Με μέτριες αποδόσεις έκλεισε η φετινή συλλογή του μελιού

Με την ολοκλήρωση του τρύγου του μελιού έκλεισε η φετινή περίοδος. Η χρονιά δεν δείχνει να έχει σημαντικές διαφορές σε σύγκριση με την περσινή, τουλάχιστον σε θέματα αποδόσεων, ενώ οι μελισσοκόμοι εστιάζουν περισσότερο σε ζητήματα που αφορούν το κόστος παραγωγής και τις τιμές, οι οποίες δεν σηκώνουν κεφάλι και οριακά δείχνουν να παραμένουν στα ίδια επίπεδα.

Ουσιαστικά, ο χειμώνας ακόμα δεν έχει έρθει, δίνοντας λίγο παραπάνω χρόνο στους μελισσοκόμους να προετοιμαστούν για το ξεχειμώνιασμα και την προφύλαξη των μελισσοσμηνών από τις χαμηλές θερμοκρασίες, μεταφέροντας τις κυψέλες σε περιοχές με ηπιότερο κλίμα.

Η Χριστίνα Ζαγαριώτη, πρόεδρος των μελισσοκόμων Φθιώτιδας, κάνει λόγο για μία μέτρια χρόνια. Αποδίδει αυτή την εκτίμηση στις χαμηλές αποδόσεις από τη βελανιδιά, στη μέτρια συλλογή ανθόμελου, όμως εξαιρεί τον έλατο από τις περιοχές Ευρυτανίας και Φωκίδας. Η ίδια έχει επιλέξει τη μετακίνηση των κυψελών από τη Λαμία, όπου είναι η έδρα της, στην Αργολίδα, διότι οι θερμοκρασίες είναι καλύτερες για τα σμήνη της, ενώ, παράλληλα, με την έναρξη της ανθοφορίας, μπορεί να κερδίσει από τα φυτά που ευδοκιμούν στην περιοχή.

Κάνοντας έναν μικρό απολογισμό για τη χρονιά που κλείνει, η μελισσοκόμος εστιάζει περισσότερο στο μείζον ζήτημα των σταθερών τιμών, σε σχέση με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής.

«Η αύξηση στις τιμές παραγωγού είναι σχεδόν οριακή, με σημαντικά αυξημένο το κόστος παραγωγής. Προσπαθούμε μέσω του συλλόγου μας να αναδείξουμε την τοπική ταυτότητα του προϊόντος που παράγουμε, ώστε να πάρουμε προστιθέμενη αξία από το προϊόν μας», καταλήγει η ίδια.

Διπλάσια η τιμή της ζάχαρης

Πάνω στο ήδη δυσβάσταχτο κόστος μετακίνησης για τους μελισσοκόμους, έρχονται τώρα να προστεθούν οι αυξήσεις στην τιμή της ζάχαρης, η οποία έχει ανέβει το τελευταίο διάστημα κατακόρυφα, ξεπερνώντας ακόμα και το 100% σε σύγκριση με πέρυσι.

Ο Άγγελος Βίλλας, μελισσοκόμος από την Αμάρυνθο Ευβοίας, υποστηρίζει ότι από τα 60 λεπτά που αγόραζε πέρυσι τη ζάχαρη η τιμή της έχει φτάσει στο 1,5 ευρώ περίπου το κιλό. Περιγράφοντας παράλληλα το κόστος μετακίνησης, αναφέρει ότι από τα 4.000 ευρώ που πλήρωνε πέρυσι το πετρέλαιο κίνησης «φέτος ξεπέρασα τα 7.000 ευρώ και 1.100 ευρώ ήταν τα διόδια που πλήρωσα», δηλώνει ο κ. Βίλλας.

Αναφερόμενος στο θέμα των τιμών μελιού, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται το τελευταίο διάστημα, είπε ότι το πευκόμελο κινείται στα 4,30 με 4,50 ευρώ το κιλό, το ανθόμελο στα 3,20 με 3,30, ο έλατος στα 5 ευρώ, όπως επίσης και η βελανιδιά στα 5 ευρώ. «Οι τιμές είναι οριακές σε σύγκριση με τις περσινές, πρέπει όμως να επιμείνουμε στην ποιότητα του προϊόντος που παράγουμε, γιατί μέσα από αυτή θα πάρουμε τις αξίες που δικαιούμαστε».

Κλείνοντας, μίλησε για το πρόβλημα της βαρρόας, που καταστρέφει τις κυψέλες των μελισσοκόμων, με αποτέλεσμα «να έχουμε περιπτώσεις ακόμα και αφανισμού ολόκληρων μελισσοσμηνών. Για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το πρόβλημα αυτό, θα πρέπει να πάρουμε κατάλληλα μέτρα, ώστε με τη νέα μελισσοκομική περίοδο να είμαστε προετοιμασμένοι», καταλήγει.

Το πεύκο έδωσε μεγαλύτερες ποσότητες

Για μία μέτρια χρονιά κάνει λόγο και ο Νίκος Μπακανδρίτσος, μελισσοκόμος από τα Γλυκά Νερά Αττικής. Εκτιμά ότι το πεύκο τελικά έδωσε καλύτερες ποσότητες στις περισσότερες περιοχές, διαχωρίζοντας όμως τις μειωμένες αποδόσεις για τους μελισσοκόμους της Θάσου. Σε ό,τι αφορά τον έλατο, είπε ότι «και εκεί οι αποδόσεις ήταν οριακές σε σύγκριση με πέρυσι, χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις».

Μίλησε επίσης για την αναγκαιότητα των μετακινήσεων, κάτι το οποίο επηρέασε σημαντικά και το κόστος. «Υπήρχαν περιοχές όπου δεν είχαμε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με συνέπεια να μετακινούμαστε σε άλλες περιοχές, με πιο πλούσια ανθοφορία. Οι πρακτικές αυτές στοιχίζουν σημαντικά στους μελισσοκόμους, με επακόλουθο το κόστος να μετακυλίεται στο προϊόν μας».

Η βιολογική μελισσοκομία δίνει προστιθέμενη αξία

Από τη φύση της, η μελισσοκομία είναι βιολογική, το πρόβλημα όμως εστιάζεται στις περιοχές με συμβατικές καλλιέργειες, που έχουν ως αποτέλεσμα όχι μόνο στην υποβάθμιση της ποιότητας και ασφάλειας στο προϊόν, αλλά και την καταστροφή μελισσοσμηνών.

Για τον γεωπόνο Βασίλη Αηδόνη, υπεύθυνο του Μελισσοκομικού Κέντρου Στερεάς Ελλάδας, η βιολογική μελισσοκομία δεν είναι δύσκολη. «Ένα μεγάλο ποσοστό των μελισσοκόμων προσεγγίζει σημαντικά τα στάνταρ που θέτει η βιολογική γεωργία», υποστηρίζει ο ίδιος και συνεχίζει: «Η διαδικασία αυτή απαιτεί πιστοποίηση και πρέπει οι μελισσοκόμοι να εφαρμόζουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, μετά από τη διαδικασία της επικύρωσης. Τα οφέλη που προκύπτουν είναι σημαντικά, διότι δίνουν προστιθέμενη αξία στο παραγόμενο προϊόν και εξάγονται ευκολότερα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το μέλι μας έχει και σημαντική ζήτηση», καταλήγει.