Η πορεία της καλλιέργειας βαμβακιού για το 2020

του δρος Μωχάμεντ Νταράουσε, προϊσταμένου Εθνικού Κέντρου Βάμβακος

ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Το 2020 ήταν μια χρονιά με άστατες καιρικές συνθήκες, κυρίως στις νοτιότερες περιοχές, (Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα). Υπήρχαν μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, αλλά και κατά τη διάρκεια όλης της καλλιεργητικής περιόδου. Έτσι, οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν τόσο ευνοϊκές για την ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους της μειωμένης στρεμματικής απόδοσης, όπως δείχνουν τα παρακάτω στοιχεία, αλλά και της μειωμένης παραγωγής (15% περίπου) σε επίπεδο χώρας.

Ένα άλλο σοβαρό καιρικό φαινόμενο ήταν οι πλημμύρες που έπληξαν την Περιφέρεια Θεσσαλίας (400.000 στρέμματα περίπου), με αποτέλεσμα όχι μόνο να χαθεί ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής, αλλά συγχρόνως να υποβαθμιστεί η ποιότητα του προϊόντος (κυτίο χρώματος και αυξημένη αόρατη λεπτή σκόνη στο εκκοκκισμένο). Οι καιρικές συνθήκες το 2020 ευνόησαν τις βορειότερες περιοχές έναντι των νοτιότερων περιοχών για την παραγωγή και την ποιότητα, όπως δείχνουν παρακάτω τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος. Ίσως για πρώτη φορά παρατηρείται τέτοιο φαινόμενο στο βαμβάκι και αυτό μπορεί να αποτελεί ένα έμπρακτο στοιχείο για τη λεγόμενη κλιματική αλλαγή.

Η κλιματική αλλαγή, η διαθεσιμότητα του νερού και το κόστος παραγωγής (που μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή) ενδεχομένως να επιφέρουν μια νέα κατανομή στη βαμβακοκαλλιέργεια. Έτσι, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι το βαμβάκι μετακομίζει προς βορειότερες περιοχές της χώρας.

Το 2020 δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές προσβολές από σοβαρούς εχθρούς όπως το πράσινο και το ρόδινο σκουλήκι συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, εκτός από εξαιρέσεις.

Στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της διαθεσιμότητας του νερού, μπορεί να συμβάλει η χρήση της γεωργίας ακριβείας,
αν αξιοποιηθεί κατάλληλα

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα με τα διεθνή στοιχεία (ICAC), η παραγωγή της χώρας σε εκκοκκισμένο το 2020 ήταν μειωμένη κατά 70.000 τόνους σε σχέση με το 2019. Αυτό οφείλεται στη μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης κατά 140.000 στρέμματα, στην απώλεια παραγωγής στη Θεσσαλία λόγω πλημμύρας και, τέλος, στον άστατο καιρό στις νοτιότερες περιοχές (Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα), στοιχείο που φαίνεται από τη μειωμένη στρεμματική απόδοση σε επίπεδο χώρας, η οποία μειώθηκε από 120 kg σε 104 kg (2019 και 2020 αντίστοιχα). Η μείωση της έκτασης οφείλεται στο υψηλό κόστος παραγωγής σε συνδυασμό με τις τιμές του προϊόντος, δύο παράγοντες που καθιστούν τις εκμεταλλεύσεις κάτω των 200 στρεμμάτων οριακά βιώσιμες. Ένας άλλος παράγοντας της μείωσης της καλλιέργειας είναι η διαθεσιμότητα του νερού και το κόστος άρδευσης, που τα τελευταία χρόνια αποτελούν περιοριστικό παράγοντα για την καλλιέργεια π.χ. στη Λάρισα.

Στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της διαθεσιμότητας του νερού, ενδεχομένως μπορεί να συμβάλει η χρήση της γεωργίας ακριβείας, αν αξιοποιηθεί κατάλληλα. Η υιοθέτηση της τεχνολογίας αυτής από τους παραγωγούς φαίνεται να είναι αρκετά περιορισμένη. Ο πρώτος βασικός λόγος είναι το υψηλό κόστος (μικρός κλήρος) και ο δεύτερος είναι ότι το μεγάλο ποσοστό των παραγωγών δεν γνωρίζει τη νέα τεχνολογία (έλλειψη εκπαίδευσης) ή ακόμη δεν έχει πειστεί τι μπορεί να κερδίσει από τέτοια επένδυση.

Η γεωργία ακρίβειας παραμένει το ζητούμενο ως εργαλείο και ενδεχομένως να απαιτεί πιο ολοκληρωμένο σχέδιο εφαρμογής και προσαρμογής στα ελληνικά δεδομένα (μικρός κλήρος, πολυτεμαχισμός και μεγάλη ανομοιογένεια στον αγρό). Επίσης, απαιτεί καλύτερη συνεργασία μεταξύ των φορέων που διαθέτουν την τεχνολογία και των ερευνητικών φορέων που ασχολούνται με θέματα διαχείρισης της καλλιέργειας.

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η βαμβακοκαλλιέργεια, πέρα από το υψηλό κόστος παραγωγής και την κλιματική αλλαγή, είναι η καθυστέρηση στην υιοθέτηση περιβαλλοντικών συστημάτων καλλιέργειας για μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα και η υποβάθμιση του εδαφικού συστήματος. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών απαιτεί μια καλύτερη οργάνωση της παραγωγής, και την εκπαίδευση των παραγωγών στις νέες απαιτήσεις της μελλοντικής γεωργίας που υποβάλλονται από τη νέα ΚΑΠ.

Η λύση των βασικών προβλημάτων έχει έναν κοινό παρονομαστή που είναι τα συλλογικά σχήματα παραγωγής, τα οποία θα συμβάλουν στη μείωση του κόστους, στην παραγωγή μιας μετρήσιμης ποσότητας (π.χ. 5.000 δέματα) για την αγορά, με την ίδια ποιότητα κάθε χρόνο (πιστοποιημένο προϊόν). Επίσης, θα συμβάλει στην επιτάχυνση της υιοθέτησης της νέας τεχνολογίας με μικρότερο κόστος, αλλά και στην καλύτερη οργάνωση της εκπαίδευσης των παραγωγών.

Έχουν γίνει θετικά βήματα με συμβολή της ΔΟΒ και του ΕΛΓΟ-«Δήμητρα», όπως η αναγνώριση του Agro 1-4 από BCI, ως ένα αναγνωρισμένο διεθνώς σύστημα πιστοποίησης βάμβακος, το e-cotton (ευρωπαϊκό σήμα), της ευρωπαϊκής συμμαχίας, με πρωτοβουλία της ΠΕΕΕΒ και της ΔΟΒ και η δημιουργία Εθνικού Φακέλου Ποιότητας με τη συνεργασία του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος με τη ΔΟΒ, που αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εμπορικού βαμβακιού και των καλλιεργούμενων ποικιλιών και αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τους παραγωγούς και τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, για να παραχθεί ένα ποιοτικό προϊόν. Τα προγράμματα αυτά εκτελούνται από το Εθνικό Κέντρο Βάμβακος σε συνεργασία και χρηματοδότηση από τη ΔΟΒ από το 2016 και θα συνεχιστούν μέχρι το 2024, με αποφάσεις του ΔΣ του ΕΛΓΟ-«Δήμητρα» και της ΔΟΒ.

ΠΟΙΟΤΗΤΑ

Οι άστατες καιρικές συνθήκες είχαν αρνητική επίδραση στην ποιότητα του εμπορικού βαμβακιού, αλλά και των ποικιλιών σποροπαραγωγής. Αυτό οφείλεται κυρίως στις μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, ειδικά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της ίνας. Αυτή η αρνητική επίδραση ήταν μεγαλύτερη στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, λόγω της πλημμύρας, αλλά και στη Στερεά Ελλάδα. Λόγω της πλημμύρας αυξήθηκε η χρήση της stripper συλλεκτικής μηχανής και αυτό είχε αρνητική επίδραση στην ποιότητα. Η μεγάλη αρνητική επίδραση των καιρικών συνθηκών ήταν στο κυτίο του χρώματος και στην αναλογία ξένων υλών.

Κυτίο χρώματος: Η αναλογία του κυτίου λευκού χρώματος, σε επίπεδο χώρας, μειώθηκε από 37% σε 28% (2019 και 2020 αντίστοιχα), δηλαδή είχαμε 10% λιγότερα λευκά βαμβάκια το 2020 σε σχέση με το 2019. Η μείωση της αναλογίας του λευκού κυτίου χρώματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Στερεά Ελλάδα, όπου μειώθηκε από 47% σε 10% (2019 και 2020 αντίστοιχα) και στη Θεσσαλία από 47% σε 31% (2019 και 2020 αντίστοιχα).

Αντιθέτως, στην Κεντρική Μακεδονία και στη Θράκη είχαμε αύξηση της αναλογίας του λευκού κυτίου χρώματος. Στην Κεντρική Μακεδονία αυξήθηκε από 13% σε 31% (2019 και 2020 αντίστοιχα) και στη Θράκη από 25% σε 35% (2019 και 2020 αντίστοιχα). Τα παραπάνω δεδομένα της ποιότητας βεβαιώνουν την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, η οποία ανέτρεψε τη μέχρι τώρα καλύτερη ποιότητα της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας (νοτιότερες περιοχές της χώρας) σε σχέση με τις βορειότερες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας και Θράκης.

Ξένες ύλες: Τα τελευταία χρόνια, αυξάνεται συνεχώς η αναλογία ξένων υλών, ειδικότερα η αόρατη σκόνη που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην κλωστοϋφαντουργία καθώς προσθέτει κομπάκια (neps), που επηρεάζουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Η αυξημένη αόρατη λεπτή σκόνη στο εκκοκκισμένο βαμβάκι οφείλεται στις πλημμύρες στις βαμβακοκαλλιέργειες (Θεσσαλία), στη χρήση της stripper συλλεκτικής μηχανής, καθώς και στη χρήση ακατάλληλων καυστικών ουσιών (π.χ. ζιζανιοκτόνα) για την αποφύλλωση, αντί των κατάλληλων αποφυλλωτικών σκευασμάτων, οι οποίες αυξάνουν και τις ξένες ύλες μεγάλου μεγέθους (τεμάχια βλαστού), που με τη λεπτή σκόνη έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα και στη λειτουργία των οργάνων ταξινόμησης (HVI).

Μόλυνση (contamination): Ένα άλλο πρόβλημα στην ποιότητα, που έχει προκύψει τελευταία, είναι η αύξηση της μόλυνσης, που αφορά την απελευθέρωση σακχάρων στην επιφάνεια των ινών. Αυτό οφείλεται στα μελιτώματα που αφήνουν ορισμένα έντομα, κυρίως ο αλευρώδης και οι αφίδες, σε δυσμενείς συνθήκες αποθήκευσης του σύσπορου στο χωράφι, όταν σκεπάζεται με διαφανές πλαστικό και εκτίθεται στις ηλιακές ακτινοβολίες. Τέλος, μπορεί να οφείλεται στη χρήση υψηλών θερμοκρασιών στο εκκοκκιστήριο, όταν το σύσπορο βαμβάκι περιέχει μεγάλο ποσοστό υγρασίας (βρεγμένα βαμβάκια).

Όλα τα παραπάνω προβλήματα, σχετικά με τις ξένες ύλες και τη μόλυνση, εφιστούν την προσοχή για την ποιότητα και τη φήμη του ελληνικού βαμβακιού στην αγορά.

Κλείνοντας, αξίζει να επισημανθεί ότι η δημιουργία συλλογικών σχημάτων για το βαμβάκι ενδεχομένως να αποτελεί, για τα ελληνικά δεδομένα, τη μοναδική διέξοδο για πολλά προβλήματα που αφορούν την ποιότητα, το κόστος παραγωγής, την εκπαίδευση παραγωγών, αλλά και για την επιτάχυνση της υιοθέτησης της χρήσης της γεωργίας ακριβείας από τους παραγωγούς.