Ορθολογικό σχέδιο θρέψης στα σιτηρά

Καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας της παραγωγής και της ποιότητας των τελικών προϊόντων στα σιτηρά είναι η κάλυψη των αναγκών της καλλιέργειας σε θρεπτικά στοιχεία σε όλα τα στάδια του βιολογικού κύκλου των φυτών.

της Φάλιας Οικονόμου, καθηγήτριας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Στο πλαίσιο της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης της Παραγωγής των σιτηρών, ο καθορισμός των ποσοτήτων, του είδους των θρεπτικών στοιχείων και του χρόνου εφαρμογής τους για την κάλυψη των αναγκών της παραγωγής εξαρτάται από το είδος της καλλιέργειας (σιτάρι-κριθάρι) σε συνδυασμό με τους παράγοντες του αβιοτικού περιβάλλοντος (έδαφος-κλιματικές συνθήκες) και τις ακολουθούμενες καλλιεργητικές πρακτικές.

Όσον αφορά τα καλλιεργούμενα είδη, εκτός από τις αναμενόμενες αποδόσεις, οι διαφορετικές ποιοτικές προδιαγραφές των τελικών προϊόντων και η χρήση διαφορετικών γονοτύπων (ποικιλιών με διαφορετικά μορφολογικά και φαινολογικά χαρακτηριστικά), διαφοροποιούν αρκετά τις απαιτήσεις και τις αιχμές των αναγκών σε θρεπτικά στοιχεία.

Σχετικά με τους αβιοτικούς παράγοντες, ο τύπος του εδάφους, η εδαφική υγρασία, το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας περιοχής (κλίση εδάφους, διάβρωση) απαιτούν προσοχή στη λήψη μέτρων για την κάλυψη των αναγκών της καλλιέργειας και για την αειφορία του περιβάλλοντος.

Ο στόχος αυτός ολοκληρώνεται όταν στον προγραμματισμό ενός ορθολογικού σχεδίου θρέψης, με βάση τις πραγματικές ανάγκες της καλλιέργειας που προσδιορίζονται από εδαφολογικές αναλύσεις τουλάχιστον ανά τριετία, εντάσσονται οι βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές, όπως η διαχείριση των υπολειμμάτων της προηγούμενης καλλιέργειας και οι αμειψισπορές ιδιαίτερα με τη χρήση ψυχανθών, παράγοντες σημαντικοί στη διαχείριση των εισροών σε λιπάσματα προς όφελος του αγροοικοσυστήματος.

Βασική και επιφανειακή λίπανση

Ένα ορθολογικό σχέδιο θρέψης εξασφαλίζει την επάρκεια θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος α) με βασική λίπανση πριν ή κατά τη διάρκεια της σποράς και β) με επιφανειακή σε μία ή δύο δόσεις την άνοιξη. Στη βασική λίπανση προστίθεται όλη η ποσότητα του φωσφόρου, το κάλιο όπου είναι απαραίτητο και το 1/3 με 1/2 της ποσότητας των συνολικών αναγκών σε άζωτο σε αμμωνιακή μορφή. Για τον λόγο αυτόν, κατά την βασική λίπανση επιλέγονται σύνθετοι τύποι λιπασμάτων.

Η επιφανειακή λίπανση, που είναι απαραίτητη για να καλύψει τις ανάγκες σε άζωτο, χορηγείται σε μία δόση, αλλά στο πλαίσιο της βέλτιστης εφαρμογής για καλύτερη διαθεσιμότητα και πρόσληψη από τα φυτά, προτείνεται η εφαρμογή της σε δύο δόσεις, ιδιαίτερα στο σκληρό σιτάρι. Εκτός από το κόστος της προαναφερθείσας εφαρμογής, σε περιοχές με μικροκλίμα που χαρακτηρίζεται από περιορισμένες βροχοπτώσεις, συνιστάται η εφαρμογή μίας επιφανειακής λίπανσης για την κάλυψη των αναγκών σε άζωτο κατά το στάδιο του αδελφώματος, έως την έναρξη του καλαμώματος. Το άζωτο στην επιφανειακή εφαρμογή συνήθως χορηγείται ως νιτρική αμμωνία ή ουρία.

Η ανάγκη για τη διαθεσιμότητά του από το στάδιο του αδελφώµατος έως και το ξεστάχυασμα συμβάλλει στην ανάπτυξη των αδελφιών και του κεντρικού στελέχους, καθώς και στον σχηματισμό ικανού αριθμού κόκκων στο στάχυ, ενώ ευνοεί τις επερχόμενες διεργασίες για την αύξηση του βάρους των κόκκων και της περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνη.

Λαμβάνοντας υπόψη, επίσης, α) την αναγκαιότητα ικανοποιητικών ποσοτήτων και άλλων απαραίτητων στοιχείων, όπως το θείο, το ασβέστιο και το μαγνήσιο και β) την αλληλεπίδραση μεταξύ των θρεπτικών στοιχείων που καθορίζει τον βαθμό πρόσληψής τους από τα φυτά, προκύπτει η ανάγκη εδαφολογικών αναλύσεων για τον προσδιορισμό της διαθεσιμότητάς τους για τον σχεδιασμό ενός βέλτιστου σχήματος λίπανσης.

Λίπανση σιταριού

Στο σιτάρι, η ανταγωνιστικότητά του στις αγορές εξαρτάται από τη διασφάλιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του (ποσότητα πρωτεΐνης >13 %, υαλώδεις κόκκοι >90%, πολύ μικρό ποσοστό από μαύρα στίγματα <3% και έντονο κίτρινο χρώμα), στοιχεία που εξασφαλίζουν ικανοποιητικό εισόδημα στον Έλληνα παραγωγό.

Οι απαιτήσεις του κόκκου σε περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη σχετίζονται φυσικά με την επάρκεια των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους και συγκεκριμένα του αζώτου, αλλά πλέον καθοριστικός παράγοντας είναι η διαθεσιμότητά του στα κρίσιμα προαναφερθέντα στάδια, που εξαρτάται από ένα πρόγραμμα ορθολογικής θρέψης των φυτών. Ως ενδεικτικές ποσότητες επιφανειακής λίπανσης για την κάλυψη των αναγκών σε άζωτο του σκληρού σιταριού στο στρέμμα, θα μπορούσαν να προταθούν οι 8 με 12 μονάδες, ενώ για το μαλακό σιτάρι οι 10 με 14 μονάδες.

Για βέλτιστη διαθεσιμότητα και πρόσληψη, προτείνεται η εφαρμογή σε δύο δόσεις, με την πρώτη στο τέλος του αδελφώματος έως την έναρξη του καλαμώματος και τη δεύτερη μετά την εμφάνιση του δεύτερου κόμβου του καλαμώματος ή και λίγο αργότερα, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες.

Στις περιπτώσεις που υπάρχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης επιφανειακής εφαρμογής, αναμένεται η ενίσχυση της περιεκτικότητας της πρωτεΐνης στον καρπό, επιθυμητό χαρακτηριστικό για υψηλής ποιότητας τελικό προϊόν στο σκληρό σιτάρι. Οι ανάγκες σε φώσφορο και κάλιο στο σκληρό σιτάρι καλύπτονται από τη βασική λίπανση, με προτεινόμενες εφαρμογές στο στρέμμα τις 4-5 μονάδες και τις 2-8 μονάδες, στις περιπτώσεις που υπάρχει έλλειψη.

Λίπανση κριθαριού

Στο βυνοποιήσιμο κριθάρι, οι ποιοτικές προδιαγραφές διαφοροποιούνται σε σχέση με το σιτάρι, με τις απαιτήσεις να επικεντρώνονται α) στην περιεκτικότητα πρωτεΐνης στον καρπό στο αποδεκτό στενό εύρος μεταξύ 9,5% και 11,5% και β) στην κοκκομετρία, με επιθυμητό μέγεθος κόκκου > 2,5 mm σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%, ώστε να εξασφαλίζεται η υψηλή περιεκτικότητα σε άμυλο. Είναι γεγονός ότι η πρωτεϊνοπεριεκτικότητα αυξάνεται ανάλογα με την ποσότητα του εφαρμοζόμενου αζωτούχου λιπάσματος, το οποίο αναλόγως μειώνει το ποσοστό υδατανθράκων στο ενδοσπέρμιο υποβαθμίζοντας το τελικό προϊόν.

Καθίσταται πλέον κρίσιμη η κάλυψη των αναγκών σε άζωτο και η διαθεσιμότητά του στα απαιτούμενα στάδια της καλλιέργειας για την ανάπτυξή της, το μέγεθος του στάχεως και των καρπών.

Ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν ο χρόνος εφαρμογής και η ποσότητα των λιπασμάτων για τη συγκράτηση της περιεκτικότητας της πρωτεΐνης στα επιθυμητά επίπεδα. Η λίπανση κατανέμεται σε βασική πριν ή κατά τη σπορά και σε επιφανειακή, η περίοδος της οποίας συμπίπτει με το τέλος του αδελφώματος και την έναρξη του καλαμώματος των φυτών.

Για τον λόγο αυτόν, οι ποσότητες του αζώτου που χορηγούνται στη βασική λίπανση δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις 3-4 μονάδες το στρέμμα, ενώ στην επιφανειακή εφαρμογή δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις 7-8 μονάδες το στρέμμα.

Επειδή τα τελευταία χρόνια οι παρατηρούμενες θερμοκρασίες χαρακτηρίζουν τον χειμώνα ηπιότερο, συνιστάται η παρακολούθηση των σταδίων των φυτών, ώστε οι απαιτούμενες λιπάνσεις να γίνονται πριν το κριθάρι αρχίσει την έντονη δραστηριότητά του.

Αξίζει να σημειωθεί ο σημαντικός ρόλος του καλίου, ο οποίος ευνοεί στο γέμισμα των καρπών και βελτιώνει το επιθυμητό χαρακτηριστικό του υψηλού ποσοστού μεγάλων κόκκων. Οι ανάγκες σε φώσφορο και κάλιο καλύπτονται από τη βασική λίπανση με ενδεικτικά προτεινόμενες εφαρμογές στο στρέμμα, τις 4-6 μονάδες και 2-6 μονάδες, αντίστοιχα.

Ειδικές εφαρμογές

✱ Σε υψηλόσωμες ποικιλίες σιτηρών προτείνεται μείωση της αζωτούχου λίπανσης έως και 2 μονάδες.

✱ Καλλιέργεια σιτηρών που έπεται αρδευόμενης εαρινής καλλιέργειας, στην οποία έχουν εφαρμοστεί αυξημένες λιπαντικές δόσεις, μπορεί να αξιοποιήσει μειωμένες λιπάνσεις έως 3 μονάδες στη βασική λίπανση.

✱ Στην περίπτωση που προηγείται καλλιέργεια ψυχανθούς ή άλλου φυτού πλην σιτηρών, προτείνεται η εφαρμογή μικρότερης δόσης στη βασική λίπανση του αζώτου.

✱ Σε καλλιέργεια σιτηρών όπου γίνεται χρήση φυτικών υπολειμμάτων, με ενσωμάτωση στελεχών προηγούμενης καλλιέργειας σιτηρών, προτείνεται η εφαρμογή αυξημένων μονάδων αζώτου στη βασική λίπανση.

✱ Σε καταπονημένη καλλιέργεια σιτηρών μετά από παγετό, η επιφανειακή λίπανση συνιστάται να εφαρμόζεται μετά την ανάκαμψη των φυτών.

✱ Σε περιοχές και καλλιεργητικές περιόδους όπου ευνοείται η εμφάνιση μυκητολογικών προσβολών, προτείνεται η εφαρμογή μειωμένων δόσεων επιφανειακής λίπανσης.

✱ Για τη σταθερή τροφοδοσία της καλλιέργειας με άζωτο, τη μείωση των απωλειών λόγω έκπλυσης ή εξαέρωσης (ειδικά σε αλκαλικά εδάφη) και τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του αζώτου από τα φυτά, προτείνεται η χρήση λιπασμάτων, τα οποία να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα του αζώτου, απαραίτητη προϋπόθεση για:

α) τη βελτιστοποίηση των αποδόσεων,

β) το υψηλότερο οικονομικό αποτέλεσμα της λίπανσης και

γ) την προστασία του περιβάλλοντος από τις απώλειες του αζώτου.

Ως λιπάσματα «βραδείας αποδέσμευσης» ή «σταθεροποιημένα λιπάσματα» αναφέρονται τα αζωτούχα λιπάσματα τα οποία περιέχουν παρεμποδιστές ουρεάσης ή/και παρεμποδιστές νιτροποίησης, όπου μέσω μίας προσεκτικά σχεδιασμένης διαχείρισης, ιδιαίτερα ως προς την ποσότητα και τον χρόνο εφαρμογής τους, μπορεί να αποτελέσουν στις μέρες μας βασική προτεραιότητα των προγραμμάτων θρέψης των καλλιεργειών.

Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας και οικονομικότητας των λιπάνσεων, η εφαρμογή των βιοδεγερτών, ως «ειδικά προϊόντα θρέψης», αναμένεται να συμβάλει θετικά στον ορθολογικό σχεδιασμό των λιπάνσεων, καθώς επηρεάζουν την αποδοτικότητα χρήσης των θρεπτικών στοιχείων και την αντοχή των φυτών στις αβιοτικές καταπονήσεις, ενισχύοντας το φυσικό δυναμικό των καλλιεργειών.

Η υφιστάμενη κατάσταση

Με βάση πρόσφατα στοιχεία του ΣΠΕΛ, η μακροχρόνια τάση της κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ελλάδα είναι έντονα πτωτική. Συγκεκριμένα, από το 1982, που η κατανάλωση λιπασμάτων ανερχόταν σε περίπου 2,5 εκατομμύρια τόνους, τα τελευταία δέκα χρόνια έχει πλέον περιοριστεί κατά μέσο όρο στους 800.000 τόνους. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα τελευταία 37 χρόνια (1982-2019) η μείωση της κατανάλωσης λιπασμάτων είναι μεγαλύτερη από 68%. Αντίστοιχα μειώθηκαν και οι μονάδες του αζώτου. Ενδεικτικά αναφέρουμε οι μονάδες αζώτου τα τελευταία πέντε χρόνια (2015-2019) κυμαίνονται από 164.330 έως 189.750 τόνους.

Στην πράξη, εφαρμόζεται μεν από τους περισσότερους παραγωγούς βασική και επιφανειακή λίπανση στα σιτηρά, αλλά με εφαρμογή μειωμένων μονάδων θρεπτικών στοιχείων σε σχέση με τις συνιστώμενες. Ιδιαίτερα, χρησιμοποιούν λιγότερες μονάδες αζώτου από τις συνιστώμενες στη βασική λίπανση. Το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στην έλλειψη ρευστότητας, καθώς και στις χαμηλές τιμές των προϊόντων που διαθέτουν. Η μείωση των εισροών για την κάλυψη των αναγκών της θρέψης των φυτών αναμένεται να έχει ως συνέπεια τη μείωση των αποδόσεων την υποβάθμιση των τελικών προϊόντων.

Συγχρόνως, παρατηρείται μία αστάθεια στις καλλιεργητικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι παραγωγοί μεταξύ των καλλιεργητικών περιόδων, με κύρια μεταβολή τη μείωση των εισροών της λίπανσης ιδιαίτερα στις οικονομικά δύσκολες συνθήκες. Αντίστοιχα, σε περιόδους ανάκαμψης, με υψηλές τιμές στα τελικά προϊόντα, αυξάνονται αναλόγως και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις των σιτηρών και η χρήση των λιπασμάτων.

Στη βασική λίπανση, στη συνήθη εφαρμογή, χρησιμοποιούνται κυρίως NP σύνθετα λιπάσματα και οι μονάδες που εφαρμόζονται στο στρέμμα είναι 3-8 μονάδες αζώτου, 2-4 μονάδες φωσφόρου και ελάχιστο ή/και καθόλου κάλιο, παρά τις συστάσεις για την αναγκαιότητά του σε αρκετές περιπτώσεις. Αντίστοιχα και στην επιφανειακή λίπανση, παρατηρείται ότι οι παραγωγοί μειώνουν τις μονάδες αζώτου που θα εφαρμόσουν. Στην επιφανειακή λίπανση χρησιμοποιούνται κυρίως αζωτούχα λιπάσματα, ενώ δεν πραγματοποιούνται επιπλέον εφαρμογές με λιπάσματα με ιχνοστοιχεία από τους περισσότερους παραγωγούς.

Στην καλλιέργεια των σιτηρών, χρησιμοποιούν λιπάσματα με αναστολείς νιτροποίησης, κυρίως στη βασική λίπανση, σε ποσοστό που εκτιμάται στο 20%-30%.

Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αγροτών, οι εταιρείες παραγωγής και εμπορίας λιπασμάτων πραγματοποιούν σε ετήσια βάση εκπαιδευτικά σεμινάρια, με στόχο τη βελτιστοποίηση των εφαρμογών από τους παραγωγούς, όπου διαπιστώνεται η μεγάλη συμμετοχή και το ενδιαφέρον τους, στοιχεία που καθορίζονται κυρίως από το μορφωτικό τους επίπεδο, την ηλικία τους και από τη συμμετοχή τους σε προγράμματα της Συμβολαιακής Γεωργίας.