Ποιοτικά, αλλά εν πολλοίς άγνωστα και αρκετά ακριβά για τους Βέλγους τα ελληνικά κρασιά

Μικρές σε ποσότητες και αξία, αλλά με μεγάλες δυνατότητες αύξησης είναι οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού στη βελγική αγορά, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί αρκετά δυναμική, δεδομένης και της παρουσίας σημαντικού ελληνικού πληθυσμού στη χώρα. Όπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας της χώρας μας στις Βρυξέλλες, τα ελληνικά κρασιά παρουσιάζουν συνεχή βελτίωση της ποιότητάς τους, όμως η παρουσίασή τους στο βελγικό κοινό είναι μάλλον ελλιπής. Βασικό πρόβλημα φαίνεται να αποτελεί η συνήθης τοποθέτησή τους σε σχετικά ακριβή κατηγορία (άνω των 10 ευρώ), κάτι που τα φέρνει αντιμέτωπα με ανταγωνιστικά και περισσότερο γνωστά και ελκυστικά κρασιά, όπως τα γαλλικά.

Η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέρχεται σε 25 λίτρα ετησίως (σύμφωνα με στοιχεία του 2017) και η χώρα βασίζεται κυρίως σε εισαγωγές άνω των 3,20 εκατ. εκατόλιτρων κάθε χρόνο. Το γραφείο ΟΕΥ εκτιμά ότι πρόκειται για μια αγορά που πρέπει να αποτελεί στόχο, καθώς υπάρχει δυνατότητα πολλαπλασιασμού του ελληνικού μεριδίου με τις κατάλληλες δράσεις.

Κερδίζουμε σε αυθεντικότητα, χάνουμε σε τιμή

Γηγενείς ποικιλίες, ελκυστικές συσκευασίες, αλλά πάνω από όλα η προσιτή τιμή είναι τα στοιχεία τα οποία αξιολογούν οι Βέλγοι. Έμποροι και καταναλωτές εκφράζονται θετικά ως προς την ποιότητα και την αυθεντικότητα των ελληνικών ποικιλιών, αλλά αρνητικά ως προς τη διαφήμιση, την πληροφόρηση στην ετικέτα, τη σταθερότητα της ποιότητας και το επίπεδο τιμών. Με κύριες κατηγορίες τα ΠΓΕ και ΠΟΠ το 2019, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη δωδεκάδα των εξαγωγέων στο Βέλγιο, όπου μερίδιο 58%, παρά τη μείωση της τελευταίας δεκαετίας, κατέχει σε αξία η γειτονική Γαλλία.

Ακολουθούν Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Γερμανία Ολλανδία, Χιλή, Λουξεμβούργο, Αργεντινή, Αυστραλία/Νέα Ζηλανδία και ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές ελληνικού οίνου που καταγράφουν οι βελγικές αρχές είναι συστηματικά χαμηλότερες, σχεδόν οι μισές από αυτές που παρουσιάζει η ΕΛΣΤΑΤ, κάτι που αποδίδεται σε δρομολόγια, τα οποία περιλαμβάνουν και άλλες χώρες, όπως τη Γερμανία, αλλά και στις αγορές από γειτονικά κράτη αρκετών εισαγωγέων.

Ενδεικτικά, για το 2019, τα επίσημα στοιχεία του Βελγίου εμφανίζουν ελληνικές εισαγωγές αξίας σχεδόν 1,5 εκατ. ευρώ, ενώ η Ελληνική Στατιστική Αρχή 2,47 εκατ. ευρώ.

Κυρίαρχη, παρά τη μείωση μεριδίου, η Γαλλία

Οι γαλλικοί οίνοι αντιπροσωπεύουν ένα 67% της αγοράς στη Βαλονία και στη Φλάνδρα -που εμφανίζεται πιο ανοιχτή σε μη παραδοσιακούς οίνους- καταλαμβάνουν ένα 49%. Η τάση σταδιακής μείωσης των εισαγωγών, αλλά και η απώλεια μεριδίου των Γάλλων, δείχνει να ωφελεί άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά και τα κρασιά του «Νέου Κόσμου», των οποίων και η κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά στη Φλάνδρα.

Παράλληλα, η αγορά βιώσιμων και «ελαφρύτερων» οίνων προσφέρει ευκαιρίες για τους προμηθευτές αναπτυσσόμενων χωρών. Τάσεις όπως τα βιολογικά, τα οργανικά και περιβαλλοντικά φιλικά κρασιά εδραιώνονται σταδιακά, ενώ ιδιαίτερα αποδεκτοί είναι οι ασκοί (Bag-in-Box), τη στιγμή που οι premium οίνοι δείχνουν υψηλές πωλήσεις στο διαδίκτυο.

Τα εμπόδια στο ράφι

Τα σούπερ μάρκετ -βασικό κανάλι διάθεσης- προτιμούν συνήθως μεγάλους προμηθευτές και επέκταση των εμπορικών σχέσεων με υφιστάμενους συνεργάτες, ενώ νεοεισερχόμενοι αντιμετωπίζουν εμπόδια όπως ο περιορισμένος χώρος στο ράφι, η ταξινόμηση κόκκινων και λευκών βάσει χώρας προέλευσης -κάτι που ενισχύει την προτίμηση σε παραδοσιακές οινοπαραγωγούς-, ενώ και οι υψηλότερες χρεώσεις για χρήση χώρου στο ράφι ή τα αποκλειστικά δικαιώματα πώλησης εντάσσονται στα εμπόδια.

Αξία βελγικών εισαγωγών οίνου ανά χώρα προέλευσης (σε 1.000 ευρώ)

Χώρα

2019

Γαλλία

544.258

Ισπανία

103.889

Ιταλία

98.138

Πορτογαλία

41.287

Γερμανία

42.806

Ολλανδία

50.940

Χιλή

19.434

Λουξεμβούργο

18.737

Αργεντινή

5.781

Αυστραλία και Ν. Ζηλανδία

10.783

ΗΠΑ

5.011

Ελλάδα

1.495

Αυστρία

1.761

Σύνολο

966.691

*Πηγή: Έρευνα Γραφείου ΟΕΥ Βρυξελλών για την αγορά οίνου στο Βέλγιο (στοιχεία Εθνικής Τράπεζας του Βελγίου και του Ινστιτούτου Εθνικών Λογαριασμών)