Μεταρρύθμιση ή μετάθεση ευθυνών η ενσωμάτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ;

Στραμμένα στον ΟΠΕΚΕΠΕ παραμένουν τα φώτα της δημοσιότητας από τις 19 Μαΐου, όταν και έγινε γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ερευνά δεκάδες καταγγελίες για απάτες σχετιζόμενες με αγροτικές επιδοτήσεις στην Ελλάδα.
Ωστόσο, πέραν των ερευνών της Εισαγγελίας και των πιθανών επικείμενων κατηγοριών κακοδιαχείρισης των ενισχύσεων, αποκαλύπτεται μια βαθύτερη και διαχρονική παθογένεια: Ο ΟΠΕΚΕΠΕ καλείται να διαχειριστεί και να ελέγξει ένα τεράστιο σύστημα ευρωπαϊκών ενισχύσεων –άνω των 3 δισ. ευρώ ετησίως– χωρίς να διαθέτει θεμελιώδη εργαλεία που απαιτούνται για αποτελεσματικό έλεγχο και που αποτελούν εδώ και χρόνια κοινή πρακτική σε όλη την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα, και ενώ μερίδα του Τύπου εκτοξεύει άκοπα ευφάνταστα «δημοσιογραφικά» πυροτεχνήματα αναφορικά με τη λειτουργία του Οργανισμού για τη δημιουργία εντυπώσεων, η κυβέρνηση παρουσίασε την Τετάρτη 28 Μαΐου το σχέδιο ενσωμάτωσης του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ ως μια κίνηση εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης της διαφάνειας στη διαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων, με τον πρωθυπουργό να αναφέρει για το θέμα: «Όταν ένας γόρδιος δεσμός δεν λύνεται, τότε πρέπει να κόβεται». Πρόσθεσε, δε, ότι «στο όνομα των διαχρονικών ευθυνών όλου του πολιτικού κόσμου, η κυβέρνηση αποφάσισε να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και τη διαφάνεια στις αγροτικές ενισχύσεις».
Και ενώ οι εξελίξεις τρέχουν, οι ψυχραιμότερες φωνές του αγροτικού χώρου διερωτώνται: Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η μεταφορά των λειτουργιών του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ θα επιλύσει τις βαθύτερες παθογένειες για τις οποίες ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία; Ας μην ξεχνάμε ότι η έλλειψη διαλειτουργικότητας μεταξύ Κτηματολογίου και άλλων κρίσιμων μητρώων δεν αφορούν αποκλειστικά τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά το συνολικό πλαίσιο διαχείρισης δημόσιων δεδομένων στην Ελλάδα και, αν μη τι άλλο, χωρίς ριζικές αναβαθμίσεις και συντονισμό μεταξύ φορέων, τα προβλήματα είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι δεν θα εκλείψουν.
Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι παρότι η ΑΑΔΕ έχει σημειώσει επιτυχίες στον φοροεισπρακτικό τομέα, δεν διαθέτει ειδική εμπειρία στη διαχείριση αγροτικών ενισχύσεων, με τις πολύπλοκες ιδιαιτερότητές τους.
Οι ελλείψεις
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή και παρακάμπτοντας την έντονη παραφιλολογία των τελευταίων ημερών, η οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων εκτείνεται σε σενάρια με λιγότερη ή περισσότερη αξιοπιστία, αναδεικνύονται σημαντικές ελλείψεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Αν διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά πίσω από τις γραμμές, αυτό που προκύπτει είναι ότι η χώρα μας εξακολουθεί να υπολείπεται σε κρίσιμες εθνικές υποδομές που αποτελούν τον κορμό της αγροτικής και κτηνοτροφικής εποπτείας σε κάθε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Το Κτηματολόγιο, το Δασολόγιο, τα Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης και οι Κτηνιατρικές Βάσεις Δεδομένων είτε παραμένουν ημιτελή είτε λειτουργούν αποσπασματικά, χωρίς διαλειτουργικότητες.
Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εφαρμογή αποτελεσματικών διασταυρωτικών ελέγχων – δηλαδή την αντιπαραβολή των δηλωμένων στοιχείων από τους δικαιούχους των επιδοτήσεων με τις πραγματικές χρήσεις γης και το ζωικό κεφάλαιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πέρυσι επιτεύχθηκε η σύνδεση της βάσης δεδομένων ακινήτων της ΑΑΔΕ με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ώστε να διασταυρώνονται οι ΑΤΑΚ (Αριθμοί Ταυτότητας Ακινήτου) των αγροτεμαχίων.
Κτηματολόγιο
Το Εθνικό Κτηματολόγιο –το βασικό εργαλείο για την οριοθέτηση γης και την απόδοσή της σε συγκεκριμένους διαχειριστές– εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. Αν και η κτηματογράφηση έχει προχωρήσει σε μεγάλο μέρος της χώρας, παραμένουν εκτός σημαντικές περιοχές, κυρίως νησιωτικές. Τα δεδομένα είναι κατακερματισμένα και συχνά ασύμβατα μεταξύ τους, καθώς βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια (ανάρτηση, προανάρτηση, οριστικοποίηση), ενώ δεν υπάρχει λειτουργικό, δυναμικό και ενημερωμένο Κτηματολόγιο.
Για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αυτό σημαίνει πως η ταυτοποίηση του πραγματικού διαχειριστή της γης που δηλώνεται για επιδότηση είναι δύσκολη και χρονοβόρα και απαιτεί τεράστιο διοικητικό κόστος, το οποίο ο Οργανισμός δεν φαίνεται να μπορεί να σηκώσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι συχνά δικαιούχοι εμφανίζονται να δηλώνουν δημόσιες ή δασικές εκτάσεις με αμφιλεγόμενο νομικό υπόβαθρο ή και ψευδώς, λαμβάνοντας έτσι ενισχύσεις που δεν δικαιούνται.
Δασολόγιο
Αντίστοιχα, το Δασολόγιο –απαραίτητο για τον διαχωρισμό των δασικών εκτάσεων από τους βοσκότοπους και τη γεωργική γη– παραμένει σε μερικώς λειτουργική μορφή. Παρά την ολοκλήρωση των δασικών χαρτών σε μεγάλο ποσοστό, εκκρεμούν ενστάσεις, αποχαρακτηρισμοί και νομικές διεκδικήσεις που καθυστερούν τη μετατροπή του σε ένα ενιαίο, δυναμικό και λειτουργικό σύστημα. Επιπλέον, η έλλειψη διασύνδεσης με το Κτηματολόγιο σημαίνει πως δεν υπάρχει κοινή και πλήρης εικόνα για τις πραγματικές χρήσεις γης.
Η απουσία αυτή ανοίγει «παράθυρα» καταστρατήγησης: Χωρίς σαφές όριο μεταξύ δασικής και γεωργικής ή κτηνοτροφικής γης, γίνεται δυσχερέστατος ο ουσιαστικός έλεγχος της επιλεξιμότητας των εκτάσεων για επιδότηση.
Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης
Τα Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης (ΔΣΒ), παρότι προβλέπονται από τον νόμο 4351/2015, παραμένουν ουσιαστικά εδώ και δέκα χρόνια στο στάδιο μηδέν. Όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κώστας Τσιάρας, θα χρειαστούν τουλάχιστον 18 μήνες για την ολοκλήρωσή τους, καθώς οι περιφέρειες –αρμόδιες για την εκπόνησή τους– δεν ανταποκρίθηκαν, καθεμία για τους δικούς της λόγους.
Το ίδιο είχε συμβεί και τη διετία 2018-2019 σε αντίστοιχη πρόσκληση της τότε κυβέρνησης προς τις περιφέρειες. Θετικό γεγονός είναι πάντως ότι ο κ. Τσιάρας ξεμπλόκαρε μετά από τρία έτη το έργο της δημιουργίας της σχετικής πληροφοριακής υποδομής, η ολοκλήρωση του οποίου προφανώς αποτελεί προϋπόθεση για τη λειτουργία του συστήματος των Διαχειριστικών Σχεδίων.
Η απουσία αυτών των σχεδίων στερεί από τον ΟΠΕΚΕΠΕ τη δυνατότητα να ελέγξει αν η χρήση των βοσκήσιμων εκτάσεων είναι συμβατή με την κτηνοτροφική δραστηριότητα που δηλώνεται. Χωρίς αυτά, άλλωστε, δεν τεκμηριώνονται η αειφορία και η νομιμότητα της χρήσης γης για βόσκηση.
Κτηνιατρικές Βάσεις Δεδομένων
Τα Μητρώα Ζωικού Κεφαλαίου, δηλαδή οι Κτηνιατρικές Βάσεις Δεδομένων, βρίσκονται επίσης σε εμβρυακό στάδιο. Αν και υπάρχουν επιμέρους ψηφιακές δομές τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, αυτές ούτε επικαιροποιούνται επαρκώς ούτε επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην υπάρχει σαφής εικόνα για το πόσα ζώα υπάρχουν, τι είδος είναι και πού ακριβώς βρίσκονται.
Αυτή η πληροφοριακή ασάφεια καθιστά πρακτικά αδύνατο τον έλεγχο της σχέσης μεταξύ δηλωμένων ζώων και των αντίστοιχων εκτάσεων βόσκησης, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για εικονικές δηλώσεις και αδικαιολόγητες επιδοτήσεις.
Έλεγχοι με «δεμένα χέρια»
Σε πρόσφατη ανακοίνωση των εργαζομένων του ΟΠΕΚΕΠΕ, επισημαίνεται πως καλούνται να ασκήσουν ελεγκτικό έργο χωρίς βασικά εργαλεία, ενώ η χαρτογράφηση των χρήσεων γης –προϋπόθεση για τον εντοπισμό της πραγματικής αγροτικής δραστηριότητας– είναι ανεπαρκής, κατακερματισμένη και μη διαλειτουργική. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «ο ΟΠΕΚΕΠΕ προσπαθεί να πατάξει την απάτη, αλλά το κάνει με δεμένα χέρια». Η αδυναμία αυτή δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα. Είναι αποτέλεσμα δεκαετιών πολιτικής αδράνειας και υποτίμησης της ανάγκης για σύγχρονα εργαλεία ελέγχου.
Ευκαιρία για επανεκκίνηση
Η εξαγγελία της κυβέρνησης για ολοκλήρωση των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης εντός 18 μηνών αποτελεί ένα θετικό βήμα – αν, φυσικά, υλοποιηθεί εντός χρονοδιαγράμματος. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο. Χρειάζεται μια συνολική επανεκκίνηση του τρόπου με τον οποίο το κράτος παρακολουθεί και εποπτεύει τη χρήση της γης και την κατανομή των ευρωπαϊκών αγροτικών πόρων.
Οι λειτουργικές αδυναμίες του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν μπορεί να υποτιμούνται, όπως βέβαια και οι πιθανές ευθύνες κάποιων διοικητικών ή/και υπηρεσιακών στελεχών του, όμως συνολικά ο Οργανισμός δεν μπορεί να αποτελέσει τον αποδιοπομπαίο τράγο, μεταθέτοντας τις πολλές και σημαντικές πολιτικές ευθύνες σε αυτόν. Αντίθετα, η τρέχουσα κρίση πρέπει να γίνει εφαλτήριο διαφάνειας και της δικαιοσύνης στο αγροτικό σύστημα επιδοτήσεων. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται επιτέλους να λειτουργήσουν βασικές υποδομές που θεωρούνται αυτονόητες για κάθε ευρωπαϊκό κράτος.