Μετακινούμενη κτηνοτροφία: Οι χαμηλές θερμοκρασίες κρατούν τους κτηνοτρόφους στα χειμαδιά

Το πράσινο φως από τις καιρικές συνθήκες περιμένουν οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι για να μεταφερθούν στις ορεινές περιοχές και να ταΐσουν τα κοπάδια τους. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια και αποτελεί μία εναλλακτική λύση για τους κτηνοτρόφους, στην εξεύρεση ζωοτροφών χαμηλού κόστους και υψηλής διατροφικής αξίας για τα ζώα. Παλαιότερα, η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και απαιτούνταν πολλές ημέρες, ώστε να φτάσουν στον προορισμό τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η μετάβαση αυτή γίνεται με φορτηγά και μέσα σε λίγες ώρες φτάνουν στον τόπο διαμονής που έχουν προγραμματίσει για τους επόμενους περίπου έξι μήνες, όπου θα βόσκουν τα κοπάδια τους. Υπάρχουν όμως κτηνοτρόφοι που μετακινούν τα κοπάδια τους χωρίς αυτοκίνητα, διατηρώντας αναλλοίωτη την παράδοση των προγόνων τους. Η διαδικασία αυτή έχει ενταχθεί στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά και έχει αναγνωριστεί από την UNESCO. Η αναγνώριση αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια των κτηνοτρόφων, το οποίο όμως δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε.

Ζήτημα βιωσιμότητας

Ο Αργύρης Μπαϊρακτάρης από τα 13 του χρόνια ασχολείται με τη μετακινούμενη κτηνοτροφία, όπως την έμαθε από τους γονείς του. Σήμερα, σε ηλικία 47 χρόνων, έχοντας πλούσια εμπειρία, προβληματίζεται για το μέλλον όχι μόνο της παραδοσιακής μετακινούμενης κτηνοτροφίας, αλλά γενικότερα του κλάδου. «Αυτό που εισπράττουμε στον τομέα της κτηνοτροφίας είναι η συρρίκνωση του παραδοσιακού μοντέλου βόσκησης των κοπαδιών και από την άλλη πλευρά την ενίσχυση της σταβλισμένης κτηνοτροφίας.

Πρακτικά, όμως, η μεγάλη μείωση των κοπαδιών έχει και αλυσιδωτές συνέπειες όχι μόνο στην παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά και στις αλλαγές στο περιβάλλον», εκτιμά ο ίδιος . Μας εξηγεί ότι από τους 84 μετακινούμενους κτηνοτρόφους που πήγαιναν κάθε χρόνο στον Αυγερινό Κοζάνης, πλέον έχουν μείνει μόνο 32 και οι περισσότεροι είναι σε ηλικία συνταξιοδότησης. «Η κατάσταση δεν έχει πισωγυρίσματα, διότι, αν φύγουν και οι εναπομείναντες, η κτηνοτροφία με τον τρόπο που γνωρίζουμε θα τελειώσει».

Απουσία κοπαδιών, αύξηση πυρκαγιών

Λόγω της μειωμένης παρουσίας αιγοπροβάτων σε πολλές περιοχές της χώρας, παρατηρείται το φαινόμενο της υπερβλάστησης, αλλοιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη βιοποικιλότητα. «Λόγω της απουσίας των αιγοπροβάτων έχουν κυριαρχήσει διάφορα είδη φυτών, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η πλούσια χλωρίδα. Η απουσία των κοπαδιών συνέβαλε σημαντικά στην αύξηση των πυρκαγιών, όπου την τελευταία δεκαετία έχουν ξεπεράσει το 40% στη Δυτική Μακεδονία, σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας», αναφέρει εμφανώς στεναχωρημένος για την κατάσταση αυτή.

Ζητήσαμε από τον κ. Μπαϊρακτάρη να μας εξηγήσει αν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στον τομέα της παραδοσιακής κτηνοτροφίας, που να δίνουν τη δυνατότητα της παραμονής στο επάγγελμα. «Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την παραγωγή μας δείχνει ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Μόνος του ο κάθε κτηνοτρόφος δεν μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματά του. Απαιτείται η ενίσχυση των συλλογικοτήτων και σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να παίξει η νέα γενιά των κτηνοτρόφων. Οι λίγοι εναπομείναντες καταλαβαίνουν και κατανοούν καλύτερα από τους παλαιότερους, τα νέα δεδομένα, αλλά και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και μπορούν να τα αξιοποιήσουν προς όφελος όλων», τονίζει.

Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις του, αναφέρθηκε στο μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης των εργατικών χεριών. Υποστήριξε ότι αποτελεί σημαντικό πλήγμα για τους κτηνοτρόφους, διότι τα κοπάδια δεν μπορούν να ελεγχθούν μόνο με τα μέλη της οικογένειας ή από τον ίδιο τον κτηνοτρόφο. «Πολλοί από μας ασχολούνται και με τη γεωργία, για να καλύψουμε τις ανάγκες των ζώων σε ζωοτροφές, οπότε εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να είμαστε και στο χωράφι και στον στάβλο», καταλήγει.

Εναλλακτική λύση η βιολογική κτηνοτροφία

Σε αναμονή βρίσκεται και ο Λευτέρης Μουτζίλας, κτηνοτρόφος από το Συκούριο Λάρισας. Κάθε χρόνο μετακινεί τα κοπάδια του στο Περιβόλι Γρεβενών, όπου τα κρατάει μέχρι και τα μέσα Νοεμβρίου. Αξιοποιώντας αυτές τις πρακτικές της μετακινούμενης κτηνοτροφίας σε περιοχές με μηδενικούς ρύπους, έχει εντάξει το κοπάδι του στη βιολογική κτηνοτροφία. «Ο τρόπος διαχείρισης του κοπαδιού μου διαφοροποιείται από ένα συμβατικό μοντέλο παραγωγής γάλακτος και κρέατος. Το γεγονός ότι βόσκω το κοπάδι μου σε περιοχές με αυτοφυή βλάστηση καλύπτει σε ένα μεγάλο ποσοστό τις ανάγκες τους σε τροφή. Η πρακτική αυτή μού δίνει τη δυνατότητα να παράγω ένα προϊόν υψηλής ποιότητας και παράλληλα να μειώνω το κόστος παραγωγής», υποστηρίζει ο ίδιος.

Τα περίπου 1.000 αιγοπρόβατα που διαχειρίζεται απαιτούν σημαντική προσπάθεια από τον ίδιο, αλλά και από τους δύο εργαζόμενους που απασχολεί. Χρησιμοποιεί αυτοκινούμενο αμελκτήριο για το άρμεγμα των ζώων και την καλύτερη διαχείριση του προϊόντος που παράγει. Κλείνοντας, επισημαίνει τους μεγάλους κινδύνους από τους λύκους, με απώλειες που κάθε χρόνο κυμαίνονται από 30 έως 40 ζώα και χαριτολογώντας αναφέρει ότι «με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουμε και στην προστασία της πανίδας του τόπου μας».