Microsoft, IBM, Google και Amazon κατηγορούνται ότι επιστρατεύουν την αγροτεχνολογία ως τέχνασμα για «πράσινο ξέπλυμα»

Η επιρροή της διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογικής βιομηχανίας στην περιβαλλοντική διακυβέρνηση έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Τεχνολογικοί γίγαντες, όπως η Microsoft, η IBM, η Google και η Amazon, καθώς και φιλανθρωπικά ιδρύματα με πακτωλό κεφαλαίων, όπως το Bezos Earth Fund του γνωστού δισεκατομμυριούχου Τζεφ Μπέζος, έχουν επενδύσει σημαντικά σε ψηφιακές τεχνολογίες για την αντιμετώπιση παγκόσμιων περιβαλλοντικών ζητημάτων, όπως η προστασία της βιοποικιλότητας.

Ωστόσο, αρκετοί επικριτές προειδοποιούν ότι πολλές από αυτές τις λύσεις τεχνοκεντρικής προσέγγισης είναι απλώς εταιρική στάχτη στα μάτια, με άλλα λόγια «greenwashing» ή «πράσινο ξέπλυμα», υποδηλώνοντας πρακτικές παραπλάνησης του κοινού εκ μέρους των εν λόγω κολοσσών, οι οποίοι θέλουν να παρουσιάζονται ως φιλικοί και ενεργά ευαισθητοποιημένοι προς το περιβάλλον.

Το οξύμωρο είναι ότι, στην πραγματικότητα, πολλές από τις πρωτοβουλίες τους εντείνουν την απώλεια βιοποικιλότητας και την κλιματική αλλαγή. «Ενώ η Microsoft, η Amazon και η Google διαλαλούν τη χρήση των τεχνολογιών τους για περιβαλλοντικό όφελος, συνεχίζουν να πωλούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και τεχνητής νοημοσύνης σε πετρελαϊκές εταιρείες σε όλο τον κόσμο», γράφουν οι James Stinson και Lee Mcloughlin σε άρθρο, που αναρτήθηκε στον γνωστό ιστότοπο The Conversation.

Για παράδειγμα, το πρόγραμμα ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων «AI for Earth», με το οποίο η Microsoft στοχεύει να «αναμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε, μοντελοποιούμε και, τελικά, διαχειριζόμαστε τους φυσικούς πόρους της Γης μέσω επιχορηγήσεων, τεχνολογίας και πρόσβασης σε δεδομένα», παραπέμπει σε «greenwashing» της εταιρικής φήμης της, ενώ το cloud computing και τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης του προωθούνται για να βοηθήσουν τις πετρελαϊκές εταιρείες να εξάγουν και να διανέμουν καλύτερα το προϊόν τους, σύμφωνα με έρευνες που επικαλούνται οι αρθρογράφοι του The Conversation. Επιπλέον, «τα τεράστια κέντρα δεδομένων της Microsoft χρησιμοποιούν σημαντικές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, μεγάλο μέρος της οποίας προέρχεται από ορυκτά καύσιμα».

Παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν διατυπωθεί για την Amazon και τα περιβαλλοντικά της προγράμματα. «Ενώ η Amazon Web Services διατυμπανίζει την υποστήριξή της στις δράσεις για τη διατήρηση και το κλίμα, η εταιρεία συνεχίζει να προωθεί τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, προσφέροντας υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου», επισημαίνουν οι αρθρογράφοι.

Από τα πυρά δεν ξέφυγε ούτε το Forest Data Partnership, μια φιλόδοξη πρωτοβουλία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), του Ινστιτούτου Παγκόσμιων Πόρων (WRI) και της Υπηρεσίας Διεθνούς Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID), το οποίο θεωρητικά αποσκοπεί στη μείωση της αποψίλωσης των δασών και στην αποκατάσταση των δασικών τοπίων.

Σε μια πρόσφατη κριτική, η περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace υποστήριξε ότι η σύμπραξη δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να δίνει το «πράσινο φως για επιπλέον οκτώ χρόνια καταστροφής των δασών, με ελάχιστο σεβασμό στα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών και των τοπικών κοινοτήτων». Ακόμη, κατήγγειλε ότι αυτό επιτρέπει στους ρυπαίνοντες να διαιωνίσουν την υπάρχουσα κατάσταση μέσω της λεγόμενης «απάτης άνθρακα» στο εμπόριο ρύπων, «αντί να προωθούν την πραγματική δράση για το κλίμα».

Αγροτεχνολογία για ένα δίκαιο και βιώσιμο μέλλον

Αποτελώντας μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι αυτόχθονες λαοί διαχειρίζονται το 36% των εναπομεινάντων ανέπαφων δασών και το 80% της παγκόσμιας βιοποικιλότητας.

«Οι ψηφιακές τεχνολογίες, ωστόσο, συχνά περιθωριοποιούν τις τοπικές και τις αυτόχθονες κοινότητες, υποστηρίζοντας μια στροφή προς πιο καταναγκαστικές και πειθαρχημένες προσεγγίσεις, όσον αφορά τη διατήρηση του περιβάλλοντος, οι οποίες καθιστούν τις ντόπιες κοινότητες ως στόχους επιτήρησης και αστυνόμευσης», τονίζουν οι αρθρογράφοι.

Εάν, όμως, χρησιμοποιηθούν σωστά, οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι ίσως εκείνες που μπορούν να υποστηρίξουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος υπό την αιγίδα των ιθαγενών κοινοτήτων.

«Τα ψηφιακά εργαλεία δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση του κατεστημένου μέσω της εξασφάλισης πιστώσεων άνθρακα και της διόγκωσης των εταιρικών κερδών. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναπτυχθούν από κοινού με ηθικό τρόπο και να χρησιμοποιηθούν μαζί με τους αυτόχθονες πληθυσμούς και τους υπερασπιστές της γης, ώστε να προασπίζουν τα δικαιώματά τους και τον έλεγχό τους πάνω στα περιβάλλοντα που καλλιεργούν, φροντίζουν και προστατεύουν», κλείνει το άρθρο του The Conversation.