Πολιτισμός: «Fitzcarraldo» (1982) – Φιτζκαράλντο, ο έμπορος καουτσούκ που άνοιξε το δικό του «μονοπάτι» στον Αμαζόνιο

07/03/2025
10'+ διάβασμα
politismos-fitzcarraldo-1982-fitzkaralnto-o-eboros-kaoutsouk-pou-anoixe-to-diko-tou-monopati-ston-amazonio-347673

Με την τεράστια «έκρηξη» της παραγωγής καουτσούκ κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μια μικρή αστική περιοχή ανατολικά των Άνδεων και καταμεσής της ζούγκλας στο Βόρειο Περού αρχίζει να γνωρίζει μεγάλη οικονομική άνθιση, αποτελώντας εμπορικό κόμβο εξαγωγής της τοπικής παραγωγής από τη λεκάνη του Αμαζονίου. Είναι το Ικίτος, μια πόλη-λιμάνι, η οποία βρίσκεται περικυκλωμένη από απροσπέλαστο τροπικό δάσος (σ.σ. σήμερα είναι η μεγαλύτερη μη νησιωτική πόλη στον κόσμο που είναι εντελώς απρόσιτη οδικώς).

Όπως είναι φυσιολογικό, πολλοί Ευρωπαίοι άποικοι –και όχι μόνο– συρρέουν στην πόλη για να επωφεληθούν από την ευκαιρία. Ανάμεσά τους, ένας Ιρλανδός, χρεοκοπημένος πρώην μεγιστάνας των σιδηροδρόμων, ονόματι Μπράιαν Σουίνι Φιτζτζέραλντ – γνωστός στους ντόπιους ως Φιτζκαράλντο. Είναι λάτρης της όπερας και μεγάλος θαυμαστής του διεθνούς φήμης Ιταλού τενόρου Ενρίκο Καρούζο. Διακαής πόθος του: Να χτίσει μια μεγαλοπρεπή όπερα στην πόλη του Περουβιανού Αμαζονίου, ώστε να εμφανιστεί εκεί το είδωλό του.

Στην προσπάθεια να εξεύρει το απαιτούμενο κεφάλαιο για να χρηματοδοτήσει το όνειρό του, ο Φιτζκαράλντο επιστρατεύει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, αποπειρώμενος να ανοίξει μια νέα εμπορική οδό για να προμηθεύσει την αγορά με καουτσούκ. Στην καρδιά της αφιλόξενης ζούγκλας, ο ίδιος θα πλεύσει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– κόντρα στο ρεύμα με το ποταμόπλοιό του, ενώ η αδάμαστη θέλησή του θα τον καταστήσει ικανό να μετακινήσει μέχρι και βουνά, ή έστω να περάσει… πάνω από αυτά, μαζί με το μεταφορικό του μέσο!

«Το Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου» («Fitzcarraldo»), σε σκηνοθεσία Βέρνερ Χέρτζογκ, κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1982, και παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο ξακουστές γερμανικές κινηματογραφικές παραγωγές. Αν και φανταστικό πρόσωπο, ο Μπράιαν Σουίνι Φιτζτζέραλντ (Κλάους Κίνσκι) της ταινίας, ένας ιδιόρρυθμος και υπερφιλόδοξος Ιρλανδός άποικος που δραστηριοποιείται στο Περού στις αρχές του 20ού αιώνα, είναι εμπνευσμένος από πραγματική προσωπικότητα: Τον Καρλος Φέρμιν Φίτσκαραλντ (1862-1897), έναν Περουβιανό μεγιστάνα, γιο Αμερικανοϊρλανδού ναυτικού, που πραγματικά εμπορευόταν καουτσούκ και κατόρθωσε να μεταφέρει το καράβι του πάνω από ένα… βουνό. Βέβαια, στην περίπτωσή του, το πλεούμενο αποσυναρμολογήθηκε για να γίνει η μεταφορά, εν αντιθέσει με τον ήρωα του «Fitzcarraldo», ο οποίος το μετακίνησε αυτούσιο!

Πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα

Πιο συγκεκριμένα, στην ταινία, ο Φιτζκαράλντο σκαρφίζεται την ιδέα να διαπλεύσει αντίθετα στο ρεύμα τον ποταμό Πατσιτέα, μέχρι του σημείου που αυτό είναι εφικτό, και έπειτα να διασχίσει με το καράβι του το παρθένο δάσος για να βγει στο απέναντι ποτάμι, Ουκαγιάλι, μία από τις πηγές του Αμαζονίου, ούτως ώστε να αποφύγει να πλεύσει ανάντη στα ορμητικά ρεύματα του Πατσιτέα. Μικρή λεπτομέρεια: O Πατσιτέα, παραπόταμος του Ουκαγιάλι, είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητος, λόγω των εχθρικών ιθαγενών της ζούγκλας που ζουν στις όχθες του…

Μαζί με το πλήρωμά του, ο Φιτζκαράλντο θα διασχίσει τη ζούγκλα διά του Πατσιτέα, και θα φτάσει στο κομβικό σημείο σύγκλισης με τον Ουκαγιάλι, όπως αναφέρει ο χάρτης που έχει προμηθευτεί. Όταν, όμως, επιχειρήσει να περάσει απέναντι, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι το χερσαίο πέρασμα από το ένα ποτάμι στο άλλο είναι ένα… βουνό! Απτόητος, διατάζει να βγει το καράβι στη στεριά και με τη βοήθεια των ιθαγενών, στις τάξεις των οποίων βρίσκει ανέλπιστα τα πιο πρόθυμα εργατικά χέρια, το σέρνει με σχοινιά πάνω από τη βουνοκορφή, για να το περάσει στην άλλη πλευρά.

Αποτυγχάνοντας… μεγαλειωδώς

Φυσικά, οι ιθαγενείς έχουν τους δικούς τους σκοπούς. Θέλοντας να εξευμενίσουν τις θεότητές τους, παραδίδουν τελικά του πλοίο στις ορέξεις των ορμητικών ρευμάτων του Ουκαγιάλι. Έτσι, το σχέδιο του Φιτζκαράλντο τελικά αποτυγχάνει, αλλά ο τελευταίος έχει την ευκαιρία να φιλοξενήσει ένα κονσέρτο στο πλεούμενό του, κατά την επιστροφή του στο Ικίτος, εκεί όπου ένα αλαλάζον πλήθος βρίσκεται στοιβαγμένο στην προκυμαία για να αποθεώσει εκείνον και την αυτοσχέδια όπερά του. Έτσι, ο ίδιος τελικά θα πραγματοποιήσει κατά κάποιον τρόπο το όνειρό του, παρά την εκκωφαντική αποτυχία τού μεγαλειώδους αρχικού σχεδίου.

«Επαναλαμβάνοντας» το επίτευγμα

Όπως προαναφέραμε, το σχέδιο του Φιτζκαράλντο περιελάμβανε να σύρει το τεράστιο, βάρους 320 τόνων ποταμόπλοιο πάνω από ένα μικρό βουνό. Επί της ουσίας, αυτό το πλάνο εκτελέσθηκε αυτούσιο από τον Χέρτζογκ κατά τη διάρκεια της παραγωγής και περιελάμβανε τη μεταφορά του ποταμόπλοιου από πραγματικούς ιθαγενείς, χωρίς τη συνδρομή ειδικών εφέ.

Αποτέλεσμα; Η φαντασμαγορική εικόνα του γιγαντιαίου πλεούμενου να «αναρριχάται» αργόσυρτα στο ομιχλώδες τοπίο της ζούγκλας, σαν να «επιπλέει» στα σύννεφα, μαζί με τη φιγούρα του φανατικού λάτρη της κλασικής μουσικής Φιτζκαράλντο στο προσκήνιο, ο οποίος ποζάρει ντυμένος με το χαρακτηριστικό λευκό κοστούμι και λανσάρει το «τρελό», στοιχειωμένο από εμμονή βλέμμα, με το οποίο ατενίζει το επίτευγμα σαν μαέστρος ορχήστρας· αναμφίβολα μια σκηνή κινηματογραφικής ανθολογίας.

Η υλοποίηση του ανωτέρω εγχειρήματος αποτέλεσε ένα μικρό «θαύμα» της μηχανικής και της ανθρώπινης θέλησης, αλλά και έναν από τους λόγους που το «Fitzcarraldo» θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις πιο αντίξοες και αμφιλεγόμενες παραγωγές στην ιστορία του κινηματογράφου, η οποία χρειάστηκε μία ολόκληρη πενταετία για να ολοκληρωθεί. Με έναν ειρωνικό τρόπο, τα όσα απεικονίζονται στο έργο έμελλε να «φωτογραφίσουν» πολυδιάστατα την πραγματικότητα των ταραχωδών γυρισμάτων, τη φιλοδοξία και την «τρέλα» των προσώπων που ηγήθηκαν της προσπάθειας.

Μεταξύ πολλών άλλων, το «Fitzcarraldo» μνημονεύεται ακόμη και σήμερα για τις πραγματικές διαμάχες που εκτυλίχθηκαν στα παρασκήνιά του: Τα συνεχή ξεσπάσματα του ιδιότροπου –για να το θέσουμε γλαφυρά– Κίνσκι έκαναν τους ιθαγενείς να θέλουν να τον… δολοφονήσουν. Από την πλευρά του, ο Χέρτζογκ κατηγορήθηκε για εκμετάλλευση των ιθαγενών, εγείροντας δικαιολογημένες συγκρίσεις μεταξύ του ίδιου και του… αντιήρωα Φιτζκαράλντο και αντικατοπτρίζοντας εμμέσως όσα αποτυπώνονται στο φιλμ.

Παρότι σαν εξιστόρηση δεν είναι αψεγάδιαστη και θα μπορούσε να έχει αναπτύξει πιο άρτια τους χαρακτήρες, αλλά και τις δυναμικές στη συνύπαρξη μεταξύ των μελών της παράτολμης αποστολής και των ιθαγενών της περουβιανής ζούγκλας, σαν σκηνοθετική πρόκληση και εκτέλεση η ταινία «ισοφαρίζει» το όραμα του πρωταγωνιστικού προσώπου της ιστορίας. Αυτό το στοιχείο προσδίδει πολλαπλά επίπεδα και υποβλητική αύρα γνησιότητας στο επικό έργο, συμβαδίζοντας, όπως είπαμε, σε πολλά σημεία με την… πραγματικότητα των γυρισμάτων.

Το κλίμα μανιώδους καταδίωξης του στόχου, που εκπέμπει σε όλες της τις διαστάσεις η ταινία, δίνει εκτόπισμα στον συλλογισμό πάνω στην καπιταλιστική απληστία, η παρουσία της οποίας είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα: Από τους άξεστους «βαρόνους» του καουτσούκ, οι οποίοι εκμεταλλεύονται με κυνισμό τον φυσικό πλούτο της παρθένας περιοχής, μέχρι τον εκκεντρικό πρωταγωνιστή, που προσπαθεί να τους παραβγεί με την αυτοσχεδιαστική του δεινότητα.

Τελικά, άξιζε το τίμημα;

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, η ζούγκλα του Αμαζονίου, ένας χαοτικός λαβύρινθος πυκνής βλάστησης, απλώνεται καταπιεστικά γύρω από τον επικεφαλής της αποστολής, το πλήρωμά του και το πλεούμενό τους, προσφέροντας την ιδανική αρένα για να ριχτεί μέσα το σύνδρομο μεγαλομανίας του άνδρα πρωταγωνιστή, το οποίο τρέφεται από το ακατάπαυστο κυνήγι των φιλοδοξιών του.

Επί της ουσίας, η ταινία μιλάει για έναν οραματιστή αποικιοκράτη με αχαλίνωτο πείσμα. Έναν ασυμβίβαστο ονειροπόλο, στα όρια της παράνοιας, αποφασισμένο να κάνει τα πάντα για να χτίσει μια όπερα στην καρδιά του τροπικού δάσους στο Βόρειο Περού και να φέρει εκεί τον μεγάλο Ιταλό τενόρο Καρούζο.

Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς αν άξιζε το τίμημα να οδηγηθούν δεκάδες αυτόχθονες «υπηρέτες» αυτού του σκοπού στην εκμετάλλευση και συχνά τον θάνατο, ούτως ώστε να υλοποιηθούν κάποιες «ανώτερες» επιδιώξεις στον βωμό της Τέχνης· ένα δίλημμα που ακουμπά τόσο στην ταινία (πλοκή) όσο και –σε έναν μικρότερο βαθμό– στα γυρίσματά της (τα αντίστοιχα πραγματικά γεγονότα).

Σε ό,τι τον αφορά, ο Φιτζκαράλντο, αν και παρορμητικός σε κάποιες από τις αποφάσεις του, έχει δώσει προ πολλού την απάντηση μέσα του, παραμένοντας ευλαβικά ταγμένος στις «υψηλές» του επιδιώξεις. Δεν ξεστρατίζει χιλιοστό από αυτές και δικαιώνεται –έστω και μερικώς– από το φινάλε που επιλέγει να δώσει ο Χέρτζογκ στην ταινία, παρά την αποτυχία του σχεδίου που κατέστρωσε για να γίνει και αυτός ένας «βαρόνος» του καουτσούκ.

Δεν θα μπορούσε να υπάρχει καταλληλότερος από τον Κλάους Κίνσκι για να υποδυθεί τον ρόλο, για όλους τους σωστούς και συνάμα τους λάθος λόγους. Σε μια καθηλωτική ερμηνεία, ο τελευταίος αποδεικνύεται ιδανικός στο να εκπέμπει την άσβεστη, ακαταδάμαστη, σχεδόν παρανοϊκή «δίψα» του τυχοδιώκτη.


«Flow» (2024): Ένα διαφορετικό animation – παραβολή για την κλιματική αλλαγή

Η πολυβραβευμένη, υποψήφια για Όσκαρ ταινία κινουμένων σχεδίων προβάλλεται αυτή την περίοδο στις ελληνικές αίθουσες

Υπόθεση: Όταν μια μεγάλη πλημμύρα καταστρέφει το σπίτι της γάτας, εκείνη βρίσκει καταφύγιο σε ένα σκάφος που κατοικείται από διάφορα ζώα, με τα οποία θα πρέπει να συνεργαστεί παρά τις διαφορές τους. Με την κιβωτό τους, που πλέει μέσα σε μυστηριώδη, πλημμυρισμένα τοπία, αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και τους κινδύνους της προσαρμογής σε αυτόν τον καινούργιο, υδάτινο κόσμο.

Τιμημένη με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Animation και δις υποψήφια για Όσκαρ (Διεθνούς Ταινίας & Καλύτερου Animation), η ταινία κινουμένων σχεδίων «Flow – Η Γάτα Που Δεν Φοβόταν Το Νερό» (Χρυσή Αθηνά στις ελληνικές «Νύχτες Πρεμιέρας» του 2024) είναι πολλά διαφορετικά πράγματα στη συσκευασία του ενός. Μία άλλη εκδοχή του μύθου του κατακλυσμού και της Κιβωτού του Νώε και ταυτόχρονα μια παραβολή για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, χωρίς τη φυσική παρουσία του ανθρώπου (άγνωστη η μοίρα του είδους μας), αλλά με ξεκάθαρη ταύτιση των ζώων με ανθρώπινες συμπεριφορές. Ένα εικαστικά αξιοσημείωτο (τα εύσημα στον Λετονό κινηματογραφιστή Γκιντς Ζιλμπαλόντις για το ξεχωριστό στιλ του), συναισθηματικά έντονο και παραστατικό, υποδόρια ηθικοπλαστικό και διδακτικό, αλλά όχι δασκαλίστικο animation, για μικρούς και –κυρίως– μεγάλους. Έργο-ωδή στη φύση και τους μηχανισμούς αυτορρύθμισής της, με αιωρούμενο, εμφατικό ερωτηματικό για τον άνθρωπο, εμμέσως πλην σαφώς υπαίτιο της κρίσης, αλλά βολικά απόντα από τα απόνερά της, τουλάχιστον σε… πρώτη ανάγνωση.


 

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: