«Persona», το μινιμαλιστικό αριστούργημα του Μπέργκμαν

Μέσα στο 2026, θα συμπληρωθούν 60 (!) χρόνια από όταν πρωτοκυκλοφόρησε το συγκεκριμένο έργο – ωστόσο, είναι πασιφανές ότι ο κινηματογραφικός μοντερνισμός του θρυλικού Σουηδού σκηνοθέτη δεν έχει φθαρεί ούτε στο ελάχιστο
31/12/2025
10'+ διάβασμα
persona-to-minimalistiko-aristourgima-tou-bergkman-370460

Κάποιες ταινίες είναι τόσο ιδιόμορφες ως προς την κινηματογραφική τους γλώσσα, που πρέπει κάποιος να τις βιώσει κατ’ επανάληψη προτού αποπειραθεί να γράψει το οτιδήποτε γι’ αυτές. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ενός τέτοιου φιλμικού γρίφου είναι η ταινία «Persona» («Περσόνα»), το μινιμαλιστικό «διαμάντι» του θρυλικού Σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Πρόσφατα, το αβάν-γκαρντ ψυχολογικό δράμα του 1966 συμπεριλήφθηκε σε αφιέρωμα του ERTFLIX με κορυφαία αριστουργήματα του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, στην ειδική κατηγορία «Σε φόντο άσπρο μαύρο», δίνοντας την ευκαιρία στο ελληνικό σινεφίλ κοινό, αλλά και στον υπογράφοντα, να τη θαυμάσουν ξανά. Και ξέρετε ποιο είναι το συμπέρασμα; Σήμερα, λίγους –μόνο– μήνες προτού συμπληρωθούν 60 έτη από την πρώτη κυκλοφορία της ταινίας, ο κινηματογραφικός μοντερνισμός του Μπέργκμαν όχι μόνο δεν έχει φθαρεί, αλλά διατηρεί την ακαταμάχητη αίγλη του – τόσο ως ακτινογραφία της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, όσο και ως φιλοσοφική πραγματεία πάνω στη δυαδικότητα της ανθρώπινης φύσης.

Η ταινία ξεκινά στα ενδότερα ενός προτζέκτορα, τα μέρη του οποίου φωτίζονται σταδιακά μέσα από το σκοτάδι. Ως ένα από τα πλέον διαδεδομένα οπτικά εφέ έναρξης στο σινεμά, το «fade in» δεν προμηνύει σε τίποτα τους οργιώδεις πειραματισμούς της εναρκτήριας σεκάνς. Ο προτζέκτορας ανάβει. Η μπομπίνα αρχίζει να γυρνά μανιωδώς. Δέσμες εκτυφλωτικής λάμψης πλημμυρίζουν ρυθμικά την εικόνα, καθώς εμφανίζονται οι ενδείξεις της αντίστροφης μέτρησης για την έναρξη μιας ταινίας. Το υπόλοιπο κομμάτι αυτής της αρχικής ακολουθίας είναι ένα καταιγιστικό μοντάζ από αυτόνομες εικόνες. Kινούμενα σχέδια, γραφική βία (σ.σ. σταύρωση, σφαγή ζώου), απόκρυφη ανθρώπινη ανατομία, οπτικά τεχνάσματα και ψευδαισθήσεις, στιγμές έντονης κίνησης και ακινησίας, σκηνοθετημένη θεατρικότητα και αυθόρμητος ρεαλισμός, ζωτικότητα και θάνατος, φως και σκοτάδι. Στο τέλος, ένα μικρό αγόρι ξυπνά στο κρεβάτι ενός νεκροτομείου και περιεργάζεται μια μεγάλη οθόνη, στην οποία εναλλάσσονται δύο γυναίκες σε ένα θολό ανφάς πορτρέτο.

Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι αντιμαχόμενες αυτές δυνάμεις μοιάζουν με σύντομη περιήγηση στο «αλφάβητο» της έβδομης τέχνης, αντιπροσωπεύοντας θέματα που έχουν προσδώσει στο σινεμά την ακαταμάχητη ισχύ του στο πέρασμα των χρόνων. Η ακριβής ερμηνεία του ετερόκλητου συνόλου είναι αρχικά ασαφής, αν και το βέβαιο είναι ότι με τη συνδρομή των ανατριχιαστικών ηχητικών εφέ δημιουργούν με το «καλημέρα» ένα κλίμα αναστάτωσης και αυξημένου στρες στον θεατή, προετοιμάζοντάς τον για την κατακερματισμένη αφήγηση που πρόκειται να ακολουθήσει. Με άλλα λόγια, η πράξη της αρχής μπορεί να εκληφθεί ως η πρώιμη υπόσχεση για μια εντελώς καινούργια φόρμα εξιστόρησης – όραμα το οποίο εκπληρώνεται στο κυρίως κομμάτι της ταινίας.

Μέσα από την «έκρηξη» αυτού του σύντομου πρελούδιου, που κάλλιστα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως το κινηματογραφικό ανάλογο του… Big Bang, ξεπηδά και αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της πλοκής. Η μία από τις γυναίκες που είχαμε διακρίνει νωρίτερα στην οθόνη του νεκροτομείου μοιάζει να είναι η νοσοκόμα Άλμα (Μπίμπι Άντερσον), στην οποία ανατίθεται η περίθαλψη της διάσημης ηθοποιού Ελίζαμπεθ Βόγκλερ (Λιβ Ούλμαν). Η τελευταία βρίσκεται στα πρώτα στάδια της ανάρρωσης, έπειτα από έναν σοβαρό νευρικό κλονισμό που υπέστη κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε (σ.σ. υποδυόταν την ηρωίδα Ηλέκτρα της ομώνυμης τραγωδίας του Σοφοκλή). Έχοντας πάρει έναν ιδιότυπο «όρκο σιωπής», η καλλιτέχνιδα αποσύρεται σε ένα παραθαλάσσιο ησυχαστήριο, μακριά από την οικογένειά της, με μοναδική συντροφιά την αποκλειστική νοσοκόμα. Σε μια παραγωγή που ευθυγραμμίζεται ολοκληρωτικά με τις αρχές του μινιμαλισμού, τα μη φορτωμένα σκηνικά μοιάζουν με καλοσχηματισμένα πλαίσια, που δίνουν έμφαση στις δύο πρωταγωνιστικές «μονάδες» του ολιγομελούς καστ. Οι Σουηδέζες «ιέρειες» Άντερσον και Ούλμαν έχουν όλο το πεδίο ελεύθερο, ώστε να ξεδιπλώσουν τα υποκριτικά τους ταλέντα και να μαγνητίσουν τα βλέμματα με τη χαρισματική τους παρουσία, η οποία συμπεριλαμβάνεται στις κινητήριες δυνάμεις του φιλμ.

Στο διάστημα της συμβίωσης των δύο γυναικών, η Άλμα, που τρέφει θαυμασμό για την ντίβα ασθενή της, προσπαθεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας μαζί της, ώστε να τη βοηθήσει να ξεπεράσει αυτό που μοιάζει να είναι μια σοβαρή ψυχοσωματική διαταραχή. Παρότι η Ελίζαμπεθ παραμένει βουβή και επιφυλακτική, δεν αφήνεται αδιάφορη μπροστά στον ζήλο και το γενναιόδωρο «άνοιγμα» των εσώψυχων της Άλμα. Η στάση της νοσοκόμας διεγείρει το ενδιαφέρον της ηθοποιού, προκαλώντας τη σταδιακή πτώση των αμυνών της και ανοίγοντας τον δρόμο για μια υπαρξιακών προεκτάσεων αλληλεπίδραση, που θα αναδείξει τις εκατέρωθεν ανασφάλειες και τη σύγχυση των ηρωίδων μπροστά στις αλήθειες που ανασκάπτουν.

Η Άλμα, από την πλευρά της, νιώθει όμορφα που κάποιος σιωπά για να αφουγκρασθεί τη δική της φωνή. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από τη φαινομενική προσήλωση της παρατηρητικής Ελίζαμπεθ κρύβεται μια μάλλον ναρκισσιστική συμπεριφορά, με την κακομαθημένη ντίβα να δίνει ανά διαστήματα την εντύπωση ότι αντιμετωπίζει τη νοσοκόμα σαν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Τελικά, η Άλμα φθάνει στο σημείο να εκμυστηρευθεί στην Ελίζαμπεθ μια τολμηρή σεξουαλική εμπειρία που είχε, με παρτενέρ μία γυναίκα και δύο νεαρά αγόρια – συμβάν που οδήγησε σε μια απροσδόκητη εγκυμοσύνη για την ίδια. Η απόφαση που είχε πάρει τότε η νεαρή νοσοκόμα, τερματίζοντας την κύησή της, ήταν μια δύσκολη επιλογή, που δεν θα σταματούσε να τη στοιχειώνει. Στον αντίποδα, η Ελίζαμπεθ είναι μια μητέρα που νιώθει αποστροφή για το παιδί της.

Πολυπρισματική ψυχαναλυτική σκοπιά

Με την παρέλευση του χρόνου και την κλιμάκωση των τριβών μεταξύ του πρωταγωνιστικού διδύμου, γίνεται κατανοητό ότι η τροχιά των βιωμάτων της Άλμα ταυτίζεται με εκείνη της Ελίζαμπεθ γύρω από θέματα όπως η αποτυχημένη μητρότητα, παρότι οι σκοπιές τους διαφέρουν ριζικά. Η νοσοκόμα είναι μια αγνή –ακόμα και στις πιο μύχιες επιθυμίες της– ψυχή, ένας δοτικός άνθρωπος με χαμηλή αυτοεκτίμηση και βαθιά ενοχικές τάσεις. Οι τύψεις για την επιπόλαιη –κατά την ίδια– απόφαση να προβεί σε έκτρωση είναι εμφανείς. Στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, η Άντερσον προσδίδει στην Άλμα μια γήινη λάμψη, που αποπνέει εύθραυστη γοητεία και συνάμα επικοινωνεί με σπαρακτικό τρόπο τα αδιέξοδά της.

Στον αντίποδα, η φημισμένη ηθοποιός Βόγκλερ είναι ταμπουρωμένη στο «οχυρό» της υστερόβουλης, εγωκεντρικής βεντέτας – μιας απρόσιτης «περσόνας», που λειτουργεί ως προστασία από αλήθειες που πληγώνουν. Συχνά, η παρουσία της στο απομονωμένο εξοχικό θυμίζει την όψη απλησίαστης θεάς και πληγωμένου θηρίου ταυτόχρονα! Βρίσκεται τόσο αποκομμένη από το «είναι» της ύπαρξής της, ώστε πλέον έχει περιέλθει σε σοβαρή κρίση ταυτότητας. Νωρίτερα στο έργο, όταν η ίδια είχε σκίσει τη φωτογραφία του μικρού της τέκνου μπροστά στην Άλμα, γινόταν αντιληπτό ότι το παιδί που είχαμε δει να νεκρανασταίνεται στο πρελούδιο της ταινίας ήταν ο παραμελημένος γιος της, ο οποίος έτεινε ικετευτικά τη χείρα, παρακαλώντας μάταια για ένα μητρικό χάδι. Στο αποκορύφωμα της συνύπαρξης με την Άλμα, ο Μπέργκμαν εντάσσει στη μινιμαλιστική του αφήγηση μια διάσημη φωτογραφία, στην οποία απαθανατίζονται αιχμάλωτα Εβραιόπουλα σε γκέτο της Βαρσοβίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εικόνα υποπίπτει στην αντίληψη της Ελίζαμπεθ, εντείνοντας το αίσθημα ενοχής για την απάνθρωπη στάση της απέναντι στο ίδιο της το παιδί.

Ο διευθυντής φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ κινηματογραφεί τις δύο γυναίκες ως αιθέριες παρουσίες, που ελίσσονται στον χώρο σαν πρωταγωνίστριες ονείρου. Σε ένα κομβικό σημείο για την ταινία, ο φακός του παίζει με την προοπτική του υπνοδωματίου και μάς χαρίζει μαγευτικές φωτοσκιάσεις, προτού καδράρει σε αξέχαστα πλάνα τα αλληλεπικαλυπτόμενα πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστριών. Ακολούθως, με τη συνδρομή των οπτικών εφέ, παρακολουθούμε να ενώνεται το ήμισυ του πρόσωπου της μιας γυναίκας με της άλλης, για να σχηματιστεί ένα ενιαίο πρόσωπο που συντίθεται από την ώσμωση των ηρωίδων. Αυτές οι εικόνες, σε συνδυασμό με τα γεγονότα της επίσκεψης του συζύγου της Ελίζαμπεθ (σ.σ. προσφωνεί την Άλμα με το όνομα της γυναίκας του), πιθανώς υποδηλώνουν την ευστάθεια της εκδοχής που θέλει την ηθοποιό και τη νοσοκόμα να είναι το ίδιο πρόσωπο· ερμηνεία η οποία ανταποκρίνεται στην ψυχαναλυτική θεωρία του Ελβετού ψυχιάτρου Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελίζαμπεθ είναι το «κοινωνικό προσωπείο», δηλαδή μια εξωτερική ταυτότητα, που έχει κερδίσει την αυτονομία της από την ψυχή. Η δε Άλμα αντιπροσωπεύει την ίδια την ψυχή και τις ενδόμυχες επιθυμίες, οι οποίες παραπαίουν καταπιεσμένες στο υποσυνείδητο (σ.σ. άλλωστε, «alma» στα ισπανικά σημαίνει «ψυχή»). Όταν η Άλμα συνειδητοποιεί τη δυσβάστακτη αλήθεια, αρνείται να αναγνωρίσει τη νοητή προέκτασή της και αποσύρεται μια για πάντα από τα δρώμενα…

Πρωτοποριακές τεχνικές

Ειδικής μνείας χρήζει η τάση του Μπέργκμαν να παρεμβαίνει απροειδοποίητα στη ροή της ελλειπτικής αφήγησης, σπάζοντας τα δεσμά της χρονικής ακολουθίας και αιχμαλωτίζοντας τον θεατή στην ένταση των παρένθετων οπτικών ερεθισμάτων. Το πρωτοποριακό μοντάζ γεννά θραύσματα εικόνων που παραπέμπουν σε ένα πειραματικά νεωτεριστικό καλλιτεχνικό ύφος, ξένο προς τις προσλαμβάνουσές μας και απαιτητικό ως προς την αναλυτική μας σκέψη. Ίσως η πιο αξιομνημόνευτη από αυτές τις παρεμβάσεις είναι η στιγμή κατά την οποία η προβολή της ταινίας διακόπτεται εντελώς ξαφνικά, με το φιλμ να κόβεται στα δύο. Σε αυτό το έργο, οι ισορροπίες είναι ρευστές, ικανές να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή, δίνοντας χαρακτήρα σπαζοκεφαλιάς στη διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, ιδιαίτερα όταν οι δύο ηρωίδες αρχίζουν να συγκλίνουν προς την ταύτιση, παρά τις θεμελιώδεις αντιθέσεις τους. Είναι λες και η ταινία μάς παροτρύνει να αμφισβητήσουμε οτιδήποτε βλέπουμε, αφού ούτως ή άλλως η αλήθεια στο σινεμά και τη ζωή είναι κάτι το σχετικό και ευμετάβλητο.

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω: Στην αριστουργηματική ταινία «Persona», ο θρύλος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν βάζει στο μικροσκόπιο τη δυαδικότητα της ανθρώπινης φύσης, δίνοντας κινηματογραφική υπόσταση στο αέναο αντιπάλεμα μεταξύ «είναι» και «φαίνεσθαι», που ταλανίζει τα δαιδαλώδη εσώψυχά μας. Το πράττει με τρόπο διεισδυτικό, τολμηρό και περιπετειώδη, μιλώντας μέσα από τη γλώσσα των αντιθέσεων. Έτσι, παράγει ένα μοντέρνο έργο τέχνης, που είναι απαλλαγμένο από περιττά στοιχεία και συνάμα απόλυτα ικανό να εμβαθύνει φιλοσοφικά στο μεγαλειώδες αίνιγμα της ύπαρξής μας.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: