Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για τον Τραμπ η συμφωνία με Κίνα

Αν και φαντάζει δύσκολο πλέον το Πεκίνο να τηρήσει τις δεσμεύσεις του, ενδεχόμενη εγκατάλειψή της θα κόστιζε πολύ περισσότερα στον Αμερικανό πρόεδρο

Στις 15 Ιανουαρίου, ένας ελαφρώς σκυθρωπός, ως συνήθως, Ντόναλντ Τραμπ υπέγραφε μαζί με τον Κινέζο αντιπρόεδρο, Λίου Χε, στον Λευκό Οίκο, μια συμφωνία που ισοδυναμούσε με κατάπαυση πυρός σε μια εμπορική διαμάχη που επί μία διετία σχεδόν ταλάνισε την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές εμπορευμάτων, αγροτικών και μη.

Η περίφημη «συμφωνία πρώτης φάσης», όπως ονομάστηκε, έγινε δεκτή με ανακούφιση από την αγορά, ωστόσο δεν ήταν λίγοι αυτοί που από την πρώτη στιγμή δήλωναν επιφυλακτικοί, επισημαίνοντας τις ουκ ολίγες ασάφειες και τα θολά της σημεία. Μεταξύ άλλων, το ντηλ προέβλεπε τη δέσμευση εκ μέρους του Πεκίνου να αγοράσει μέσα στην επόμενη διετία αμερικανικά προϊόντα αξίας επιπλέον 200 δισ. δολαρίων, νούμερο που αρκετοί αναλυτές έσπευσαν να χαρακτηρίσουν υπερφιλόδοξο.

Από αυτά, τα 32 δισ. δολάρια αφορούσαν αγροτικά προϊόντα, κατά κύριο λόγο σόγια, βαμβάκι, κρέας, σιτηρά, ακόμα και αλιεύματα. Πιο συγκεκριμένα, η Κίνα δεσμευόταν να πραγματοποιήσει αγορές αγροτικών προϊόντων που θα υπερβαίνουν κατά τουλάχιστον 12,5 δισ. δολάρια εκείνες του 2017 (χρονιά που λαμβάνεται ως έτος αναφοράς), ενώ το 2021 το νούμερο αυτό θα πρέπει να ανέβει στα 19,5 δισ. δολάρια. Πέραν αυτών, θα πρέπει να καταβάλει προσπάθειες ώστε να αυξήσει έτι περαιτέρω τις εξαγωγές κατά 5 δισ. δολάρια μέχρι το 2025.

Πέντε μήνες μετά, η συμφωνία μοιάζει να βρίσκεται σε κίνδυνο, με αφορμή την αναταραχή που έχει προκαλέσει ο κορωνοϊός. Είναι όμως έτσι; Ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, επικαλούμενα πηγές κοντά στην κινεζική κυβέρνηση, μετέδωσαν μέσα στην εβδομάδα ότι το Πεκίνο ζήτησε από τις κρατικές εταιρείες να σταματήσουν τις αγορές σόγιας και χοιρινού από τις ΗΠΑ, κίνηση που συνδέεται ευθέως με την πρόθεση της Ουάσινγκτον να διακόψει την ειδική μεταχείριση του Χονγκ Κονγκ. Ειδικότερα, ο κ. Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αφενός θα περιορίσουν την είσοδο στη χώρα σε Κινέζους πολίτες, που θεωρούνται επικίνδυνοι για την εθνική ασφάλεια, αφετέρου θα ξεκινήσουν διαδικασίες για τον τερματισμό της ειδικής εμπορικής και οικονομικής σχέσης με το Χονγκ Κονγκ, ύστερα από τον νόμο για την εθνική ασφάλεια που ψήφισε το Πεκίνο.

Η αντίδραση της Κίνας μπορεί να ερμηνευτεί ως προειδοποιητική βολή για την περίπτωση που η Ουάσινγκτον –η οποία ήδη επιρρίπτει στο Πεκίνο την ευθύνη για την πανδημία του κορωνοϊού και τις οικονομικές επιπτώσεις της– κλιμακώσει τις «εχθρικές» ενέργειες. Μέχρι στιγμής, παρόμοια εντολή δεν έχει δοθεί στις ιδιωτικές εμπορικές εταιρείες της Κίνας, ενώ η αναστολή εισαγωγών δεν έχει επεκταθεί σε άλλα αγροτικά προϊόντα.

Βεβαίως, και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ, στις ανακοινώσεις της περασμένης Παρασκευής, επέλεξε να μην κάνει ευθεία αναφορά στη συμφωνία πρώτης φάσης, ενώ απέφυγε να μιλήσει και για αυστηρές κυρώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οξύνουν τα κατά τρόπο μη αναστρέψιμο τα πνεύματα. Αυτό κάνει αρκετούς αναλυτές να εκτιμούν ότι η φαινομενικά επιθετική ρητορική του Αμερικανού προέδρου ουσιαστικά αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επικοινωνιακής τακτικής, με στόχο την επανεκλογή του.

Επιπλέον, υποβαθμίζει το γεγονός ότι, μη θίγοντας την ουσία της συμφωνίας, εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται ότι η Κίνα, λόγω των έκτακτων συνθηκών, δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις (ούτως ή άλλως μη ρεαλιστικές, κατά πολλούς) δεσμεύσεις της. Εξάλλου, ενδεχόμενη ακύρωση της συμφωνίας θα αναζωπύρωνε και τον εμπορικό πόλεμο, σε μια συγκυρία που η ανεργία στις ΗΠΑ έχει σκαρφαλώσει στα επίπεδα του 1930.