Η παραδοσιακή κτηνοτροφία και η διατήρηση της βιοποικιλότητας

Για χιλιάδες χρόνια, οι δραστηριότητες του ανθρώπου που συνδέονται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία συνέθεσαν έναν μοναδικό φυσικό πλούτο στα τοπία όπου ασκούνταν αυτές οι δραστηριότητες. Παρά τις όποιες επιπτώσεις δημιουργούσε η εκτεταμένη γεωργία και κυρίως η κτηνοτροφία, τα αγροτικά οικοσυστήματα παρέμεναν ένα μεγάλο παραγωγικό κεφάλαιο για τη χώρα μας και σημαντικός σταθμός για τη διατήρηση της βιοποικιλότητάς της.

Με την πάροδο των ετών, η ταχεία αστικοποίηση μετέβαλε τα αγροτικά τοπία, ενώ οι ορεινοί οικισμοί των ακριτικών νομών εγκαταλείφθηκαν σταδιακά. Αν και οι άνθρωποι ήταν μέρος του βιότοπου, καλλιεργούσαν, έτρεφαν ζώα, ακόμη και η ξύλευση που έκαναν για ιδιωτική χρήση και άνοιγαν μικρά λιβάδια στα οποία δημιουργούνταν μια βιοποικιλότητα από φυτοκοινωνίες αυτά τα χαρακτηριστικά σήμερα έχουν τελειώσει.

Κρίκοι σε μια αλυσίδα

Όπως λέει ο ερευνητής περιβάλλοντος, αντιπρόεδρος της Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος Καστοριάς, Νίκος Παναγιωτόπουλος, όλα στη φύση είναι μια αλυσίδα πραγμάτων και όσο λείπει από την αλυσίδα της αναπαραγωγής ένας κρίκος, τόσο απομακρύνεται ο άλλος.

«Ένα παράδειγμα είναι τα θηλαστικά, η αρκούδα, ο λύκος, που ακολουθούσαν τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους, το ζώο που δεν ήταν καλά, αυτό θα σκότωνε ο λύκος. Επίσης, δεν υπάρχουν πια γύπες στην Ελλάδα. Μετριούνται στο ένα χέρι κάποια είδη. Σημαίνει ότι το ζώο που πέθαινε στην παραδοσιακή κτηνοτροφία το ‘‘καθάριζε’’ ο γύπας», τονίζει ο κ. Παναγιωτόπουλος.

Σύμφωνα με τον ίδιο, όλη αυτή η διαδικασία ήταν μια «ανακύκλωση» οργανισμών, ενώ συστήνει την υποστήριξη της παραδοσιακής κτηνοτροφίας στα βουνά, αφού είναι ένα μέσο που βοηθά, ώστε να κάνει αναπαραγωγή και η ίδια η φύση.

«Όταν το πρόβατο εκεί που κάθεται αφήνει οργανικά απόβλητα, το λίπασμά του, έχουμε μια μεγάλη αυτοφυή βλάστηση στην περιοχή. Και όσο δυναμώνει η βλάστηση τόσο περισσότερο αναπαράγεται και η ίδια η περιοχή», αναφέρει.

Παράδοση και περιβάλλον

Η παραδοσιακή κτηνοτροφία, όπως λέει, έσωζε τα βουνά. Η βόσκηση ήταν ένα φυσικό διαχειριστικό μέτρο. Δεν έμπαιναν μέσα υλοτόμοι για να κόψουν δέντρα, αλλά έμπαιναν τα κοπάδια και έκοβαν τα μικρά φυτά για να τραφούν και έτσι υπήρχε μια διαχείριση στη βλάστηση. «Διαχειριστής της φύσης ήταν το ίδιο το πρόβατο ή το κατσίκι, η αγελάδα που μπορούσε και έκοβε τα χόρτα για να μπορέσει να φυτρώσει κάποιο άλλο. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν κάποια φυτά και πολλά είδη που όταν ‘‘πνιγούν’’ από βλάστηση δεν θα ξαναπετάξουν, δεν μπορούν να φωτοσυνθέσουν, να αναπαραχθούν, να μεγαλώσουν, να αυτοφυήσουν. Αυτό όμως το έκαναν τα ζώα», σημειώνει.

Όπως αναφέρει ο ερευνητής περιβάλλοντος, σε έρευνα που έχουν κάνει για τα είδη των βουνών, ειδικά σε βιοκοινωνίες, παρατηρείται ότι δεν υπάρχουν μεγάλες αναπαραγωγές, γιατί απουσιάζουν τα ζώα για να κάνουν όλη την αλυσίδα της αναπαραγωγής. Να τραφούν με τους σπόρους, να περάσουν από το στομάχι, να τα αφήσουν στο έδαφος και με τη σειρά τους να φυτρώσουν φυτά.

«Δυστυχώς, προσπαθούμε να σώσουμε ό,τι μπορούμε και να επανεντάξουμε τους ανθρώπους αυτούς στην ίδια τη γη που ανήκουν και ανήκουμε κι εμείς, ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί αυτό που γινόταν για χιλιάδες χρόνια», καταλήγει ο κ. Παναγιωτόπουλος.