«Οι Προστάτες» (1973): Ο Μάνος Κατράκης «ζωγραφίζει» ως Κωνσταντίνος Παρθένης
Ο Παύλος Τάσιος (1942-2011) αποτέλεσε έναν εκ των πυλώνων του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου, ανοίγοντας σε αυτόν καινούργιους δρόμους με το έργο του. Αντλώντας σε πολλές περιπτώσεις έμπνευση από αληθινά πρόσωπα και γεγονότα, ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος φώτισε ψυχολογικά και κοινωνικά αδιέξοδα που οδηγούν τον άνθρωπο στα όριά του.
Σήμερα, είναι κυρίως γνωστός από την «Παραγγελιά» (1980), μια ταινία που διερεύνησε την προσωπικότητα του Νίκου Κοεμτζή και, με χαρακτήρα κοινωνικής μελέτης, περιεργάστηκε τις συνθήκες φτώχειας και αποκλεισμού κάτω από τις οποίες πραγματοποίησε το διαβόητο έγκλημά του, σκοτώνοντας τρεις ανθρώπους με αφορμή ένα ζεϊμπέκικο, στο αθηναϊκό νυχτερινό κέντρο Νεράιδα το 1973.
Τη χρονιά που λάμβανε χώρα αυτό το πρωτοφανές μακελειό, ο Τάσιος κυκλοφορούσε το κοινωνικοπολιτικό – ψυχολογικό δράμα «Οι Προστάτες» (The Protectors). Η ταινία καταπιανόταν με τα τελευταία χρόνια της ζωής ενός διάσημου ζωγράφου, τον θάνατό του και όσα επακολούθησαν αυτού: Οι συγγενείς του προσπαθούν να κλείσουν στο φρενοκομείο τη μοναδική κληρονόμο του, ώστε να καρπωθούν εκείνοι την τεράστια περιουσία του.
Το έργο ήταν εμμέσως βιογραφικό. Παρότι δεν χρησιμοποιούσε τα πραγματικά ονόματα, περιείχε σαφείς αναφορές στη ζωή του νεωτεριστή ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967). Ο τελευταίος είχε αποτελέσει έναν από τους βασικότερους ανανεωτές της ελληνικής τέχνης στην πορεία του 20ού αιώνα. Σήμερα, μνημονεύεται ως ένας από τους κορυφαίους εικαστικούς της σύγχρονης Ελλάδας.
Ποιος ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης
Με σπουδές στη Βιέννη από το 1896 έως το 1903 και παραμονή στο Παρίσι από το 1909 έως το 1911, ο Κωνσταντίνος Παρθένης ήταν ένας πραγματικός κοσμοπολίτης που, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κόμισε ένα άκρως προσωπικό ύφος, ως προέκταση της ευρωπαϊκής παράδοσης της ανανέωσης. Το 1917, μαζί με άλλους μεγάλους ζωγράφους, ίδρυσε την περίφημη Ομάδα «Τέχνη», η οποία αποκήρυξε τον συντηρητικό ακαδημαϊσμό που επικρατούσε στον τότε αθηναϊκό καλλιτεχνικό βίο.
Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια το 1923, ο Παρθένης διορίστηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας το 1929. Δεδομένων των όσων αντιπροσώπευε εκείνος και το ρεύμα του (σ.σ. η «ρήξη» του με τον ακαδημαϊκό χώρο της παλιάς γενιάς καλλιτεχνών), αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους υπόλοιπους καθηγητές, οι οποίοι ήταν οπαδοί του συντηρητικού κατεστημένου.
Τα έργα του Παρθένη απέσπασαν σημαντικές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, καθιερώνοντάς τον εν ζωή ως μεγάλο ζωγράφο. Ο ίδιος συνέχισε να διδάσκει στη Σχολή μέχρι το 1947, όταν και παραιτήθηκε, μην αντέχοντας άλλο τον συνεχή πόλεμο που δεχόταν από τους συντηρητικούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Από το 1948 και μετά, κλείστηκε στον εαυτό του και σταμάτησε να έχει ουσιαστική επαφή με τον έξω κόσμο.
Η ταινία
Η κινηματογραφική ταινία του Παύλου Τάσιου εστιάζει στην ύστερη περίοδο του διακριμένου ζωγράφου, όταν πια έχει επιστρέψει μόνιμα στη χώρα μας από το Παρίσι, διδάσκοντας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο ίδιος συνεχίζει να έρχεται σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής, καθώς επιθυμεί να προαγάγει τη δική του ανανεωτική και αδέσμευτη προσέγγιση προς την καλλιτεχνική δημιουργία, κόντρα στα αυστηρά δόγματα των καθηγητάδων που εκβίαζαν και υπέτασσαν τις νεότερες γενιές αντί να τις εμπνέουν πραγματικά.
Θα παραμείνει ανυποχώρητος απέναντι στις επιτάξεις της Σχολής –και της κοινωνίας– για πειθαρχία και αυστηρή υπακοή σε νόρμες και καλούπια, κάτι που θα σηματοδοτήσει μια ανελέητη σταυροφορία σε βάρος του. Αυτή η κατάσταση θα οδηγήσει το 1947 στην παραίτησή του από την καθηγητική έδρα, όντας αηδιασμένος από τον συντηρητισμό της Σχολής και της κοινωνίας γενικότερα.
Ο Παρθένης, τον οποίο υποδύεται με μαεστρία ο μεγάλος μας ερμηνευτής Μάνος Κατράκης («Ταξίδι στα Κύθηρα», 1984), δεν είναι πια εκείνος ο καλοντυμένος, εστέτ καλλιτέχνης που κάποτε μεσουρανούσε στις μεγάλες εκθέσεις τέχνης σε Ελλάδα και Ευρώπη. Είναι ένας καταπονημένος θνητός, με εμφανή πάνω του τα σημάδια όχι μόνο της προχωρημένης ηλικίας, αλλά κυρίως τα ψυχολογικά, τα οποία έχουν προκύψει από τη μέχρις εσχάτων πάλη κόντρα στην αρτηριοσκληρωτική κάστα των κλασικών ζωγράφων της εποχής του.
Δεχόμενος χτυπήματα από παντού και αντιμετωπιζόμενος, εξαιτίας του αντισυμβατικού του τρόπου, ως παράφρων, ο ίδιος ταμπουρώνεται στη χαρακτηριστική μοντέρνα κατοικία του, κάτω από την Ακρόπολη, στη συμβολή των οδών Ροβέρτου Γκάλι και Αρεοπαγίτου. Χτίζει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, τα παράθυρά της και απομονώνεται εντελώς από τον έξω κόσμο, περνώντας εκεί τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του.
Μαζί του, αυτοέγκλειστες κι εκείνες σε αυτή την άτυπη φυλακή, παραμένουν η γυναίκα του και η κόρη του, Σοφία (Μαργαρίτα Λαμπρινού). Όταν εκείνος πεθαίνει, η κορύφωση του μυστηρίου και των φημών γύρω από τον ίδιο γιγαντώνουν τον μύθο του, καθιστώντας τα έργα του ανάρπαστα. Έτσι, όλοι όσοι τον πολέμησαν ή τον απέρριψαν, από τους λοιπούς συγγενείς, μέχρι τους διάφορους θεσμούς και τους φορείς της εξουσίας, θα προσπαθήσουν να οικειοποιηθούν τον ίδιο και την «κληρονομιά» του.
Τελικά, η Σοφία θα χαρίσει το μεγαλύτερο μέρος των έργων του πατέρα της στην Εθνική Πινακοθήκη. Ως αντάλλαγμα, το κράτος θα της χαρίσει την ελευθερία της από το ψυχιατρείο, στο οποίο έχει βρεθεί μετά από δικαστική διαμάχη με τους επιτήδειους συγγενείς της.
Ταιριαστά μοντέρνα σκηνοθετική προσέγγιση
Επιδεικνύοντας στιβαρή σκηνοθετική άποψη, ο Τάσιος μάς εντάσσει στον περιφραγμένο κόσμο του μοναχικού καλλιτέχνη, τον οποίο το σύστημα και οι υποταγμένοι εκπρόσωποί του έχουν αποπειραθεί να παραβιάσουν, να καταπατήσουν και, κυρίως, να χειραγωγήσουν και να ελέγξουν, συμμορφώνοντάς τον με τα σταθμά της συντήρησης και του συμβιβασμού. Σε αυτούς τους «πολιορκητικούς κριούς» προστίθενται η δημοσιογραφική παραφιλολογία, οι δογματικές (παρ)ερμηνείες των «ειδικών» ψυχαναλυτών και τα παιχνίδια συμφερόντων που στήνονται γύρω από το έργο του μετά θάνατον, από συγγενείς, εμπόρους τέχνης, κέντρα εξουσίας και διάφορους παρατρεχάμενους.
Αυτές οι τακτικές διαιωνίζονται ενάντια στο πρόσωπο της μοναδικής πραγματικής συμπαραστάτριας και κληρονόμου του Παρθένη, που δεν είναι άλλη από την κόρη του, Σοφία. Μετά τον θάνατο του ζωγράφου, ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει σαν θηλιά γύρω από τον δικό της λαιμό. Μαζί με την περιουσία του πατέρα της, εκείνη κληρονομεί και την κατηγορία της τρέλας, υποχρεούμενη τελικά σε μια άλλη απομόνωση, εξαναγκαστική αυτήν τη φορά.
Η ταινία ανακατεύει ευφυέστατα την αφηγηματική τράπουλα, μπλέκοντας το παρόν (ο δικαστικός αγώνας για την κληρονομιά και ο εγκλεισμός της Σοφίας σε ψυχιατρικό ίδρυμα) με το παρελθόν (τα δύσκολα τελευταία χρόνια της ζωής του Παρθένη) για να αντιπαραβάλει τις μαρτυρικές φιγούρες του ζωγράφου και της κόρης του, που βιώνουν αμφότεροι, καθένας με τη σειρά του, τη στοχοποίηση, τα πυρά και την απομόνωση, στα οποία αντικατοπτρίζεται το θέμα του αδιεξόδου που διαρρέει τη φιλμογραφία του Τάσιου. Ο τελευταίος, για να το πετύχει, παντρεύει την ψυχοβιογραφική παράμετρο με την κοινωνικοπολιτική, αλλά και το είδος του δράματος με κάποια στοιχεία –ψυχολογικού– θρίλερ.
Από τη δική του μεριά, ο Κατράκης καταθέτει το πείσμα και το πάθος του οραματιστή δημιουργού, αλλά και τις επιπτώσεις του μακραίωνου και ψυχικά αφαιμακτικού αγώνα του για ελευθερία της έμπνευσης και της καλλιτεχνικής έκφρασης. Παρά τις στιγμές απόγνωσης και ψυχικής κατάρρευσης, ο ήρωάς του έχει το σθένος να ανασυντάσσεται και να αναζητά τη γαλήνη στην τέχνη του, όπως και στην επικοινωνία με τον τελευταίο άνθρωπο που συνεχίζει να αποτελεί στήριγμα για εκείνον.
Από το σκοτάδι στο φως
Στην εναρκτήρια σεκάνς, οι πίνακες του Παρθένη αναδύονται ένας ένας, μέσα από το σκοτάδι, σαν μια μικρή εισαγωγική ξενάγηση στο έργο του. Τελικά, αυτό το αναβόσβημα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τα φλας των φωτογραφικών μηχανών των ρεπόρτερ, που έχουν εισβάλει σπίτι του, παραβιάζοντας –επιτέλους για εκείνους– το άβατό του.
Εκείνος έχει μόλις αφήσει την τελευταία του πνοή και, μαζί με την αστυνομία και τους δημοσιογράφους που έχουν σπεύσει στον χώρο, ο φακός έχει αδράξει κι αυτός την ευκαιρία να εισβάλει για πρώτη φορά στο δομημένο στις αρχές της Bauhaus αρχιτεκτονικής σπίτι του. Μπαίνει ετσιθελικά, χρησιμοποιώντας για δίοδο τις ρωγμές αυτού του τέλειου οχυρού: Τις τρύπες στα τζάμια, που προκλήθηκαν από τραμπούκικες επιθέσεις όσων προσπάθησαν να τον εκφοβήσουν. Κατά κάποιον τρόπο, είναι μια αντανάκλαση των ρωγμών στην ψυχή του Παρθένη, την οποία με παρόμοιο τρόπο θα ήθελαν να την «ξεκλειδώσουν» και να τη χαλιναγωγήσουν όλες εκείνες οι συντηρητικές δυνάμεις που αντιμάχονταν τον καλλιτέχνη.
Το ξεπήδημα του έργου του Παρθένη από το σκοτάδι δεν είναι τυχαίο. Παρότι ο ίδιος είχε ζήσει τις «καλές μέρες» της κοσμικής ζωής, η ύστερη περίοδός του ήταν μαρτυρική, μέσα σε μια εκούσια απομόνωση και χτισμένα παράθυρα. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν και αυτός πολιορκημένος από το σκοτάδι, αλλά το έργο του εξακολουθούσε να έχει τη δύναμη να αναλαμβάνεται στο φως και τους ουρανούς.
Το ξεχασμένο «διαμάντι» του Παύλου Τάσιου για τον Γολγοθά του εμβληματικού Έλληνα ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, μια διαχρονική κινηματογραφική θεώρηση πάνω στην έννοια του ανυπότακτου καλλιτέχνη, διαθέτει ισχυρή σκηνοθετική άποψη και ευεργετείται από τα ερμηνευτικά αντανακλαστικά του υποκριτικού ογκόλιθου Μάνου Κατράκη. Μέχρι προσφάτως, το κοινό είχε την ευκαιρία να το ανακαλύψει ξανά, μέσα από την ψηφιακή πλατφόρμα του ERTFLIX
Άλλωστε, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού, που στην ταινία θυμίζουν μαυσωλείο, οι ηλιαχτίδες έχουν πρόσβαση στο ατελιέ της σοφίτας, περνώντας μέσα από το γυάλινο τμήμα της οροφής του σπιτιού. Και αυτό έχει τη δική του ξεχωριστή σημειολογία, με τον τρόπο που αναδεικνύεται από τον Τάσιο…
Πάμφωτος είναι, άλλωστε, και ο κόσμος των έργων τέχνης του Παρθένη, τα οποία αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις ιδέες και τις αναζητήσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, που επέδρασαν καθοριστικά στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα.
Μέσα από τους πίνακές του, οι οποίοι φιλοξενούν λαμπερά χρώματα και αιθέριες, εξαϋλωμένες μορφές και αλληγορικές οπτασίες, δίνεται η διάσταση μιας υπερβατικής πραγματικότητας, η οποία επαναπροσδιορίζει την έννοια της ελληνικότητας και εικονοποιεί το όραμα του ζωγράφου για μια εξιδανικευμένη Ελλάδα. Μια Ελλάδα που δεν συνάντησε ποτέ, αλλά τη ζωντάνεψε και την «έζησε» μέσα από τους πίνακές του, βρίσκοντας τη δίοδο προς το φως.
Ένα διαχρονικό πορτρέτο
Κοινωνικοπολιτικό έργο και συνάμα ψυχοβιογραφία, «Οι Προστάτες» ρίχνουν διεισδυτικές ματιές στον θρυμματισμένο εσωτερικό κόσμο του ανυπότακτου καλλιτέχνη. Την προσπάθεια του δασκάλου να εμπνεύσει στους μαθητές του το σπάσιμο των κανόνων που υποδουλώνουν την ελεύθερη δημιουργία, αλλά και την πολλαπλή απομόνωση που βιώνει και συνάμα… επιλέγει ο ίδιος: Από την κοινωνία, το συνάφι του, ακόμα και την οικογένειά του (σ.σ. οι συγγενείς που λυμαίνονται την περιουσία του).
Όπως προαναφέραμε, η ταινία δεν χρησιμοποιεί τα πραγματικά ονόματα των εμπλεκομένων και το σενάριό της παίρνει κάποιες ελευθερίες. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι ένα έργο αποκλειστικά για τον ζωγράφο Παρθένη, αλλά γενικεύει στον αδέσμευτο, ριζοσπάστη καλλιτέχνη, για τον οποίο είναι μονόδρομος η σύγκρουση με τις δομές της εξουσίας, ούτως ώστε να διατηρήσει την ελευθερία του.
Από την άλλη πλευρά, στα μάτια της κοινωνίας μας, ο διαφορετικός, ο αναρχικός, ο ριζοσπάστης, ο πραγματικά τολμηρός, ο «γλωσσοπλάστης» της τέχνης, αυτός που λειτουργεί έξω από στεγανά, ισοδυναμεί με έναν τρελό, ο οποίος ξεκινά τον Γολγοθά του ως απόκληρος και καταλήγει –στην καλύτερη περίπτωση– εμπορικό προϊόν.
Η δε μεταχρονολογημένη δικαίωση που απολαμβάνει ο Παρθένης και το έργο του εξακολουθεί να είναι επιδερμική: Κινητήριος μοχλός της μυθοποίησής του είναι η «τρέλα», που σαν θέμα «πουλάει», μαγνητίζοντας την προσοχή των μαζών, σε αντίθεση με το μήνυμα και τα συναισθήματα που κουβαλάει το πραγματικό περιεχόμενο της τέχνης του. Πράγμα που ίσως σημαίνει ότι θα μείνει εσαεί παρερμηνευμένος.
Η ταινία κέρδισε το Βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου (Ζωρζ Σαρή) στο 14ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1973. Σήμερα, είναι ελάχιστα γνωστή, και η φιλοξενία της από τη streaming πλατφόρμα της ΕΡΤ, ERTFLIX, όπου θα παραμείνει διαθέσιμη μέχρι τις 22/8, προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στο κοινό να ανακαλύψει ένα κρυφό διαμάντι της φιλμογραφίας των Παύλου Τάσιου και Μάνου Κατράκη, αλλά και να ξανασυστηθεί με τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη.
Με λίγα λόγια: Το ξεχασμένο «διαμάντι» του Παύλου Τάσιου για τον Γολγοθά του εμβληματικού Έλληνα ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη, μια διαχρονική κινηματογραφική θεώρηση πάνω στην έννοια του ανυπότακτου καλλιτέχνη, διαθέτει ισχυρή σκηνοθετική άποψη και ευεργετείται από τα ερμηνευτικά αντανακλαστικά του υποκριτικού ογκόλιθου Μάνου Κατράκη. Μία από τις καλύτερες στιγμές του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου.