«Nosferatu» (2024): Η γκροτέσκα εκδοχή του βρικόλακα των Καρπαθίων επέστρεψε… διψασμένη

Κάτι παραπάνω από έναν αιώνα μετά το πρωτότυπο φιλμ του Φρίντριχ Βίλεμ Μουρνάου,
ο σύγχρονος στιλίστας του τρόμου, Ρόμπερτ Έγκερς («Ο Φάρος», 2019), διασκευάζει
εκ νέου το εμβληματικό «Νοσφεράτου». Τι καταφέρνει, όμως, σε σχέση με το original,
αλλά και σε σύγκριση με την αξέχαστη κατάθεση του Βέρνερ Χέρτζογκ εν έτει 1979;
Αναλυτικά η απάντηση στο κείμενο που ακολουθεί.
Στα 1922, ο εμβληματικός σκηνοθέτης του βωβού σινεμά, Φρίντριχ Βίλεμ Μουρνάου, εκμεταλλεύθηκε τον θρύλο του κόμη Δράκουλα από το βιβλίο του Μπραμ Στόκερ για να δημιουργήσει μια ανεπίσημη κινηματογραφική μεταφορά. Μην έχοντας εξασφαλίσει τα δικαιώματα της ιστορίας, τη διαφοροποίησε όσο χρειαζόταν και άλλαξε το όνομα του αιμοδιψούς βρικόλακα, ονομάζοντάς τον κόμη Ορλόκ – aka Νοσφεράτου.
Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε το «Νοσφεράτου: Μία Συμφωνία Τρόμου» («Nosferatu – Eine Symphonie Des Grauens», 1922), ένα διαμάντι του γερμανικού εξπρεσιονισμού, το οποίο εξέλιξε το είδος και δημιούργησε ένα νέο παρακλάδι για τον γοτθικό μύθο του απέθαντου Τρανσυλβανού ευγενούς, που κατοικούσε στα Καρπάθια Όρη. Πραγματεύτηκε, δε, συμβολικά, τη λεγόμενη «φαιά πανούκλα» του φασισμού, η οποία εκείνη την περίοδο εκκολαπτόταν και θα οδηγούσε στη ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ.
Τόσο μεγάλος ήταν ο βαθμός επιδραστικότητας αυτής της ταινίας, που σήμερα η ιστορία του γκροτέσκου και τερατώδους Νοσφεράτου έχει κατά κάποιον τρόπο κερδίσει μια σχετική αυτονομία από τον Δράκουλα, ο οποίος έχει λανσαριστεί πολλές φορές στο σινεμά ως ρομαντική και πιο ανθρώπινη –ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά– φιγούρα, με αποκορύφωμα τον γοητευτικό αριστοκράτη που υποδύθηκε ο Γκάρι Όλντμαν στο αξέχαστο «Bram Stoker’s Dracula» (1992) του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Ο κόμης Ορλόκ, λοιπόν, αποτελεί στις μέρες μας ένα ξεχωριστό σημείο αναφοράς για την έβδομη τέχνη, έχοντας διασκευαστεί κατ’ επανάληψη, με πιο επιτυχημένο ριμέικ το «Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας» (1979) του Βέρνερ Χέρτζογκ, εκεί όπου ο Κλάους Κίνσκι υποδύθηκε μια πιο προσγειωμένη και μελαγχολική εκδοχή του ανατριχιαστικού τέρατος, εξυπηρετώντας τελικά τη δημιουργία μιας παραβολής για την ανθρώπινη κατάσταση, η οποία φέρει έναν σημαίνοντα στοχασμό πάνω στο αναπόδραστο σκοτάδι της φύσης μας. Έχει αποτελέσει, επίσης, κεντρική θεματική για ταινίες όπως το αδιάφορο «Vampire in Venice» του 1988 (πάλι με τον Κίνσκι) και το αξιόλογο «Shadow of the Vampire» του 2000.
Ο Έγκερς εντάσσει ενδιαφέροντα folk horror στοιχεία στον μύθο, παγιώνει ένα ζοφερό, εφιαλτικό κλίμα, έναν χώρο στον οποίο κάνουν αντήχηση η αγωνία και η απόγνωση
Ταινία με καλλιτεχνική σφραγίδα
Σήμερα, κάτι παραπάνω από έναν αιώνα μετά το πρωτότυπο βουβό φιλμ του Μουρνάου, ο σύγχρονος στιλίστας του τρόμου, Ρόμπερτ Έγκερς («Ο Φάρος», 2019), διασκευάζει εκ νέου το «Νοσφεράτου». Ο ταλαντούχος σκηνοθέτης, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι μάγος του στιλιζαρίσματος και μαέστρος της ατμοσφαιρικότητας (τηρώντας με αρτιότητα τις ισορροπίες ανάμεσα στο θρίλερ και τον τρόμο), παραδίδει μια ταινία που φέρει τη δική του σφραγίδα. Εντάσσει ενδιαφέροντα folk horror στοιχεία στον μύθο, παγιώνει ένα ζοφερό, εφιαλτικό κλίμα, έναν χώρο στον οποίο κάνουν αντήχηση η αγωνία και η απόγνωση.
Και πάνω στον κεντρικό άξονα της πλοκής, που δεν είναι άλλος από την αποστολή του μεσίτη Τόμας Χάτερ (Νίκολας Χουλτ), ο οποίος ταξιδεύει στον χειμώνα του 1838 στην Τρανσυλβανία για να επικυρώσει μια συμφωνία αγοραπωλησίας ακινήτου με τον μυστηριώδη κόμη Ορλόκ (Μπιλ Σκάρσγκαρντ), βρίσκει το πάτημα για να φέρει την οργανωμένη κοινωνία των ανθρώπων αντιμέτωπη με ένα ερεβώδες, αρχέγονο και μέχρι πρότινος εξοστρακισμένο κακό, που ασελγεί διαβρωτικά προς κάθε θεσμό της, προκαλώντας της παραλυτικό τρόμο.
Η πόλη της Γερμανίας όπου κατοικεί ο Τόμας παραδίδεται στην απορρυθμιστική επίδραση της σκοτεινής δύναμης του Νοσφεράτου, ολισθαίνοντας στο χάος.
Θεματικές
Σε μια τόσο οριακή συγκυρία (μια έξαρση πανούκλας, όπως μια… πανδημία), τα δίπολα σύγκρουσης είναι αναπόφευκτα. Εν πρώτοις, η ορθολογική σκέψη έρχεται αντιμέτωπη με την παραεπιστήμη και τον αποκρυφισμό.
Σε αυτό το σημείο, ο Γουίλεμ Νταφόε, ο οποίος επιστρέφει στον κόσμο του Νοσφεράτου μετά την προταθείσα για Όσκαρ ερμηνεία του στο «Shadow of the Vampire» (σ.σ. είχε υποδυθεί τον ηθοποιό Μαξ Σρεκ –κόμης Ορλόκ– στον fictional αναστοχασμό των γυρισμάτων του πρωτότυπου «Nosferatu»), γίνεται η ενσάρκωση αυτής της διαμάχης· ο ιδιόρρυθμος και αντισυμβατικός καθηγητής που ερμηνεύει ο Αμερικανός ηθοποιός είναι μια άλλη εκδοχή του Βαν Χέλσινγκ.
Επιπλέον, ο Έγκερς κάνει φιλότιμες προσπάθειες να επικαιροποιήσει τα θέματα του μύθου, μετακινώντας την εστίαση του γοτθικού παραμυθιού στην ερωτικής φύσης εμμονή που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μεταξύ της νεαρής Έλεν (Λίλι-Ρόουζ Ντεπ), συζύγου του Τόμας, και του τρομακτικού βαμπίρ. Εδώ, είναι φανερή η πρόθεση του σκηνοθέτη να αντιπαραβάλει την Έλεν με τον συντηρητισμό και τη σεξουαλική καταπίεση που υφίσταται από την κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα (άλλη μια σύγκρουση δηλαδή), συμπυκνώνοντας τα ταμπού στο πρόσωπο του Νοσφεράτου, δηλαδή του δαίμονα που γεννά μέσα της όλη αυτή η ασφυκτική συνθήκη. Κι όμως, όπως αποδεικνύεται στο τέλος, η γυναίκα αυτή είναι η μόνη ικανή να δώσει τη λύση, δαμάζοντας τον «δαίμονά» της και δείχνοντας τον δρόμο στην κοινωνία για να πράξει το ίδιο.
Φυσιολογικά, η ταινία του Έγκερς πατά σε αρκετά σημεία πάνω στις προηγούμενες δύο κλασικές του διαβόητου βρικόλακα (π.χ. η χρήση έντονων φωτοσκιάσεων, η οποία προσδίδει ψυχολογικό εκτόπισμα και επικοινωνεί την εσωτερική ταραχή και διαμάχη των χαρακτήρων, αλλά και εικονοποιεί την απειλή και το εξαπλούμενο κακό στην επιβλητική σκιά του Νοσφεράτου, αποτελεί βασικό γνώρισμα των βουβών ταινιών του γερμανικού εξπρεσσιονισμού, όπως αυτή του 1922, ενώ η σύγκρουση μεταξύ πίστης και επιστήμης είναι μια θεματική που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται στην ταινία του 1979) και, μάλιστα, εμπλουτίζει την ιστορία τόσο αισθητικά όσο και αισθητηριακά, αλλά και ως προς τα θέματα. Η παραγωγή είναι προσεγμένη στη λεπτομέρεια, ενώ τα ξεπλυμένα χρώματα προσδίδουν στοιχειωτική υφή στο φιλμ.
Συμπεράσματα
Το αποτέλεσμα που εισπράττει ο θεατής είναι μεν καθηλωτικό, κάτι που αποτυπώνεται και στη μέχρι τώρα καλή πορεία που διαγράφει η ταινία στο παγκόσμιο box office (σ.σ. πριν από λίγες μέρες ξεπέρασε τα 100 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις). Ωστόσο, σε αρκετά σημεία, η άψογη εικονογράφηση δεν συνδυάζεται από τη δέουσα εμβάθυνση στις ομολογουμένως ενδιαφέρουσες θεματικές που επιχειρεί να αναπτύξει ο Έγκερς, κάτι που θα προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη δυναμική στην πρότασή του. «Θαμμένος» κάτω από τόνους προσθετικών, ο κόμης «βρυχάται», αλλά δεν μπορεί να «αναπνεύσει» ως χαρακτήρας· την ίδια στιγμή, ο καθηγητής που ερμηνεύει ο Νταφόε δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καρικατούρα, η οποία δεν προάγει πειστικά διλήμματα.
Αντιθέτως, οι Μουρνάου και Χέρτζογκ όχι μόνο εξάντλησαν κάθε αντίστοιχο περιθώριο στις δικές τους ταινίες, αλλά μπορούμε να πούμε ότι δημιούργησαν έργα μοναδικά στο είδος τους, με μνημειώδες καλλιτεχνικό και φιλοσοφικό βάθος.