του Νικόλαου Κατσούλα, καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Οι θερμοκηπιακές, αλλά και οι λαχανοκομικές καλλιέργειες γενικότερα αποτελούν μια δυναμική έκφραση της πρωτογενούς παραγωγής και μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο και ταυτόχρονα σημαντικό παράγοντα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και για περιοχές, που παραδοσιακά έχουν σχέση μόνο με μεγάλες καλλιέργειες.

Το 3% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων στη χώρα μας καλύπτεται με λαχανοκομικές καλλιέργειες, οι οποίες συνεισφέρουν στο 18% της συνολικής αξίας των παραγόμενων προϊόντων. Παράλληλα, όμως, τα θερμοκήπια, ως συστήματα υψηλής δυναμικότητας, παραγωγικότητας, έντασης εργασίας και πόρων, αποτελούν μία δραστηριότητα που, συγκριτικά με τις καλλιέργειες στον ανοιχτό αγρό, απαιτούν μία σημαντικά μεγαλύτερη επένδυση ανά μονάδα επιφάνειας.

Αυτό είναι απαραίτητο, καθώς στη σημερινή παραγωγή θερμοκηπιακών προϊόντων πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης, που θα καθιστά το θερμοκήπιο βιώσιμο, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας, στη μείωση των ενεργειακών και χημικών εισροών και στη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητα αυτή.

Τα θερμοκήπια δίνουν τη δυνατότητα για παραγωγή τροφίμων σε ελεγχόμενο περιβάλλον καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και, συνεπώς, αναμένεται να καλύψουν την κατά 70% εκτιμώμενη έως το 2050 μεγαλύτερη ζήτηση σε τρόφιμα, χωρίς την απαίτηση για γόνιμο έδαφος και με πολύ μικρότερες απαιτήσεις σε νερό, λόγοι που συνηγορούν στην αναγκαιότητα επέκτασής τους.

Πρόκειται για έναν τομέα υπό πίεση, καθώς παρατηρείται ισχυρός ανταγωνισμός με γειτονικές αναδυόμενες οικονομίες (βαλκανικές χώρες, Τουρκία), ενώ οι απαιτήσεις των καταναλωτών βαίνουν συνεχώς προς αύξηση.

Σημειώνεται ιδιαίτερα πως οι γειτονικές μας χώρες έχουν επενδύσει δυναμικά εδώ και πολλά χρόνια στην ανάπτυξη των θερμοκηπίων με κορυφαίο παράδειγμα την Τουρκία, που αποτελεί σήμερα τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή των θερμοκηπίων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι εκτάσεις με θερμοκήπια στην Τουρκία το 1980 ήταν 8.000 στρέμματα και το 2020 ήταν πάνω από 800.000 στρέμματα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, το 1980 υπήρχαν περίπου 30.000 στρέμματα και το 2020 οι εκτάσεις υπολογίζονται σε 65.000 στρέμματα. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η χώρα μας έχει μείνει πολύ πίσω στην κούρσα αυτή.

Το σύνολο των ανωτέρω τεχνολογιών και καινοτόμων συστημάτων για τη βελτίωση των θερμοκηπίων, με στόχο την αειφορία και την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου των θερμοκηπίων εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, συστηματικά και παρουσιάζεται στο Θερμοκηπιακό Πάρκο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που διαχειρίζεται το Εργαστήριο Γεωργικών Κατασκευών και Ελέγχου Περιβάλλοντος, στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου στο Βελεστίνο. Το Θερμοκηπιακό Πάρκο, μάλιστα, αποτελεί ήδη ένα σύγχρονο κέντρο τεχνολογίας θερμοκηπίων για επίδειξη, έρευνα και εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Καλλιέργεια εντάσεως κεφαλαίου

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες απαιτούν μεγάλο κόστος επένδυσης που, για ένα πλήρως εξοπλισμένο θερμοκήπιο με υδροπονική καλλιέργεια, είναι της τάξεως των 70.000-100.000 ευρώ ανά στρέμμα, με μία ελάχιστη προτεινόμενη έκταση της τάξεως των 5 στρεμμάτων. Αν και σε πολλές περιπτώσεις επιδοτείται το 40%-50% της επένδυσης ή και περισσότερο, φαίνεται πως το κεφάλαιο που πρέπει να επενδυθεί είναι υπερβολικά μεγάλο για έναν παραγωγό.

Αυτός είναι, εξάλλου, και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να γίνονται μεγάλες επενδύσεις σε θερμοκήπια μόνο από εταιρείες που δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον χώρο των τροφίμων. Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές συνδυάζονται σε αρκετές περιπτώσεις με την παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να καλύπτουν ένα από τα μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη του θερμοκηπίου, αυτό της θέρμανσης.

Για να καταστεί δυνατή και οικονομικά βιώσιμη η ανάπτυξη των θερμοκηπίων θα πρέπει προφανώς να θεσπιστούν περαιτέρω οικονομικά κίνητρα, να γίνει εκπαίδευση των ενδιαφερόμενων παραγωγών και εκσυγχρονισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων με την υιοθέτηση τεχνικών και τεχνολογιών προσαρμοσμένων στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αειφορία των αγροτικών οικοσυστημάτων.

Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι θα πρέπει:

1. Οικονομικά και κοινωνικά:

✱ Να εξασφαλιστεί η εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων στην κατασκευή, στη λειτουργία και στη διαχείριση των θερμοκηπίων και να θεσπισθούν οικονομικά κίνητρα, ώστε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον αφενός των ήδη ασχολουμένων για βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου και, κυρίως, των νέων για εμπλοκή τους στον δυναμικό τομέα των θερμοκηπίων.

2. Κατασκευαστικά και λειτουργικά:

✱ Να υιοθετηθούν υψηλά θερμοκήπια διαστασιολογημένα κατάλληλα για τα κλιματικά χαρακτηριστικά της περιοχής, όπου πρόκειται να εγκατασταθούν.

✱ Να υιοθετηθούν νέες τεχνικές καλλιέργειας, όπως η υδροπονία, με νέα υποστρώματα και τεχνολογίες γεωργίας ακριβείας για υπολογισμό σύστασης και διαχείρισης θρεπτικών διαλυμάτων.

✱ Να υιοθετηθούν τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας, συστήματα ορθολογικής διαχείρισης μικροκλίματος και αξιοποίηση βιομάζας και λοιπών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

✱ Να γίνεται χρήση μεθόδων που προλαμβάνουν την ανάπτυξη εχθρών και ασθενειών στο θερμοκήπιο.

✱ Να υιοθετηθούν τεχνικές κυκλικής οικονομίας (όπως οι υδροπονικές οι ενυδρειοπονικές και οι επάλληλες καλλιέργειες όπου το θρεπτικό διάλυμα υδρολίπανσης ανακυκλώνεται) που μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του θερμοκηπίου και την περιβαλλοντική επιβάρυνση της περιοχής.