Ο ρόλος της ευφυούς γεωργίας και του gaiasense στην καλλιέργεια της ελιάς

του Σταύρου Παναγάκη, γεωπόνου Θρέψης, Τμήμα Επιστήμης & Ανάλυσης Δεδομένων, NEUROPUBLIC

Η ιστορία της ελιάς ξεκινά πριν από περίπου 7.000 χρόνια, στην περιοχή της Μεσογείου και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο. Άγριες ελιές στον ελλαδικό χώρο συλλέγονταν ήδη από τη νεολιθική εποχή και η εξημέρωση του δέντρου πιθανολογείται πως έλαβε χώρα στην Κρήτη, όπου αρχαιολογικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι κατά τη μινωική εποχή (3.000 – 1.000 π.Χ.), η καλλιέργεια της ελιάς και το εμπόριο του ελαιολάδου ήταν τόσο διαδεδομένα, ώστε αποτελούσαν έναν από τους βασικούς λόγους της οικονομικής άνθησης του περίφημου Μινωικού πολιτισμού.

Σήμερα, λόγω της αναγνωρισμένης ιδιαίτερης διατροφικής αξίας του ελαιολάδου και της βρώσιμης ελιάς, είναι η μεγαλύτερη μη τροπική μόνιμη καλλιέργεια στον κόσμο.

Πλεονεκτήματα και προκλήσεις

Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, η ελιά είναι από τις ελάχιστες καλλιέργειες που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν αρνητικό ισοζύγιο CΟ2, με ελάχιστη ταυτόχρονα αρνητική επίδραση στη βιολογική ποικιλότητα του φυσικού οικοτόπου. Συγκριτικά με άλλες καλλιέργειες, έχει την ιδιαιτερότητα να διατηρεί την ποικιλομορφία και τα ενδιαιτήματα για τους εχθρούς των γεωργικών παρασίτων, με αποτέλεσμα τη σημαντικά μειωμένη ανάγκη χρήσης ζιζανιοκτόνων και εντομοκτόνων.

Τα ελαιόδεντρα είναι ανθεκτικά στην ξηρασία. Ενδημικό είδος άλλωστε, στο ξηροθερμικό κλίμα της Μεσογειακής Λεκάνης, η ελιά διαθέτει ρίζες που φτάνουν σε μεγάλα βάθη, με μεγαλύτερο ενεργό ριζικό σύστημα έως και επτά φορές αυτού των ετήσιων καλλιέργειών, κάτι που της επιτρέπει να διαχειρίζεται καλύτερα το νερό από τις ετήσιες καλλιέργειες.

Ως αειθαλές είδος και πολυετής καλλιέργεια, πλεονεκτεί στο να δεσμεύει άνθρακα από την ατμόσφαιρα όλο τον χρόνο και να τον αποθηκεύει σαν οργανική ουσία στους ιστούς της, σε αντίθεση με τις ετήσιες καλλιέργειες, οι οποίες δεσμεύουν άνθρακα μόνο μέχρι τη συγκομιδή τους. Μεσοσταθμικά, μάλιστα, η καλλιέργεια ενός εκταρίου ελαιοδέντρων λογίζεται πως ακυρώνει το ετήσιο αποτύπωμα άνθρακα ενός ατόμου.

Την τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης ελαιοδέντρων παγκοσμίως, με μεγάλες νεοφυτευθείσες εκτάσεις σε χώρες της Μεσογειακής Λεκάνης με χαμηλό κόστος παραγωγής, όπως το Μαρόκο, η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Τουρκία, καθώς και η υιοθέτηση μοντέρνων πρακτικών καλλιέργειας από αυτές, αλλά και από τις κραταιές δυνάμεις του χώρου, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία. Οι εξελίξεις αυτές προκαλούν αυξημένο ανταγωνισμό, συμπίεση τιμών και αυξημένες απαιτήσεις παραγωγής στον Έλληνα καλλιεργητή για να παραμείνει βιώσιμος, πριν καν συνυπολογιστούν οι ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα και που επιβαρύνουν την αγροτική παραγωγή στο σύνολό της, ιδιαίτερα σε ελαιοπαραγωγικές περιοχές όπως η Κρήτη.

Κατά συνέπεια, εντείνεται η ανάγκη να στηριχθεί ο καλλιεργητής στη χώρα μας, με έναν συνδυασμό επιστημονικής έρευνας, γνώσης και δεδομένων, καθώς και πρακτικής εμπειρίας, στο κομμάτι της λήψης αποφάσεων που σχετίζονται με την ολοκληρωμένη προσέγγιση-διαχείριση της αγροτικής δραστηριότητας, η οποία οφείλει να αξιοποιεί τις σύγχρονες τεχνολογίες.

Η τεχνολογία, σύμμαχος των ελαιοπαραγωγών

Την ανάγκη αυτή έρχονται να καλύψουν τα συστήματα ευφυούς γεωργίας, όπως το gaiasense της NEUROPUBLIC, ένα σύστημα, που βάζει τις τεχνολογίες αιχμής στην υπηρεσία του αγρότη ενώ, πλέον, έχει αναγνωριστεί από την ΕΕ ως καλή πρακτική. Μάλιστα, μέσω του gaiasense, μπορούμε να αποφύγουμε τις πλεονάζουσες, άστοχες, αλλά και ελλιπείς ακόμα εφαρμογές άρδευσης, λίπανσης και φυτοπροστασίας, αυξάνοντας την κερδοφορία των παραγωγών και μειώνοντας την επίδραση της καλλιέργειας στο περιβάλλον.

Ο τομέας της θρέψης, συγκεκριμένα, παρουσιάζει κατεξοχήν ιδιαίτερα υψηλό αποτύπωμα εκπομπών αερίου CΟ2 και, αν συνδυάζεται με υπεράρδευση, οδηγεί σε έκπλυση των θρεπτικών στοιχείων, υποβάθμιση της ποιότητας του χώματος και ρύπανση του υδροφόρου ορίζοντα. Κατά τη χρήση του συστήματος gaiasense στον τομέα αυτόν, εισάγονται δεδομένα δομικής και χημικής σύστασης του εδάφους, φυλλοδιαγνωστικής, καθώς και δορυφορικών δεικτών βλάστησης.

Ανά περίπτωση, το σύστημα υπολογίζει την Ικανότητα Ανταλλαγής Κατιόντων του εδάφους, χρησιμοποιεί αλγόριθμους προσομοίωσης για να υπολογίσει την αναμενόμενη παραγόμενη βιομάζα της καλλιέργειας και συγκομιδής, των θρεπτικών στοιχείων που αυτή θα απαιτήσει κατά τη διάρκειά της, αξιολογεί την υπάρχουσα θρεπτική κατάσταση και προβαίνει σε εξατομικευμένη σύσταση προγράμματος θρέψης.

Με την εφαρμογή του gaiasense επιτυγχάνεται η ελαχιστοποίηση διαφυγής των θρεπτικών στοιχείων και η ιδανική λίπανση της καλλιέργειας, χωρίς να αδειάζουν ταυτόχρονα οι «αποθήκες» του εδάφους, με το παραγόμενο προϊόν να βελτιώνει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του.

Η μείωση του κόστους της πλεονάζουσας χρήσης λιπασμάτων και η μέγιστη κερδοφορία από την ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση του παραγόμενου προϊόντος προσφέρουν υπεραξία στον παραγωγό, ελαττώνοντας την ίδια στιγμή τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της γεωργίας και διασφαλίζοντας την αειφορική ανάπτυξη. Κοινώς, με το gaiasense, όλοι κερδίζουν.

Από την πρώτη καλλιέργεια ελιάς στην Κρήτη μέχρι τη σύγχρονη παραγωγή, έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια και οι ανάγκες έχουν αυξηθεί. Πώς μπορούν οι τεχνολογικές λύσεις να απαντήσουν στις προκλήσεις της εποχής και, κυρίως, στην απαίτηση για βιώσιμο, ανταγωνιστικό προϊόν;