Μελισσοκομία: Ανοίγει ο δρόμος για την οριστική αντιμετώπιση της βαρροϊκής ακαρίασης

Σε άνθηση τα τελευταία χρόνια ο ευρωπαϊκός κλάδος χωρίς όμως να καλύπτεται η εσωτερική ζήτηση

Ορισμένες μέλισσες είναι σε θέση να αναπτύξουν άμυνες και να επιβιώσουν μετά τη μόλυνση από το παρασιτικό άκαρι βαρρόα (Varroa destructor), σύμφωνα με τα αποτελέσματα πιλοτικής μελέτης που δημοσίευσε η Κομισιόν με τίτλο «Αναδιάρθρωση της αλυσίδας των μελισσών, του προγράμματος αναπαραγωγής και επιλογής αντοχής στη βαρροϊκή ακαρίαση».

Το πόρισμα της χρηματοδοτούμενης από την ΕΕ έρευνας ανοίγει τον δρόμο για τους μελισσοκόμους, ώστε να αναπαράγουν μέλισσες ανθεκτικές στη σοβαρή αυτή ασθένεια που ταλανίζει, μεταξύ άλλων, και την ελληνική μελισσοκομία.

Εδώ και αρκετά χρόνια, οι πληθυσμοί των μελισσών υφίστανται τεράστιες πιέσεις, λόγω της εντατικοποίησης των αγροτικών πρακτικών, καθώς και της κλιματικής αλλαγής, ανοίγοντας το έδαφος για νέες ασθένειες που πλήττουν τα μελίσσια. Μεταξύ αυτών βρίσκεται το παρασιτικό άκαρι βαρρόα, το οποίο προκαλεί στις μέλισσες βαρροϊκή ακαρίαση.

Πρόκειται για μια σοβαρή ασθένεια που μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό των περισσότερων μολυσμένων αποικιών μέσα σε λίγους μήνες, εφόσον δεν υπάρξει θεραπεία από τους μελισσοκόμους. Από την άφιξή του στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το άκαρι βαρρόα μολύνει τις περισσότερες αποικίες και αντιπροσωπεύει την πιο μεγάλη απειλή παθογόνου για τις μέλισσες και τη μελισσοκομική βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2018 και 2021 και διεξήχθη από την EurBeST, μια κοινοπραξία επιστημόνων, μελισσοκόμων, ενώσεων εκτροφέων και εμπειρογνωμόνων μελισσοκομίας από 11 χώρες της ΕΕ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μελέτη που έχει διενεργηθεί ποτέ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξερευνώντας μονοπάτια για την αύξηση της αντοχής των εμπορικά διαθέσιμων μελισσών στο παράσιτο βαρροϊκή ακαρίαση, μέσω επιλεκτικής αναπαραγωγής.

Όπως διαπιστώνει η κοινοπραξία, η μέθοδος είναι μεν λειτουργική, αλλά και αρκετά δαπανηρή. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιτυχία των προγραμμάτων αναπαραγωγής θα εξαρτηθεί από τη διάστασή τους και τη συνεπή ανάπτυξή τους για αρκετά χρόνια, καθώς και από το επίπεδο της παρεχόμενης χρηματοδότησης.

Ο μελισσοκομικός τομέας της ΕΕ

Όπως έδειξε η μελέτη, ο αριθμός των κυψελών στην ΕΕ αυξάνεται συνεχώς. Το 2020 υπήρχαν περίπου 19 εκατομμύρια κυψέλες (από 16,4 το 2017), τις οποίες διαχειρίζονταν 615.000 μελισσοκόμοι. Η ΕΕ παράγει περίπου 275.000 τόνους μελιού, κάτι που την καθιστά τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό μελιού παγκοσμίως μετά την Κίνα (500.000 τόνοι). Η ευρωπαϊκή παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 15% την τελευταία πενταετία, ωστόσο η ΕΕ εξακολουθεί να μην παράγει αρκετό μέλι για να καλύψει τη δική της κατανάλωση. Το ποσοστό αυτάρκειας κυμαίνεται στο 60%.

Μαζί με τις Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ρουμανία, η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τους μεγαλύτερους αριθμούς δραστηριοποιούμενων σε εργασίες αναπαραγωγής, σύμφωνα με την ομάδα EurBeST. Όπως διαπιστώθηκε, η παραγωγή και το εμπόριο βασιλισσών είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλη την ΕΕ, ενώ η παραγωγή περιορίζεται σε λιγότερες χώρες, οι οποίες βρίσκονται κυρίως στη Νότια Ευρώπη.

Πιο αναλυτικά:

✱ Οι χώρες με την υψηλότερη παραγωγή βασιλισσών είναι η Ιταλία, η Πολωνία και η Γαλλία.

✱ Οι χώρες με την υψηλότερη παραγωγή σμηνών είναι η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία.

✱ Οι χώρες με αξιοσημείωτη παραγωγή συσκευασμένων ομάδων μελισσών είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία.