Πάνω από 250.000 μετανάστες έφυγαν τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα

Αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, αλλά και της πολιτικής που ακολουθήθηκε

Tα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής αναφορικά με τους μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα, αλλά και έφυγαν από αυτή την τελευταία τριαντακονταετία αναδεικνύουν πώς έχει δημιουργηθεί το έλλειμμα στο εργατικό δυναμικό για τον πρωτογενή τομέα.

Ενώ έως το 2009 η καθαρή μετανάστευση, δηλαδή ο αριθμός των εισερχόμενων μεταναστών μείον τον αριθμό των εξερχόμενων μεταναστών ετησίως ήταν θετική, από το συγκεκριμένο έτος και μετά και έως το 2015 ήταν σταθερά αρνητική.

Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι όλο και λιγότεροι μετανάστες παρέμεναν στη χώρα και, μάλιστα, εκείνοι που έφευγαν ήταν άνθρωποι που, σύμφωνα με τα στοιχεία, είχαν έρθει από το 1991 έως και το 2005. Επρόκειτο, δηλαδή, για ανθρώπους που, έχοντας ζήσει στη χώρα πάνω από 15 χρόνια, είχαν αποκτήσει ειδίκευση σε συγκεκριμένες εργασίες, ειδικά στον αγροτικό τομέα, και ήταν έμπιστοι και σταθεροί, καθώς πολλοί είχαν οικογένειες και παιδιά.

Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αλβανικής καταγωγής. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα στοιχεία από το 1991 έως και το 1993, μέσα σε τρία χρόνια εισήλθαν στη χώρα 370.000 μετανάστες. Επίσης, περίπου 170.000 αναχώρησαν, ωστόσο, σταθερά ένας αριθμός 50.000-60.000 παρέμενε στην Ελλάδα. 

Από το 2000 και μετά οι αφίξεις μεταναστών συνεχίστηκαν, αν και σημαντικά λιγότερες αριθμητικά, αλλά αρκετές χιλιάδες, επίσης, έφυγαν προς άλλες χώρες. Ωστόσο, ένας σημαντικός αριθμός 20.000-50.000 περίπου παρέμενε στη χώρα. 

Βασικό ρόλο στην αποχώρηση μεγάλου αριθμού μεταναστών από τη χώρα έπαιξε και η πολιτική που ακολουθήθηκε, καθώς η άδεια διαμονής τους ήταν συνδεδεμένη με την εργασία και τη συμπλήρωση συγκεκριμένου αριθμού ενσήμων

Η μεγάλη έξοδος

Από το 2010 και μετά, άρχισε η μεγάλη έξοδος. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι αρκετοί συνέχιζαν να έρχονται, τελικά αυτοί που έφευγαν ήταν περισσότεροι, με αποτέλεσμα ο μεταναστευτικός πληθυσμός στην Ελλάδα να βαίνει συνεχώς μειούμενος. Το 2011, ο μεταναστευτικός πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 32.315 άτομα, το 2012 κατά 65.994 άτομα, το 2013 κατά 59.148 άτομα, το 2014 κατά 47.790 άτομα και το 2015 κατά 44.905 άτομα.

Συνολικά, πάνω από 250.000 άτομα έφυγαν από την Ελλάδα και είναι λογικό να συμπεράνει κανείς ότι επρόκειτο για τους πιο νέους και ικανούς που είχαν την τόλμη και τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν ξανά, διεκδικώντας καλύτερες συνθήκες ζωής από ό,τι μπορούσαν να εξασφαλίσουν στη μαστιζόμενη από την οικονομική κρίση Ελλάδα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μεταναστευτικός πληθυσμός στη χώρα για χρόνια δεν ανανεώθηκε, γεγονός που σημαίνει ότι όσοι βρίσκονται πολλά χρόνια εδώ έχουν πλέον μεγαλώσει αρκετά, αντιλαμβάνεται κανείς για ποιους λόγους υπάρχει το έλλειμμα εργατικών χεριών στην πρωτογενή παραγωγή. 

Από το 2015 και μετά, έφτασε στη χώρα μεγάλος αριθμός μεταναστών, οι οποίοι, όμως, προέρχονταν από εμπόλεμες χώρες και ζητούσαν άσυλο. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς προτίμησαν να φύγουν για την υπόλοιπη Ευρώπη. 

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι βασικό ρόλο στην αποχώρηση μεγάλου αριθμού μεταναστών από τη χώρα έπαιξε και η πολιτική που ακολουθήθηκε, καθώς η άδεια διαμονής τους ήταν συνδεδεμένη με την εργασία και τη συμπλήρωση συγκεκριμένου αριθμού ενσήμων.

Έτσι, πολλοί άνθρωποι που διέμεναν στη χώρα ίσως και περισσότερο από δύο δεκαετίες λόγω της οικονομικής κρίσης δεν μπορούσαν να βρουν εργασία –τουλάχιστον νόμιμη και με ασφαλιστική κάλυψη–, με αποτέλεσμα να χάσουν την άδεια παραμονής τους και να εκπέσουν στην παρανομία. 

Τι εφάρμοσαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες

Αντίθετα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που είχαν αντιληφθεί νωρίτερα τη μεγάλη ανάγκη για εργατικό δυναμικό, καθώς οι Ευρωπαίοι πολίτες σε όλα τα κράτη-μέλη γερνούν, ενώ παράλληλα μειώνονται οι γεννήσεις, εφάρμοσαν πολιτικές προσέλκυσης εργατικού δυναμικού από τρίτες χώρες με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. 

Η πολιτική ρύθμισης ή τακτοποίησης (regularization διεθνώς) συνιστά ένα εργαλείο πολιτικής, το οποίο τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και διεθνώς, αξιοποιούν στο πλαίσιο διαχείρισης του μεταναστευτικού πληθυσμού που βρίσκεται στην επικράτειά τους, αλλά και ικανοποίησης των αναγκών των εθνικών αγορών εργασίας σε ανειδίκευτο, κυρίως, εργατικό δυναμικό. Πιο συγκεκριμένα, στην Ιταλία οι αντίστοιχες ρυθμίσεις άπαξ υπήρξαν πολυάριθμες:

✱ 1986: 105.000 τακτοποιήσεις

✱ 1990: 220.000 τακτοποιήσεις

✱ 1995-1996: 245.000 τακτοποιήσεις

✱ 1998: περί τις 210.000 τακτοποιήσεις

✱ 2002: 650.000 τακτοποιήσεις

✱ 2009: υπεβλήθησαν 295.000 αιτήσεις

✱ 2012: υπεβλήθησαν 135.000 αιτήσεις

Η τελευταία ρύθμιση έγινε το 2020 (πέραν των 83.000 τακτοποιήσεων μέχρι τον Οκτώβριο του 2022), όταν η ιταλική κυβέρνηση εισήγαγε ειδική άδεια διαμονής για σκοπούς αγροτικής, κυρίως, εργασίας εξάμηνης ή και μεγαλύτερης διάρκειας. Υπεβλήθησαν περισσότερες από 230.000 αιτήσεις. 

Σήμερα, στην Ιταλία, όσοι νεοεισερχόμενοι παράνομα δεν παίρνουν άσυλο μπορούν να αιτηθούν υπαγωγή σε ειδικό καθεστώς προστασίας υπό προϋποθέσεις, με πρόσβαση στην αγορά εργασίας για δύο κατ’ αρχήν χρόνια, χωρίς χρονικό περιορισμό πρότερης διαμονής. Στη Γαλλία, ανεξαρτήτως της τύχης του νομοσχεδίου Νταρμανέν, τακτοποιείται η διαμονή 30.000 αλλοδαπών ετησίως επί τη βάσει της εγκυκλίου Βαλς (Valls) του 2012.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στη Γερμανία προβλέπεται πλέον η χορήγηση ιθαγένειας με τη συμπλήρωση πενταετούς ή και τριετούς διαμονής (υπό προϋποθέσεις).