κρέατος στην παγκόσμια κατανάλωση κρέατος συρρικνώθηκε κατά 3,9%, πέφτοντας από το 22,8% στο 18,9%.

Το 2019, τα πουλερικά παρείχαν το πιο δημοφιλές κρέας στον κόσμο (περίπου 43% επί της συνολικής κατανάλωσης), ακολουθούμενα από το χοιρινό (33%), το προαναφερθέν βοδινό και, τέλος, το αιγοπρόβειο κρέας (5%).

Στις περισσότερες από τις χώρες που εξετάσθηκαν (26 από τις 35), η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος αυξήθηκε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, με τις πιο σημαντικές αυξήσεις να παρατηρούνται στη Ρωσία, στο Βιετνάμ και στο Περού. Επιπλέον, σε χώρες της Νότιας Αμερικής με σχετικά υψηλή κατανάλωση κρέατος το 2000, παρατηρήθηκαν ετήσιες κατά κεφαλήν αυξήσεις που υπερβαίνουν το 1 κιλό.

Τέλος, μειώσεις στη συνολική κατανάλωση κρέατος παρατηρήθηκαν σε έξι χώρες, με τις πιο αξιοσημείωτες να είναι στη Νέα Ζηλανδία και στην Παραγουάη.