Ολ. Τελιγιορίδου: «Στις πυρόπληκτες περιοχές οι αγρότες χρειάζονται στήριξη και όχι το 112 για εκκένωση της αγροτικής παραγωγής»

«Όσο κι αν η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να αποποιηθεί τις ευθύνες της για τις ανείπωτες καταστροφές των πυρκαγιών, αμφισβητώντας ακόμη και τα στοιχεία του Αστεροσκοπείου Αθηνών και του  ευρωπαϊκού συστήματος Copernicus, είναι γεγονός πως το φετινό καλοκαίρι είχαμε 52% λιγότερες μεγάλες δασικές πυρκαγιές, με ταυτόχρονη αύξηση των καμένων εκτάσεων κατά 195% συγκριτικά με τον μέσο όρο της περιόδου 2002 – 2022». Τα παραπάνω αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Ολυμπία Τελιγιορίδου,Μέλος Πολιτικής Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Υπεύθυνη Αγροτικού Τομέα.

Και συμπληρώνει: «είχαμε δηλαδή τις μισές πυρκαγιές αλλά ταυτόχρονα τριπλασιασμό των καμένων εκτάσεων. Η κλιματική αλλαγή χρειάζεται πρόληψη και αποτελεσματική αντιμετώπιση, ζητήματα στα οποία η κυβέρνηση υπήρξε ολοκληρωτικά ανίκανη.

Τραγικό αποτέλεσμα είναι να έχουν γίνει στάχτη 1,3 εκ. στρέμματα γης.

Πέραν της περιβαλλοντικής καταστροφής το πρόβλημα στην αγροτική παραγωγή είναι τεράστιο. Αγρότες με δεντροκαλλιέργειες, κτηνοτροφικές μονάδες και μελισσοκομία βρίσκονται σε απόγνωση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Έβρου όπου ελαιόδεντρα και   οπωροφόρα δέντρα  καταστράφηκαν σε χιλιάδες στρέμματα αφήνοντας για πολλά χρόνια τους καλλιεργητές χωρίς παραγωγικό κεφάλαιο. Ταυτόχρονα σύμφωνα με τους αγροτικούς φορείς της περιοχής, η ολοκληρωτική καταστροφή των βοσκοτόπων στις περιοχές που κάηκαν οδηγεί τα επόμενα χρόνια σε αδυναμία βόσκησης. Από τις πυρκαγιές αφανίστηκαν 9.000 παραγωγικά ζώα  σε εκατοντάδες στάνες μαζί με τις ζωοτροφές τους, γεγονός που καθιστά τη συνέχιση της κτηνοτροφικής παραγωγής αδύνατη.

Η κυβέρνηση αδυνατεί να αντιληφθεί το μέγεθος της ζημιάς. Υπόσχεση για 100 ευρώ το καλλιεργούμενο καμένο δέντρο δεν είναι λύση. Η πολιτική της ΝΔ το μόνο για το οποίο μεριμνά είναι η εκκένωση της αγροτικής παραγωγής από τους αγρότες. Το μέλλον όμως για τις τοπικές κοινωνίες και την εθνική οικονομία είναι δυσοίωνο.

 Χρειάζεται άμεσα ένα ολιστικό σχέδιο οικονομικής στήριξης των παραγωγικών κλάδων που έχουν πληγεί με ταυτόχρονη δημιουργία δημόσιων αγροτικών υποδομών και αποκατάστασης του περιβάλλοντος».