του δρος Μωχάμεντ Νταράουσε, προϊσταμένου Εθνικού Κέντρου Βάμβακος

Η βαμβακοκαλλιέργεια καταλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις 2,5-3 εκατ. στρέμματα και το βαμβάκι παραμένει ένα σημαντικό προϊόν για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την απασχόληση, λόγω μεγάλου κύκλου εργασιών.

Απασχολεί μεγάλο αριθμό αγροτικών οικογενειών και μεγάλο αριθμό εργαζομένων στον πρωτογενή, στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα, επίσης στηρίζει οικονομικά 65 εκκοκκιστικές επιχειρήσεις περίπου.

Παρά όλη τη μεγάλη σημασία του για τη χώρα, υπάρχουν χρόνιες αδυναμίες που σχετίζονται με την οργάνωση-συνεργασία, την προσαρμογή του συστήματος καλλιέργειας στις περιβαλλοντικές απαιτήσεις και την τυποποίηση-ποιότητα, που απαιτούν νέες προσεγγίσεις με βάση τον συνεργατισμό.

Το υψηλό κόστος παραγωγής, ο μικρός κλήρος, ο πολυτεμαχισμός και η ανομοιομορφία των αγρών είναι ανασταλτικοί παράγοντες για τη βελτίωση της βιωσιμότητας της βαμβακοκαλλιέργειας και απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση.

Τέσσερα βήματα για τη βιωσιμότητα του βαμβακιού

1 Η ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής παραμέτρου ως μια αναγκαία ή απαιτούμενη ενέργεια στη διαχείριση της καλλιέργειας, όχι μόνο σαν απαίτηση της νέας ΚΑΠ, αλλά για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της παραγωγής, με διατήρηση της ποιότητας του εδαφικού συστήματος, μείωση χρήσης του νερού, μείωση εισροών και χρήσης φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή χρήση εναλλακτικών μεθόδων και ηπιότερων μέσων στη φυτοπροστασία.

Για τον σκοπό αυτόν, προτείνονται διάφορα περιβαλλοντικά συστήματα καλλιέργειας για μείωση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που έχουν δοκιμαστεί στο βαμβάκι σε άλλες χώρες, όπως σύστημα ακαλλιέργειας (No tillage), σύστημα καλλιέργειας κατά λωρίδα σποράς (Strip tillage), σύστημα εδαφοκάλυψης (Mulch tillage) και σύστημα μειωμένης κατεργασίας εδάφους (Minimum or reduced tillage), τα οποία δεν έχουν δοκιμαστεί σε εμπορική κλίμακα στην Ελλάδα.

Η κλιματική αλλαγή είναι μια νέα απειλή για τη βαμβακοκαλλιέργεια, η αντιμετώπιση της οποίας είναι μια σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί κατάλληλη αντιμετώπιση για μείωση του ρίσκου της απώλειας της παραγωγής.

 

2 Η υιοθέτηση της νέας τεχνολογίας στη διαχείριση της καλλιέργειας και η προσαρμογή της στα ελληνικά δεδομένα, όπως η ανομοιομορφία των αγρών, ο μικρός κλήρος, ο πολυτεμαχισμός και το υψηλό κόστος παραγωγής, είναι παράγοντες που την καθιστούν λιγότερο οικονομικά προσβάσιμη στον παραγωγό.

Παρόλο που η γεωργία ακριβείας αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο για τη μείωση εισροών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, επειδή η χρήση των συντελεστών παραγωγής γίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια (άρδευση, λίπανση, φυτοπροστασία ακόμα και η κατεργασία του εδάφους), πράγμα που μπορεί να συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, εντούτοις υπάρχει μια καθυστέρηση στην υιοθέτησή της.

Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο κόστος χρήσης, στην έλλειψη ενημέρωσης, συνεργασιών και σχέσεων εμπιστοσύνης και ίσως στην έλλειψη του κατάλληλου σχεδιασμού.

 

3 Η βελτίωση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος. Για να παραχθεί ένα ποιοτικό προϊόν, θα πρέπει να συμβάλουν και οι παραγωγοί και οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις. Ο στόχος είναι η παραγωγή ενός τυποποιημένου προϊόντος, όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφο, σε επαρκή ποσότητα και με ποιοτικά χαρακτηριστικά που ικανοποιούν μια συγκεκριμένη χρήση.

Η Ελλάδα παράγει βαμβάκι με αρκετά καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, όμως υπάρχει αδυναμία στην παραγωγή Λευκού Κυτίου Χρώματος, το οποίο είναι μόλις 40% της παραγόμενης ποσότητας. Επίσης, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση των ξένων υλών και της μόλυνσης (contamination), που απαιτούν αντιμετώπιση για να έχουμε μια καλύτερη ποιότητα, που μπορεί να προωθηθεί σε νέες αγορές.

Για να πετύχει, όμως, ένα σχέδιο βελτίωσης της ποιότητας, απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις, όπως η καλύτερη συνεργασία μεταξύ παραγωγών και εκκοκκιστικών επιχειρήσεων και η δημιουργία συστήματος αντιστοιχίας τιμής και ποιότητας, που θα καλύψει τουλάχιστον το πρόσθετο κόστος για τους παραγωγούς.

Η ποιότητα ξεκινάει από την κατάλληλη επιλογή της ποικιλίας, διατηρείται με την κατάλληλη διαχείριση της καλλιέργειας και της συγκομιδής του προϊόντος με την κατάλληλη υγρασία και τις λιγότερες ξένες ύλες. Η ανάμειξη βαμβακιών διαφορετικών ποιοτήτων, κατά τη μεταφορά στις επιχειρήσεις, είναι ένας παράγοντας υποβάθμισης της ποιότητας.

Η ποιότητα, επίσης, μπορεί να υποβαθμιστεί στην εκκοκκιστική επιχείρηση κατά την αποθήκευση και την εκκόκκιση.

 

4  Καλύτερη οργάνωση της παραγωγής με δημιουργία συλλογικών σχημάτων, εκπαιδευμένων παραγωγών, σε όλα τα θέματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και της αγοράς, από το χωράφι έως την τελική χρήση του προϊόντος, έτσι ώστε να καθίσταται ο παραγωγός ενεργό μέλος της αλυσίδας και να μπορέσει να διαπραγματεύεται με τα υπόλοιπα μέλη (εκκοκκιστές, έμποροι, κλώστες και χρήστες), για το παραγόμενο προϊόν, που θα έχει καλύτερη τύχη στην αγορά και καλύτερα οικονομικά οφέλη.

Ο στόχος είναι η σύνδεση της παραγωγικής διαδικασίας με την αγορά για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες και οι προδιαγραφές της τελικής χρήσης που μπορούν να έχουν καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα. Ο παραγωγός σήμερα δεν παράγει για συγκεκριμένη χρήση ή αγορά, αλλά παράγει γενικά ένα προϊόν, το οποίο παραδίδεται σε μια εκκοκκιστική επιχείρηση, όχι κατά ανάγκη από τον ίδιο, χωρίς να γνωρίζει αν οι προδιαγραφές του παραγόμενου προϊόντος είναι ικανοποιητικές και το μόνο που διαπραγματεύεται είναι η τιμή, η οποία θα πρέπει να τον καλύψει τουλάχιστον στο υψηλό κόστος παραγωγής.

Συνεπώς, ο παραγωγός είναι απών από μια μακρά διαδικασία της αλυσίδας μέχρι την τελική χρήση και έτσι ο ρόλος του στον σχεδιασμό για την τύχη του προϊόντος, ως μέλος της αλυσίδας, είναι περιορισμένος και δεν μπορεί να συμβάλει στη βελτίωσή του.

Οι περισσότερες αδυναμίες που αναφέρθηκαν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη δημιουργία συλλογικών σχημάτων παραγωγής, με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής, του κόστους χρήσης της νέας τεχνολογίας, αλλά και για την παραγωγή ενός τυποποιημένου προϊόντος, με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, σε επαρκή ποσότητα, που θα είναι υπολογίσιμη από την αγορά.

Ένα καλά οργανωμένο συλλογικό σχήμα μπορεί να φέρει τους παραγωγούς σε καλύτερη θέση διαπραγμάτευσης στην αλυσίδα ή στην αγορά, αλλά και στη διαπραγμάτευση των τιμών των αγροεφοδίων.