Πικρές οι ελληνοποιήσεις για το ελληνικό μέλι

Στη σκιά των ελληνοποιήσεων συνεχίζει να κινείται η αγορά μελιού, μετά από ένα δύσκολο καλοκαίρι, καθώς όσοι προχώρησαν σε αθρόες εισαγωγές τα προηγούμενα χρόνια το έχουν αποθηκεύσει και το πουλάνε για ελληνικό.

Από όλη την Ελλάδα αγοράζουν οι έμποροι σε σταθερές τιμές το διάσημο θασίτικο μέλι για να διατηρήσουν υψηλές προδιαγραφές στις ετικέτες τους. «Όσοι κάνουν εισαγωγές δεν αγοράζουν από εμάς, κάνουν άλλη διαχείριση, δεν φαίνεται να έχουν έλλειψη μελιού», μεταφέρει ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Θάσου, Κώστας Παναγιωτόπουλος.

Ο συνεταιρισμός συγκεντρώνει 500 τόνους μέλι ετησίως που το διακινούν στην Ελλάδα ή το τυποποιούν και το πωλούν. Συνεργάζεται με τις αλυσίδες Σκλαβενίτης και Μασούτης και όλα τα στρατιωτικά πρατήρια.

«Στέλναμε ορισμένες ποσότητες στο εξωτερικό, σε Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία, Καναδά, αλλά με την πανδημία μείναμε στην εγχώρια αγορά», λέει. Ο πρόεδρος εισπράττει την εμπιστοσύνη στο ποιοτικό προϊόν τους, που αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα σε εμπόρους και καταναλωτές.

Ο γεωπόνος-μελισσοκόμος Γρηγόρης Σιδηρόπουλος στην Αλεξανδρούπολη, με πατέρα και παππού μελισσοκόμο, διακινεί μέλι σε κατάστημα λιανικής, αλυσίδες στον Νομό Έβρου και στη χονδρική αποκλειστικά συσκευασμένο.

Διαπιστώνει εμπορικό ενδιαφέρον από εμπόρους μεγάλων πόλεων, γιατί οι πυρκαγιές στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο προκάλεσαν ανεπανόρθωτες πληγές στα μελίσσια. «Η Εύβοια είναι παραδοσιακά μελισσοκομική περιοχή, οπότε οι έμποροι αναζητούν μέλι σε διάφορες περιοχές».

Παρ’ όλα αυτά, η τιμή παραγωγού είναι πολύ χαμηλή εξαιτίας των ελληνοποιήσεων μελιών, που αγοράστηκαν με πολύ χαμηλή τιμή. Στο αρνητικό κλίμα που δημιουργούν οι ελληνοποιήσεις στους μελισσοπαραγωγούς είναι θετικό το ενδιαφέρον των καταναλωτών ν’ αγοράζουν ποιοτικό μέλι, γιατί «είναι ενημερωμένοι συγκριτικά με το παρελθόν και ο καθένας κινείται ανάλογα με τα οικονομικά του. Το μέλι είναι τρόφιμο που έχει σταθερή ροή», σχολιάζει.