Πολιτισμός: «Το Πράσινο Βιβλίο» («Green Book», 2018)

Ένα χολιγουντιανά προβλέψιμο κινηματογραφικό οδοιπορικό, που αν και θέλει να είναι μέρος της σύγχρονης εκστρατείας ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις, εντούτοις προσεγγίζει το θέμα του με παλιομοδίτικο και παρωχημενο τρόπο, «ζέχνοντας» συμβιβασμό και συντήρηση
ΗΠΑ, αρχές δεκαετίας του 1960. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια φτωχή ιταλοαμερικανική γειτονιά του Μπρονξ, ο Τόνι «Λιπ» Βαλελόνγκα (Βίγκο Μόρτενσεν) είναι ένας άνθρωπος της πιάτσας, που βγάζει τα προς το ζην ως πορτιέρης σε τοπικό νυχτερινό στέκι. Εξωστρεφής και δυναμικός, δείχνει ότι έχει την καπατσοσύνη ώστε να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε μπαγαποντιά. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να τον φανταστούμε να κατέχει πόστο σε κάποια… μαφιόζικη συμμορία της υποβαθμισμένης νεοϋορκέζικης περιοχής.
Όταν το νυχτερινό κέντρο κλείνει προσωρινά για ανακαίνιση, ο Τόνι βρίσκεται σε αναζήτηση νέας δουλειάς. Τότε, παρά τις έντονα ρατσιστικές τάσεις που τον διακρίνουν, αναγκάζεται να εργαστεί ως σοφέρ, στις υπηρεσίες του παγκοσμίου φήμης Αφροαμερικανού πιανίστα Ντον Σίρλεϊ (Μαχερσάλα Αλί).
Αποστολή του, να συνοδεύσει τον αναγνωρισμένο μουσικό σε μια περιοδεία, διάρκειας οκτώ εβδομάδων, στον αφιλόξενο –απέναντι στις φυλετικές μειονότητες– βαθύ Αμερικανικό Νότο. Εκεί, θα πρέπει να κινηθούν στηριζόμενοι στο «Πράσινο Βιβλίο», ένα εγχειρίδιο «επιβίωσης», το οποίο θα τους υποδείξει τα ελάχιστα καταλύματα, σημεία εστίασης κ.λπ., που ήταν ασφαλή εκείνη την εποχή για τους Αφροαμερικανούς.
«Πραγματική» ιστορία
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η συμβίωση των δύο ταξιδιωτών με τα εκ διαμέτρου αντίθετα υπόβαθρα ξεδιπλώνεται στη βιογραφική δραμεντί «Green Book» («Το Πράσινο Βιβλίο»), ένα χολιγουντιανά προβλέψιμο κινηματογραφικό οδοιπορικό, για το οποίο ισχύουν δύο τινά: Εκ πρώτης όψεως, είναι προσαρμοσμένο στα μέτρα της προοδευτικής ατζέντας που προτάσσει στις μέρες μας η βιομηχανία του θεάματος στις ΗΠΑ. Ωστόσο, από την άλλη, προσεγγίζει το θέμα των φυλετικών διακρίσεων με παλιομοδίτικο και παρωχημενο τρόπο, «ζέχνοντας» συμβιβασμό και συντήρηση.
Σε πρώτο πλάνο μπαίνουν οι δύο πρωταγωνιστές, πυροδοτώντας μια ηθελημένη αντιστροφή των στερεοτύπων (σ.σ. ο εύπορος, κοσμοπολίτης Αφροαμερικανός συναντά τον βιοπαλαιστή, άξεστο λευκό). Μια συνθήκη που στη θεωρία παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, ωστόσο διερευνάται επιδερμικά: Το σταδιακό δέσιμο, που αναπτύσσεται μεταξύ των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, λαμβάνει χώρα μέσα από χιλιοπαιγμένες σεναριακές κοινοτοπίες, τις οποίες ο σκηνοθέτης των… «επιτυχιών» Πίτερ Φαρέλι (σ.σ. επικεφαλής του franchise «Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος») και η υπόλοιπη συγγραφική ομάδα διαχειρίζονται με αρκετή «προσοχή», ώστε να μη φέρνουν ποτέ σε άβολη θέση το ευρύ «λευκό» κοινό που παρακολουθεί. Συνεπώς, ο σχολιασμός της ταινίας πάνω στις διαφυλετικές δυναμικές και το θέμα του ρατσισμού καθίσταται απλοϊκός και ρηχός.
Αρκούν οι ερμηνείες;
Η εν λόγω ταινία διασώζεται μερικώς χάρη στην ηθοποιία του πρωταγωνιστικού διδύμου, και ιδίως του Αλί, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε «ήρεμη δύναμη» του αμερικανικού κινηματογράφου (βλ. «Moonlight», 2016). Εκτός από το βιρτουόζικο παίξιμο, τα στοιχεία που κεντρίζουν την προσοχή πάνω στον πιανίστα Σίρλεϊ είναι η ευπρέπεια και η αριστοκρατική συμπεριφορά, συνθέτοντας μια προσωπικότητα που ουδεμία σχέση έχει με τον κόσμο του περιθωρίου, από όπου προέρχεται ο Λιπ.
Υποδυόμενος έναν καλλιτέχνη αποκομμένο από τις «ταπεινές» αφροαμερικανικές του ρίζες, τους συγγενείς του και τη «μαύρη» κουλτούρα, ο οποίος ταυτόχρονα είναι καταδικασμένος να μη γίνει ποτέ ταξικά αποδεκτός από τους «λευκούς» προνομιούχους, ο Αλί εμπλουτίζει την ταινία με μια λεπτή ερμηνεία, που μεταφέρει την απομόνωση, την εσωστρέφεια και την αινιγματικότητα του Σίρλεϊ. Ο τελευταίος σκιαγραφείται να ακροβατεί με αξιοπρέπεια ανάμεσα σε δύο κόσμους, επιφορτισμένος με ένα ευγενές αίσθημα καθήκοντος.
Ρίχνοντας γέφυρες
Το Πράσινο Βιβλίο είναι ο ιδιότυπος ταξιδιωτικός οδηγός που υποδεικνύει στους δύο συνοδοιπόρους πώς θα κινηθούν, ώστε να αποφύγουν τις κακοτοπιές του ρατσιστικού αμερικανικού Νότου. Καθώς, όμως, οι κίνδυνοι πάντα ελλοχεύουν, οι Σίρλεϊ και Λιπ καλούνται να παραμερίσουν όσα τους χωρίζουν, να προσηλωθούν στον στόχο τους, και, αναπόφευκτα, να συναισθανθούν ο ένας τον άλλο, κάτι που τους βοηθά να αντιληφθούν τους μεταξύ τους κοινούς τόπους (οποία έκπληξη!).
Ξεκινούν, λοιπόν, να γεφυρώνουν το κοινωνικό χάσμα μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, «καθ’ οδόν» προς τους «σταθμούς» της περιοδείας. Κατά τη διάρκεια της περιπέτειάς τους, ο μέχρι πρότινος «κουμπωμένος» Σίρλεϊ προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει ηθικές αρχές και να εξευγενίσει τον άγαρμπο και φαφλατά Λιπ, τη στιγμή που ο τελευταίος τον μυεί σε έναν πιο αυθόρμητο και ανέμελο τρόπο ζωής, παρακινώντας τον να ξεμυτίσει από το καβούκι της σοβαροφάνειας και να γίνει πιο αυθόρμητος και χαλαρός.
Βέβαια, η ενθάρρυνση μιας τέτοιας παρέκκλισης από την πεπατημένη κρύβει παγίδες, ειδικά όταν αντιβαίνει στους οπισθοδρομικούς κανόνες του ακραία ρατσιστικού αμερικανικού Νότου. Αυτές τις συνθήκες εκμεταλλεύεται με διόλου πρωτότυπο τρόπο ο Φαρέλι, θέτοντας τους πρωταγωνιστές αντιμέτωπους με ορισμένες από τις πλέον κλισέ, διαλεγμένες από το πανέρι εκδηλώσεις της λεγόμενης «λευκής υπεροχής».
Τις χρησιμοποιεί, δε, ως πρόσχημα για την ολική μεταστροφή της στάσης του Λιπ απέναντι στον εργοδότη του, παρουσιάζοντάς τον ως δήθεν αηδιασμένο από τον ρατσισμό των Νοτίων προς το πρόσωπο του «μαύρου» μουσικού (σ.σ. ο ίδιος ο Λιπ ήταν εφάμιλλα μισαλλόδοξος με τους Νοτίους στο ξεκίνημα της ταινίας).
Μιας μεταστροφής που –φυσικά– διευκολύνεται από το προφίλ του Αφροαμερικανού καλλιτέχνη (πλούσιος, σπουδαίος πιανίστας, με αριστοκρατικούς τρόπους), αλλά θα ήταν πολύ πιο σύνθετη διαδικασία εφόσον το ίδιο προφίλ ήταν περισσότερο συνυφασμένο με τα ρατσιστικά στερεότυπα (ένας «μαύρος» των γκέτο).
«Μια συμφωνία από ψέματα»
Με αυτά και με αυτά, ο ιταλικής καταγωγής οδηγός φτάνει πια στο σημείο να θέτει ανιδιοτελώς εαυτόν στις υπηρεσίες του Σίρλεϊ και να ανάγεται σε άγρυπνο προστάτη του, αφήνοντας κατά μέρος τα αυστηρώς οικονομικά κίνητρα που αρχικά τον είχαν οδηγήσει στην απόφαση να εργαστεί για εκείνον.
Περιττό να αναφέρουμε ότι το σενάριο, που συνυπογράφει καθόλου τυχαία ο γιος του Τόνι Λιπ, Νικ Βαλελόνγκα, και χαρακτηρίστηκε από την οικογένεια του Σίρλεϊ ως «μια συμφωνία από ψέματα», από ένα σημείο και μετά μέλλεται περισσότερο να αναδείξει τον πρώτο ως φύλακα άγγελο και σωτήρα του «ευάλωτου» καλλιτέχνη, τη στιγμή που απεικονίζει τον τελευταίο ως έναν άνθρωπο στο χείλος του να τα παρατήσει, ως ένα άτομο μη ικανό να ορθώσει ανάστημα μπροστά στον κίνδυνο ή έστω να ελιχθεί για να αποφύγει την παραμικρή κακοτοπιά.
Ακόμα και η απροσδόκητη αποκάλυψη (SPOILER ALERT!) των κρυφών ομοφυλοφιλικών αισθημάτων του Σίρλεϊ δεν φέρνει κάποια αντίδραση –αμηχανίας έστω– από τον οδηγό του, πράγμα παράδοξο εάν αναλογιστεί κανείς ότι στην αρχή ο Λιπ είχε παρουσιαστεί ως ιδιαίτερα προκατειλημμένος και κλειστόμυαλος άνθρωπος.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Φαρέλι επιλέγει να χειριστεί το συγκεκριμένο θέμα διπλωματικά, αφήνοντάς το μετέωρο. Αποφεύγει, έτσι, να απαντήσει ευθέως στο αν η ομοφυλοφιλία του Σίρλεϊ αποσπά την ανοχή ή την ειλικρινή αποδοχή του Λιπ. Από τη στιγμή, άλλωστε, που ο Τόνι είναι ο απλοϊκός, καθημερινός τύπος που σχεδόν «εκπλιπαρεί» –και τελικά πετυχαίνει– την ταύτιση του μέσου θεατή μαζί του, όλα πάνω του παρουσιάζονται χονδροειδώς στρογγυλεμένα.
Κάπως έτσι, μια ιστορία που θα έπρεπε να ανήκει δικαιωματικά στον μεγάλο Αφροαμερικανό μουσικό, που την έχτισε με το σθένος και την άγνοια κινδύνου του, μετατρέπεται σε ένα ακόμη ρεσιτάλ «λευκού» ηρωισμού για… καλό σκοπό.
Διπλωματική προσέγγιση
Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον Λιπ, έτσι και ο κάθε νοήμων σημερινός άνθρωπος θα ένιωθε αποστροφή απέναντι στις επαίσχυντες φυλετικές διακρίσεις και τις πρακτικές εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που παρακολουθούμε κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού των δύο ηρώων. Όμως, όσο πιο ακραία και αποκρουστικά είναι τα παραδείγματα των συμπεριφορών του Νότου ενάντια στους Αφροαμερικανούς, άλλο τόσο παρωχημένη μοιάζει η προσπάθεια της ταινίας να καταδικάσει, πράττοντας το… αυτονόητο!
Και εξηγούμαστε: Εν έτει 2025, σε μια εποχή που ανθούν σύνθετες μορφές κεκαλυμμένου ρατσισμού σε ένα ευρύτατο φάσμα της σύγχρονης κοινωνίας, οι οποίες είναι επικίνδυνες ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι είναι δυσδιάκριτες, τι καινούργιο έχει να προσφέρει στη συζήτηση μία ακόμη καταδίκη των εκδηλώσεων ρατσιστικού μίσους των «ρέντνεκς»;
Πόσω μάλλον, όταν την αμέσως προηγούμενη χρονιά από το «Green Book», ένας άλλος δημιουργός, ο Αφροαμερικανός σκηνοθέτης Τζόρνταν Πιλ, ξεδίπλωνε μέσω του εξαίρετου «Get Out» («Τρέξε!», 2017) μία πανέξυπνη ιδέα γύρω από την υπόγεια εκμετάλλευση και χειραγώγηση της φυλετικής μειονότητας των μαύρων από τους λευκούς, πίσω από το προσωπείο της ανοχής και της συμπερίληψης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ο Φαρέλι δεν φαίνεται να επιθυμεί να βγάλει το «λευκό» κοινό από τη ζώνη άνεσής του.
Ώρες ώρες, το «Green Book» φτάνει στο σημείο να παραπέμπει στις ταινίες εκείνες που υπενθυμίζουν ένα ιδιαίτερα «σκοτεινό» παρελθόν, με απώτερο σκοπό να προσφέρουν στο κοινό μια αίσθηση επιβράβευσης για την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο μεταξύ. Περνά, έτσι, υποσυνήδειτα την αντίληψη ότι ο ρατσισμός είναι ένα φαινόμενο κοινωνικής παθογένειας που, λίγο πολύ, οι «προοδευτικές» κοινωνίες έχουν αφήσει στο παρελθόν, ενώ στην πραγματικότητα επιβιώνει μέχρι σήμερα, και μάλιστα σε πολλές διαφορετικές μορφές. Επιπλέον, μοιάζει να υποκύπτει στην απλοϊκή σκέψη ότι ο ρατσισμός είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί οριστικά με λίγη καλή θέληση και ανοχή από πλευράς της λευκής φυλής.
Τέλος, ας επισημανθεί και το γεγονός ότι, παρότι ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία αποτελούν μερικά από τα κυρίαρχα θέματα της ταινίας, το χιούμορ της πατά σε αρκετά μεγάλο βαθμό πάνω σε ρατσιστικά και σεξιστικά στερεότυπα.
Άλλη μια ιστορία του «λευκού σωτήρα»
Άραγε, με πόσο μεγάλα αποθέματα αφέλειας χρειάζεται να εξοπλιστεί κανείς, προκειμένου να δεχτεί αναντίρρητα ότι, πράγματι, αρκεί ένα μακροσκελές road trip με συνοδηγό έναν εύπορο Αφροαμερικανό μουσικό, ώστε να γιατρευτεί η –καλά ριζωμένη στην ψυχή– αρρώστια του ρατσισμού; Για το «Green Book», μάλλον δεν υπάρχει κανένα δίλημμα.
Η «βολική» στροφή 180 μοιρών και η πλήρης εξιλέωση του Λιπ δεν αφήνουν περιθώρια αυτοκριτικής, παρά μόνο χορηγούν υπεραπλουστευμένα άλλοθι. Είναι η αναμασημένη ιστορία του «λευκού σωτήρα», τον οποίο το Χόλιγουντ εντυπώνει εδώ και δεκαετίες μεθοδευμένα στη συνείδηση του κοινού του ως τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε αξιομνημόνευτης αφροαμερικανικής «κατάκτησης».
Ή, με άλλα λόγια, συνιστά το φιλικό χτύπημα στην πλάτη, που περιμένουν διακαώς πολλοί από τους θεατές του συγκεκριμένου «crowd pleaser», το οποίο δεν έχει να δηλώσει τίποτα που να μη γνωρίζουμε ή που να μην έχουμε ήδη δει στη μεγάλη οθόνη.
Η ταινία θα παραμείνει διαθέσιμη στην ψηφιακή πλατφόρμα της ΕΡΤ (σ.σ. ERTFLIX) μέχρι και τις 3 Σεπτεμβρίου.
Ο απροσδόκητος θρίαμβος στα Όσκαρ του 2019 Το «Green Book» είναι μια ταινία από εκείνες που προβαίνουν στους περισσότερους δυνατούς συμβιβασμούς, ούτως ώστε να μην αφήσουν κανέναν παραπονεμένο, και χρησιμοποιούν δοκιμασμένα τεχνάσματα για να χειραγωγήσουν το συναίσθημα. Δεν είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, που η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τσίμπησε αμάσητο το «δόλωμα» του «Πράσινου Βιβλίου». Σε μια μάχη που κρίθηκε στο νήμα στις 24 Φεβρουαρίου του 2019, το έργο επικράτησε του κλάσεις ανώτερου «Roma» (2018), κερδίζοντας τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού Ρόλου (Μαχερσάλα Αλί) και Πρωτότυπου Σεναρίου (Πίτερ Φάρελι, Μπράιαν Χέιζ Κάρι και Νικ Βαλελόνγκα). |
«Η Ορχήστρα του Αδερφού μου» (2024): Γεφυρώνοντας… σωστά το χάσμα
Η τρίτη ταινία του Εμανουέλ Κουρκόλ («Ένας Θρίαμβος») ξεκινά ως μια απλά feelgood κοινωνική δραμεντί, αλλά καταλήγει να είναι μία από τις πραγματικά συγκινητικές ταινίες της φετινής χρονιάς. Ο αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας Τιμπό (Μπενζαμέν Λαβέρν), που λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας βρίσκεται σε αναζήτηση δότη μυελού των οστών, ανακαλύπτει ότι έχει έναν αδελφό, τον βιοπαλαιστή Τζίμι (Πιέρ Λοτέν), την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Τα δύο αδέρφια, που χωρίστηκαν από τις συνθήκες, μεγαλώνοντας μακριά το ένα από το άλλο (όχι μόνο ως φυσικές παρουσίες, αλλά και ταξικά), ξανασυναντιούνται για να γεφυρώσουν το χάσμα τους με θεραπευτικό μέσο τη μουσική. Η μοίρα, όμως, παίζει πάντα τα δικά της παιχνίδια… Παρότι η κεντρική ιδέα της «Ορχήστρας του Αδερφού Μου» («En Fanfare» / «The Marching Band», 2024) έχει άρωμα «Green Book» και η εξιστόρησή της κινείται γενικά σε μία οικεία πεπατημένη, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών και η ισορροπημένη σκηνοθεσία του Κουρκόλ δίνουν συνεχώς ενέσεις ενδιαφέροντος στο τελικό αποτέλεσμα, μέχρι που σε… γονατίζουν. Χωρίς πολλά λόγια: Δείτε τη.
Η ταινία προβάλλεται αυτή την περίοδο στα σινεμά.