«Η Πισίνα» (1969) του Ζακ Ντερέ σε επανέκδοση
Φυσικά, το «Άνοιξε τα Μάτια» δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία ταινία που τόλμησε να διεισδύσει στο αποκρουστικό παρασκήνιο μιας τέλειας «βιτρίνας». Τον δρόμο, όμως, για το πώς να χτίσεις μεθοδικά ένα στιβαρό ψυχολογικό θρίλερ μέσα από αυτή την αντίφαση τον πρωτοέδειξε ο Ζακ Ντερέ το 1969, σε μια ταινία που, επίσης, επανακυκλοφορεί αυτό το διάστημα.
«Άνοιξε τα Μάτια» (1997): Το παραγνωρισμένο αριστούργημα του Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ
10/10/2024 10'+ διάβασμα
ΥΠΟΘΕΣΗ: Η ισορροπία στη σχέση ενός ζευγαριού που ζει μια ήρεμη ζωή σε ένα πολυτελές εξοχικό σπίτι στο Σαν Τροπέ απειλείται από την εμφάνιση ενός παλιού φίλου, συνοδεία της 18χρονης κόρης του.
Στα τέλη των 60s, ο Γάλλος σκηνοθέτης στρατολογεί μερικά από τα πιο φωτογενή πρόσωπα της εποχής του (Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Μορίς Ρονέ και Τζέιν Μπίρκιν), τους διανέμει ρόλους προνομιούχων αστών και τους βάζει να συνυπάρξουν σε μια γκλαμουράτη βίλα στην Κυανή Ακτή, αφήνοντάς τους ελεύθερους να διασκεδάσουν και να φλερτάρουν ασύστολα, χωρίς –φαινομενικά– καμία έγνοια στον κόσμο. Τα αποτελέσματα αυτού του άτυπου πειράματος, που εκτυλίσσεται για 110 λεπτά επί της μεγάλης οθόνης, είναι αποκαλυπτικά: Ποτέ άλλοτε η αλληγορική καταβύθιση στον βούρκο των κατώτερων ανθρώπινων ενστίκτων δεν υπήρξε περισσότερο σαρδόνια και πικρά ειρωνική.
Στην καρδιά της ειδυλλιακής εξοχικής κατοικίας δεσπόζει μια ηλιόλουστη πισίνα, που προσελκύει το ενδιαφέρον για ξέγνοιαστα μακροβούτια και στιγμές χαλάρωσης. Ωστόσο, τα ήρεμα και διάφανα νερά της συνύπαρξης μεταξύ του ζευγαριού και των φιλοξενουμένων του έρχονται να ταράξουν αναδυόμενα συναισθήματα σεξουαλικού πόθου, ζήλιας και κτητικότητας.
Καταλύτης είναι ο επισκέπτης Χάρι (Ρονέ), που εκτός από μουσικός παραγωγός και πρώην σύντροφος της Μαριάν (Σνάιντερ), η οποία πλέον συζεί με τον παλιόφιλό του, Ζαν-Πωλ (Ντελόν), αντιπροσωπεύει ένα παρελθόν που έρχεται να στοιχειώσει το ζευγάρι. Η έλευση εκείνου και της κόρης του θα πυροδοτήσει ένα γαϊτανάκι αποπλάνησης μεταξύ των παραθεριστών, φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με απόκρυφες επιθυμίες και ανασφάλειες. Κενότητα, αυταρέσκεια, αποξένωση, αμοραλισμός και γενικευμένη ηθική ντεκαντάνς συμπρωταγωνιστούν στο πλευρό του κουαρτέτου. Το υποτονικό ύφος και η ροή της ταινίας συμβαδίζουν κι εκείνα με τη ραθυμία και την τρυφηλότητα που χαρακτηρίζει τους… βιορυθμούς των χαρακτήρων. Η θεωρητικά ανέμελη καθημερινότητα είναι στην πραγματικότητα ανιαρή, ακόμα και το συνεχές γλεντοκόπημα έχει μια αύρα ρουτίνας και διεκπεραίωσης, και μόνο τα ένοχα απωθημένα είναι ικανά να προσφέρουν μια προσωρινή ανακούφιση.
Δίνοντας στον θεατή μόνον τα απολύτως απαραίτητα από άποψη πλοκής, αλλά διαθέτοντας περίσσευμα καλαισθησίας και συμβολισμών και υφαίνοντας με περίτεχνη σταυροβελονιά τους χαρακτήρες, «Η Πισίνα» («The Swimming Pool» / «La Piscine», 1969) καταφέρνει να είναι ατμοσφαιρική και όχι πληκτική, συντηρώντας το ερωτικό, το ψυχολογικό και –όπου χρειάζεται– το αστυνομικό σασπένς.
Παραθεριστές-αιχμάλωτοι
Σιγά-σιγά, μέσα από τη σκηνοθετική σκοπιά του Ντερέ, η σκυτάλη περνά φυσικά και αβίαστα από το ερωτικό δράμα στο ψυχολογικό θρίλερ. Οι συνθήκες διαμονής των ηρώων αρχίζουν να προσομοιάζουν περισσότερο σε καθεστώς αιχμαλωσίας σε «χρυσό κλουβί», ή σε ρωμαϊκή αρένα με ανελέητο ανταγωνισμό μέχρι τελικής πτώσεως, παρά σε οικειοθελή παραθερισμό που αναζωογονεί σώμα και νου.
Στην πραγματικότητα, εδώ μιλάμε για μια μεταφορική αιχμαλωσία των χαρακτήρων στα δεσμά του ίδιου τους του ατελούς εαυτού, ο οποίος, όσο κι αν εξωραΐζεται, αργά ή γρήγορα είναι καταδικασμένος να αποκαλυφθεί. Και τότε, το αποτύπωμά του μένει να επιπλέει στον αφρό, ζέχνοντας και εν τέλει μολύνοντας τα νερά κατά την αποσύνθεσή του, όσο απολυμαντικό χλώριο κι αν χρησιμοποιηθεί.
Στην… απύθμενη ουσία της, η ταινία ασκεί κριτική στον μοντέρνο τρόπο ζωής, στον οποίο εδράζεται η καπιταλιστική ολοκλήρωση. Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα τη φανταχτερή, τέλεια βιτρίνα των πρωταγωνιστών, εντοπίζοντας τα ανεκπλήρωτα κενά και τα συμπλέγματα που κρύβονται στον… πυθμένα της φαντεζί ύπαρξής τους και, ακολούθως, τα ωθεί με ορμή στην επιφάνεια, έτσι ώστε αυτά να προκαλέσουν μια βίαιη αναταραχή.
Καθώς η υπόγεια ένταση κλιμακώνεται και εκτονώνεται, οπλίζοντας χέρια και παρασύροντάς τα να εγκληματήσουν, η σημειολογία της πισίνας παραμένει η σταθερά του έργου, αντανακλώντας τους ίδιους τους παραθεριστές και την κατάστασή τους. Θα ξεβραστούν, τελικά, όλα τα ένοχα μυστικά; Θα βγουν τα άπλυτα (ή μάλλον τα πλυμένα, για όποιον έχει παρακολουθήσει την ταινία) στη φόρα; Θα υπάρξει τιμωρία; Εδώ, ίσως μεγαλύτερη αξία από τις τελικές απαντήσεις έχει το ίδιο το γενικό συμπέρασμα του θεατή/παρατηρητή.