Ο ρόλος των αυτοφυών φυτών στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας

της δρος Αλεξάνδρας Σολωμού, εντεταλμένης ερευνήτριας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ

Ο τομέας της ζωικής παραγωγής αποτελεί βασικό πυλώνα της εθνικής οικονομίας, παράγοντας τρόφιμα υψηλής θρεπτικής και βιολογικής αξίας, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στο εθνικό προϊόν της χώρας.

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα, καθώς και η εξέλιξη της διάρθρωσης των κλάδων της ζωικής παραγωγής έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τη γεωγραφική θέση και από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, από την άσκηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), καθώς και από τη σταδιακή μετατροπή της ελληνικής κοινωνίας από παραγωγική σε καταναλωτική.

Τα λιβάδια είναι φυσικά οικοσυστήματα που αποτελούνται από ποώδεις, ξυλώδεις ή και μεικτές φυτοκοινωνίες που παράγουν βοσκήσιμη ύλη για τα κτηνοτροφικά ζώα και την άγρια πανίδα. Βόσκονται και ανανεώνονται με φυσική σπορά ή πρεμνοβλαστήματα.

Για τον λόγο αυτόν, ονομάζονται φυσικά λιβάδια. Τα λιβάδια είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση φυσικός χερσαίος πόρος στην Ελλάδα, του οποίου η σημασία στην εθνική οικονομία είναι μεγάλη, αφού είναι οι κύριες βοσκήσιμες εκτάσεις.

Αντίθετα, οι λειμώνες είναι ποώδεις φυτοκοινωνίες χορτοδοτικών κτηνοτροφικών φυτών, οι οποίες δημιουργούνται με τεχνητή σπορά μετά από καλλιέργεια του εδάφους (όργωμα, λίπανση, άρδευση κ.λπ.), με σκοπό τη βόσκηση των κτηνοτροφικών ζώων ή τη συγκομιδή της βοσκήσιμης ύλης. Η ανανέωσή τους πραγματοποιείται πάλι με τεχνητή σπορά ή και με παραβλαστήματα. Για τον λόγο αυτόν ονομάζονται και τεχνητά λιβάδια.

Τα φυσικά λιβάδια ονομάζονται και βοσκές, βοσκότοποι και βοσκολίβαδα, έχει επικρατήσει όμως η ονομασία βοσκότοποι. Η βλάστησή τους συνίσταται από ετήσια ή πολυετή αγρωστώδη φυτά, από πλατύφυλλα ποώδη φυτά και από θάμνους.

Το πρόβλημα παραγωγής και διαχείρισης των λιβαδιών συνίσταται στη διασφάλιση της ανάπτυξης, της αύξησης και της ανανέωσης των φυτών και στον έλεγχο της βόσκησής τους κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η διαρκής μέγιστη παραγωγή άριστης ποιότητας βοσκήσιμης ύλης.

Χαρακτηριστικό των φυσικών λιβαδιών είναι ότι καταλαμβάνουν κατά κανόνα αβαθή, βραχώδη και επικλινή εδάφη, που βρίσκονται συνήθως στις πλαγιές και στις κορυφές μικρών ή μεγάλων βουνών. Έτσι, είναι μειωμένης παραγωγικότητας εκτάσεις και, άρα, περιθωριακές για γεωργική ή δασική εκμετάλλευση. Από την άλλη πλευρά, οι δυσμενείς αυτές φυσικές συνθήκες τα καθιστούν ευαίσθητα στις ανθρωπογενείς επιδράσεις, πράγμα που επιβάλλει την προσεκτική και ορθολογική διαχείρισή τους.

Η βόσκηση των λιβαδιών από κτηνοτροφικά και άγρια ζώα αποτελεί μια σημαντική μορφή χρησιμοποίησης των εδαφικών πόρων σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, το 40% περίπου της επιφάνειας χαρακτηρίζεται ως λιβάδια κατάλληλα για βόσκηση. Η μεγάλη επιφάνεια των φυσικών λιβαδιών σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία κλιματικών και εδαφικών περιβαλλόντων και την αντίστοιχη πλούσια βιοποικιλότητα (χλωρίδα και πανίδα) καθιστούν τις εκτάσεις αυτές από τα πιο πολύτιμα φυσικά οικοσυστήματα της Ελλάδας.

Τα λιβάδια δεν παράγουν μόνο βοσκήσιμη ύλη για τα κτηνοτροφικά ζώα, αλλά έχουν και άλλες χρήσεις, όπως παροχή χρησιμοποιήσιμου νερού, παραγωγή οξυγόνου διαμέσου της φωτοσύνθεσης, ενώ μέσα στις εκτάσεις αυτές υπάρχουν πολλά σπάνια είδη χλωρίδας που είναι απαραίτητα για την προστασία της φύσης.

Η οικογένεια των αγρωστωδών είναι η σημαντικότερη από λιβαδοπονική άποψη. Ο μεγάλος αριθμός φυτικών ειδών που ανήκουν σε αυτή την οικογένεια παράγουν μεγάλες ποσότητες βοσκήσιμης ύλης, έχουν μεγάλη ανθεκτικότητα στη βόσκηση, μπορούν να αναβλαστάνουν έντονα μετά από βόσκηση και να αναπληρώνουν με αυτόν τον τρόπο την ποσότητα της βοσκήσιμης ύλης που απομακρύνθηκε με τη βόσκηση.

Τα κυριότερα φυτικά είδη αγρωστωδών είναι τα εξής: Aegilops geniculata, Aegilops triuncialis, Arrhenatherum elatius, Avena sterilis, Avena barbata, Briza maxima, Briza media, Bromus hordeaceus, Bromus squarrosus, Bromus sterilis, Bromus tectorum, Chrysopogon gryllus, Cynodon dactylon, Cynosurus Cynosurus echinatus, Cynosurus elegans, Dactylis glomerata, Dasypyrum villosum, Dichanthium ischaemum, Hordeum bulbosum, Hordeum murinum, Lagurus ovatus, Lolium perenne, Phalaris bulbosa, Phleum pratense, Phleum phleoides, Poa bulbosa, Setaria viridis, Stipa pennata, Vulpia myurus.

Μια άλλη σημαντική οικογένεια είναι αυτή των ψυχανθών, των οποίων η λιβαδοπονική αξία είναι μεγάλη, καθώς αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή πρωτεϊνών για τα ζώα.

Τα πλεονεκτήματα των ψυχανθών είναι τα εξής: περιέχουν υψηλό ποσοστό πρωτεϊνών και ασβεστίου και ικανοποιητικό ποσοστό φωσφόρου, είναι η καλύτερη πηγή σε βιταμίνες Α και D, οι οποίες είναι απαραίτητες στα αγροτικά ζώα, αυξάνουν την παραγωγικότητα του εδάφους, καθώς το εμπλουτίζει με άζωτο από την ατμόσφαιρα το οποίο δεσμεύουν τα αζωτοβακτήρια που συμβιούν στις ρίζες τους. Τα κυριότερα γένη ψυχανθών είναι τα Anthyllis, Coronilla, Lathyrus, Lotus, Medicago, Melilotus, Ornithopus, Vicia, Trifolium.

Η βιωσιμότητα και η οικονομικότητα μιας κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης συνδέεται με την παραγωγικότητα των εκτρεφόμενων ζώων, η οποία εξαρτάται από τον γενότυπο, τη διατροφή τους, την κατάσταση της υγείας τους, την εφαρμοζόμενη μέθοδο εκτροφής, τις περιβαλλοντικές συνθήκες, το επίπεδο διαχειριστικής ικανότητας του παραγωγού και γενικά τη διαχείριση της παραγωγικής δραστηριότητας.

Συμπερασματικά, ο έντονος ανταγωνισμός με τους κλάδους φυτικής παραγωγής για τη χρήση του εδάφους, που έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό κόστος ιδιαίτερα των χονδροειδών ζωοτροφών και η διαχρονική αδυναμία αξιοποίησης υποπροϊόντων για ζωοτροφές και οριοθέτησης των βοσκοτόπων στέρησε από την κτηνοτροφία την ορθολογική αξιοποίηση των διαθέσιμων φυσικών πόρων και την κατέστησε αδύναμη να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό των εισαγόμενων προϊόντων και να βελτιώσει την παραγωγικότητα των επιμέρους κλάδων της.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ένας σημαντικός παράγοντας της αειφορικής ανάπτυξης των ορεινών περιοχών είναι η προστασία του περιβάλλοντος, που σχετίζεται με τη διατήρηση της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση του αγροτικού τοπίου. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να θεωρείται αντίθετη με την οικονομική ανάπτυξη, καθώς το ποιοτικό φυσικό περιβάλλον αποτελεί πόλο έλξης για τους τουρίστες και, συνεπώς, παράγοντα ανάπτυξης.

Επομένως, χρειάζεται μια ολιστική θεώρηση, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να συμβαδίζει με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, ιδιαίτερα στις ορεινές, προστατευόμενες περιοχές και τις περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.