Πτηνοτροφία: Θετικές οι προοπτικές αγοράς στην Ελλάδα για το κοτόπουλο

✱ Η χώρα μας δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη
✱ «Αγκάθι» για τους αγρότες το διογκωμένο κόστος παραγωγής

Οι Έλληνες καταναλωτές μπορούν να προμηθεύονται άφοβα κοτόπουλο για το γιορτινό τραπέζι, καθώς η χώρα μας δεν αντιμετωπίζει κανένα απολύτως πρόβλημα με τη γρίπη των πτηνών. Αντιθέτως, πολλές χώρες της ΕΕ ταλαιπωρούνται από αυτό το ζήτημα, που σε συνδυασμό με τις υψηλές εισροές έχει βάλει «φρένο» στην παραγωγικότητά τους.

Αυτό είναι κάτι που μπορεί να δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην ελληνική παραγωγή, η οποία παραμένει «καθαρή» λόγω του ότι δεν δραστηριοποιείται σε εκτροφές βιομηχανικής κλίμακας, όπως άλλα κράτη-μέλη.

Δεδομένου ότι στη χώρα μας δεν έχει πληγεί ούτε η προσφορά ούτε η ζήτηση, τα δεδομένα για τους αγρότες μοιάζουν ενθαρρυντικά. Μένει, λοιπόν, να δούμε αν η Ελλάδα θα κεφαλαιοποιήσει το βραχυπρόθεσμο ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, κάτι που μπορεί να βελτιώσει τη θέση του παραγωγού και θα κριθεί και από την αλματώδη αύξηση του κόστους παραγωγής, πρωτίστως σε ενέργεια και ζωοτροφές.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και λοιπών ευρωπαϊκών φορέων, η φετινή εικόνα της παραγωγής κοτόπουλων στην ΕΕ είναι σταθερή, ενώ η παραγωγή γαλοπούλας, πάπιας και κουνελιού έχει μειωθεί (-4%, -9% και -2,7%, αντίστοιχα). Η τρέχουσα μέση τιμή στην ΕΕ για τα αβγά (43η εβδομάδα) είναι στα 223,16 ευρώ ανά 100 κιλά (+66,6% σε σύγκριση με την ίδια εποχή πέρσι).

Η τιμή για το κρέας πουλερικών είναι 257,78 ευρώ ανά 100 κιλά βάρους σφαγίου (+29,7%). Να σημειωθεί, πάντως, ότι παρότι οι τιμές παραγωγού έχουν αυξηθεί, η αύξηση του κόστους παραγωγής είναι πολλαπλάσια, ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια κέρδους των αγροτών.

Στον κλάδο είναι ήδη αισθητές οι συνέπειες του μέτρου μηδενικών δασμών και ποσοστώσεων για τα ουκρανικά προϊόντα. Ενδεικτικά, τα ουκρανικά αβγά αντιπροσωπεύουν πλέον το 42,7% των συνολικών εισαγωγών αβγών στην ΕΕ (αύξηση του όγκου κατά 72%).

«Επωφελούμενη από την αναστολή των δασμών, η Ουκρανία εξάγει ήδη στην ΕΕ υψηλότερους όγκους από ό,τι το 2021 και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2023», αναφέρει η τομεακή επισκόπηση βραχυπρόθεσμων προοπτικών για τις γεωργικές αγορές της ΕΕ, που δημοσίευσε η Κομισιόν.

Οι συνολικές εισαγωγές κοτόπουλου στην ΕΕ έφτασαν τους 131.000 τόνους, +85% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Σε αυτή την κατηγορία, οι εισαγωγές κατεψυγμένου κρέατος αυξήθηκαν περισσότερο (+162%), φτάνοντας τους 71.000 τόνους. Οι συνολικές εισαγωγές αβγών στην ΕΕ έφτασαν τους 17.000 τόνους, +273% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πέρυσι.

Σε αυτή την κατηγορία, οι εισαγωγές φρέσκων αβγών αυξήθηκαν περισσότερο (+430%), φτάνοντας τους 10.000 τόνους. Οι εισαγωγές κρέατος πουλερικών από την εξαιρετικά ανταγωνιστική Βραζιλία (απαρτίζει το 1/3 των εισαγωγών από τρίτες χώρες) κινούνται επίσης ανοδικά (αύξηση όγκου κατά 35%-40%). Οι εισαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσίασαν διακυμάνσεις τους τελευταίους μήνες και ενδέχεται να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους αυξημένες κατά 10% (αλλά 15% κάτω από τον μέσο όρο 2017-2019).

Σε ορισμένες χώρες εξακολουθούν να ισχύουν οι απαγορεύσεις εισαγωγής ευρωπαϊκού κοτόπουλου εξαιτίας των κρουσμάτων της γρίπης των πτηνών. Αυτή είναι η πιο προβληματική χρονιά, όσον αφορά την επιδημιολογική πορεία της λοιμώδους ζωονόσου σε ολόκληρη την ΕΕ, με 2.401 κρούσματα να καταγράφονται την περίοδο 2021-2022, επηρεάζοντας περισσότερα από 49 εκατομμύρια πτηνά στην Ευρώπη.

Τι λέει η επισκόπηση της Κομισιόν

Η παραγωγή πουλερικών στην ΕΕ υποστηρίζεται από τη σχετική οικονομική προσιτότητα της τιμής αυτού του κρέατος, ειδικά σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, καθώς και από τη χαλάρωση των μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19, επανεκκινώντας τη ζήτηση από τις υπηρεσίες εστίασης.

Παρά τη σχετικά υψηλή ζήτηση, η τομεακή επισκόπηση βραχυπρόθεσμων προοπτικών για τις γεωργικές αγορές της ΕΕ προβλέπει μόνο μέτρια ανάπτυξη στις μεγάλες παραγωγικές χώρες της ΕΕ, όσον αφορά το κοτόπουλο, λόγω του υψηλού κόστους των εισροών: Πολωνία, Ισπανία και Γερμανία (μαζί +4,6% τον Ιανουάριο-Ιούνιο 2022 σε ετήσια βάση). Η υψηλής παθογονικότητας γρίπη των πτηνών (HPAI) είχε καταστροφικές επιπτώσεις στον τομέα σε ορισμένες άλλες χώρες της ΕΕ, όπου η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί σημαντικά, ιδίως στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ουγγαρία (μαζί -11%).

Ο τομέας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το καλαμπόκι ως πηγή ζωοτροφών, με κακή συγκομιδή το 2022, αλλά διαθεσιμότητα ποσοτήτων προς εισαγωγή από την Ουκρανία. Συνολικά, η παραγωγή πουλερικών στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί ελαφρά κατά 0,9% το 2022 και 0,4% το 2023. Η κατ’ οίκον κατανάλωση πουλερικών στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά το 2022, κατά 1,1%, όντας πιθανό να παραμείνει σταθερή στα 23,4 κιλά κατά κεφαλήν.

Το 2023, η κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει σταθερή, κατά μέσο όρο στα 23,3 κιλά κατά κεφαλήν.