Κινηματογράφος: «Θεϊκό Τυρί» («Vingt Dieux»/«Holy Cow», 2024)

Οι περιπέτειες ενός νεαρού επίδοξου τυροκόμου στη γαλλική επαρχία
16/05/2025
7' διάβασμα
kinimatografos-theiko-tyri-vingt-dieux-holy-cow-2024-353016

Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Λουίζ Κουρβουαζιέ διηγείται μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης, με φόντο την ηλιόλουστη εξοχή και τα μυστικά της τυροκόμησης

ΥΠΟΘΕΣΗ: Ο 18χρονος Τοτόν είναι ένας νέος χωρίς σαφή προσανατολισμό στη ζωή του, ο οποίος αναλώνει τον χρόνο του σε κραιπάλες με τους φίλους του. Όμως, ένα καταλυτικό γεγονός αλλάζει μια για πάντα την καθημερινότητά του: Πλέον, πρέπει να φροντίσει την επτάχρονη μικρή του αδερφή και να βρει τρόπο να κερδίσει τα προς το ζην. Αποφασίζει, λοιπόν, να φτιάξει το καλύτερο γαλλικό τυρί Κομτέ (Comté) του Νομού Ζυρά (σ.σ. υπάγεται στη γνωστή διοικητική περιοχή Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ της Kεντροανατολικής Γαλλίας), για να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στον αγροτικό διαγωνισμό και χρηματικό έπαθλο 30.000 ευρώ.

Στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, η Λουίζ Κουρβουαζιέ στρέφει το βλέμμα της στη γαλλική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της για να αφηγηθεί μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης. Στο μικροσκόπιο της δραμεντί «Θεϊκό Τυρί» («Vingt Dieux» / «Holy Cow», 2024) μπαίνουν οι αδέξιοι έρωτες και οι «κοκορομαχίες» της εφηβείας, η απότομη ενηλικίωση μετά την απώλεια του γονιού, αλλά και τα δειλά και επίσης αδέξια πρώτα βήματα στον κόσμο του αγροτικού επιχειρείν, και συγκεκριμένα στον απαιτητικό τυροκομικό κλάδο, με φόντο το ηλιόλουστο σκηνικό της εξοχής. Επιχειρώντας, τολμώντας και ρισκάροντας –με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο–, ο Τοτόν δεν θα αποφύγει τις «τρικλοποδιές» και τα «χαστούκια», αλλά μέσα από αυτά θα διδαχθεί πολλά για τον εαυτό του και τους γύρω του, εμπεδώνοντας σφαιρικά έννοιες όπως η φιλία, ο έρωτας, η αλληλεγγύη και φυσικά… το επάγγελμα του τυροκόμου.

Μεταξύ άλλων μαθημάτων –εκ των παθημάτων–, θα εμπεδώσει από πρώτο χέρι ότι, χωρίς πυτιά, τυρί… δεν γίνεται, αλλά και ότι η σφραγίδα του εμβληματικού ΠΟΠ προϊόντος Κομτέ δεν είναι… παίξε γέλασε, αλλά εξασφαλίζεται μετά από μια απαιτητική και μακροχρόνια διαδικασία! Δεν υφίστανται, λοιπόν, παρακαμπτήριες οδοί στον δρόμο για να δημιουργήσει κάποιος ένα «θεϊκό» τυρί, ή για να γίνει –αντίστοιχα– καλύτερος φίλος ή σύντροφος.

Στηριγμένη στις πλάτες ενός καστ νέων, μη επαγγελματιών ηθοποιών, οι οποίοι καταφέρνουν με το παραπάνω να μεταδώσουν τον παλμό της νέας γενιάς στην αγροτική Γαλλία, η ταινία είναι απλή ως σύλληψη και εκτέλεση, αλλά βλέπεται ευχάριστα, δεδομένου ότι δεν υστερεί χτυπητά σε κάτι. Ωστόσο, ανά διαστήματα, αφήνει στον θεατή την εντύπωση ότι της λείπει η φιλμική «πυτιά», που θα έδινε ένα πραγματικά στιβαρό αποτέλεσμα, το οποίο θα είχαμε περισσότερους λόγους για να μνημονεύουμε.

Η ταινία προβάλλεται αυτό το διάστημα στις ελληνικές αίθουσες από την
One from the Heart.

«Το Τραγούδι του Δρόμου» («Pather Panchali», 1955): Η ζωή στην ινδική ύπαιθρο, με τη ματιά του Σατιατζίτ Ράι

Το πρώτο μέρος της εμβληματικής τριλογίας του μεγάλου Ανατολίτη σκηνοθέτη

«Αν δεν έχεις δει το σινεμά του Ράι, είναι σαν να υπάρχεις στον κόσμο χωρίς να έχεις δει τον ήλιο ή το φεγγάρι». Αυτήν τη βαρύγδουπη δήλωση είχε κάνει ο κορυφαίος Ακίρα Κουροσάβα για τις ταινίες του μεγάλου Ινδού νεορεαλιστή Σατιατζίτ Ράι. Ίσως το σημαντικότερο δείγμα γραφής, που επιβεβαιώνει τα άκρως κολακευτικά σχόλια για το έργο του τελευταίου, είναι η περίφημη Τριλογία του Απού, την οποία ο Ράι ξεκίνησε και ολοκλήρωσε κατά τη δεκαετία του 1950. Η εξιστόρηση των τριών αυτών ταινιών κινείται γύρω από τη ζωή του Απού, ενός μικρού αγοριού, το οποίο γεννιέται, μεγαλώνει υπό συνθήκες ανέχειας και κατόπιν ενηλικιώνεται.

Η πρώτη ταινία της τριλογίας, με τίτλο «Το Τραγούδι του Δρόμου» («Pather Panchali», 1955), εστιάζει στην παιδική ηλικία του Απού, της μεγαλύτερης αδερφής του, Ντούργκα, και της μητέρας τους, η οποία προσπαθεί να τα φέρει βόλτα στο ετοιμόρροπο πατρικό τους σπίτι, σε ένα φτωχό χωριό της ινδικής υπαίθρου, στη σκιά της μακροχρόνιας απουσίας του πατέρα, ο οποίος αγωνίζεται για ένα πενιχρό μεροκάματο. Τα παιδιά θα γαλουχηθούν στις δύσκολες καθημερινές συνθήκες και θα βιώσουν μια πρόωρη ενηλικίωση, στην οποία τίποτα δεν είναι δεδομένο – ακόμα και η ίδια η ζωή.

Παρά τις συνεχιζόμενες αντιξοότητες, η ταινία δεν επενδύει στο εύκολο μελόδραμα, αλλά επιτυγχάνει να υιοθετήσει μια κρυστάλλινα ρεαλιστική ματιά, με την οποία αποτυπώνει ισορροπημένα στο σελιλόιντ την καθημερινότητα της οικογένειας, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κάθε μέλους, αλλά και τη συνύπαρξη με τους συγγενείς (σ.σ. η ηλικιωμένη θεία είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο από μόνη της!) και τους υπόλοιπους συγχωριανούς.

Επίσης, εμβαθύνει στην τάση των παιδιών να αντλούν νόημα από τα πιο απλά πράγματα, διαφυλάσσοντας ένα κομμάτι της αθωότητας που συνεπάγεται η ηλικία τους, και την αντιπαραβάλλει με την πραγματιστική οπτική της μάνας, η οποία ενδυναμώνει την πτυχή του κοινωνικού ρεαλισμού (σ.σ. αναπόσπαστο κομμάτι του συγκεκριμένου έργου, όπως και η λαογραφική διάσταση).

Υπό αντίξοες συνθήκες

Ο φακός αιχμαλωτίζει την κάθε στιγμή και το κάθε ερέθισμα, υιοθετώντας επιδέξιες τεχνικές και εισάγοντας μια ιδιαίτερη αισθητική. Το επίτευγμα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, εάν συνυπολογιστούν οι δυσκολίες χρηματοδότησης που αντιμετώπισε η παραγωγή της πρώτης ταινίας της τριλογίας, αναγκάζοντας τον Ράι να χρησιμοποιήσει ερασιτέχνες ηθοποιούς και ομάδα παραγωγής. Αντιξοότητες, λοιπόν, μπροστά από την κάμερα, αλλά και πίσω από αυτήν – κάτι που, πάντως, δεν γίνεται αντιληπτό, κρίνοντας από το αρτιότατο τελικό αποτέλεσμα:

Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο, ο Ράι παραδίδει σεμινάριο νεορεαλιστικής αφήγησης, υπό την ατμοσφαιρική συνοδεία των συνθέσεων για σιτάρ του Ινδού δεξιοτέχνη Ραβί Σανκάρ, οι οποίες προσδίδουν μια υποβλητική νότα τοπικής παράδοσης.

Η Τριλογία του Απού προβλήθηκε στο αθηναϊκό θερινό σινεμά Ατενέ (Λευκωσίας 43, Πατήσια) από 1 έως 7 Μαΐου.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: