Ο ρόλος των πολιτικών της ΕΕ στη μεταναστευτική κρίση της Β. Αφρικής

Από το ξεκίνημα του έτους, ο αριθμός των μεταναστών που εγκαταλείπουν τη Βόρεια Αφρική και αναζητούν πλωτή δίοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυξηθεί σημαντικά. Παρότι μερικοί εξ αυτών έχουν ξεκινήσει το ταξίδι τους από την υποσαχάρια Αφρική, χρησιμοποιώντας χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και η Λιβύη ως σημεία διέλευσης, δεν είναι λίγοι και οι ντόπιοι Βορειοαφρικανοί που αδυνατούν πλέον να ζήσουν στη χώρα τους.

Η ΕΕ έχει προσπαθήσει επανειλημμένως να εμποδίσει τα μεταναστευτικά ρεύματα να διασχίσουν Μεσόγειο, εντείνοντας την επιτήρηση και στρατιωτικοποιώντας τα νότια θαλάσσια σύνορά της. Έχει, επίσης, απευθυνθεί στις κυβερνήσεις κρατών-μελών όπως η Ελλάδα, ζητώντας τη συνδρομή τους για τον περιορισμό της μετανάστευσης.

Αυτό μεταφράζεται σε μια αντιμεταναστευτική πολιτική αθρόων επαναπροωθήσεων, η οποία εξωθεί τους μετανάστες στο να ακολουθούν πιο επικίνδυνες πλωτές οδούς, συνωστισμένοι μέσα σε ακατάλληλα αλιευτικά σκάφη, με αποτέλεσμα πολύνεκρα ναυάγια όπως αυτό που συνέβη το προηγούμενο καλοκαίρι στα ανοιχτά της Πύλου. Το ίδιο ισχύει και για τα χερσαία μονοπάτια από την Ασία, αν κρίνουμε από την πρόσφατη κατάληξη των 18 μεταναστών στο δάσος της Δαδιάς Έβρου, οι οποίοι βρέθηκαν απανθρακωμένοι μετά την τεράστια πυρκαγιά που ξέσπασε στην περιοχή.

Οι αιτούντες άσυλο από τη Συρία, σύμφωνα με νεότερη έρευνα των New York Times, επέλεξαν το ρίσκο να διασχίσουν το πυκνό δάσος, αντί για το οδικό δίκτυο της περιοχής, ώστε να μην επαναπροωθηθούν ξανά…

Μήπως όμως η ΕΕ, εάν θέλει να αντιμετωπίσει ουσιαστικά τη λεγόμενη «μεταναστευτική κρίση», θα πρέπει να επανεξετάσει την πρακτική των pushback και να εστιάσει στον τρόπο με τον οποίο συναλλάσσεται εμπορικά με τον υπόλοιπο κόσμο;

Η άδικη αντιμετώπιση των Βορειοαφρικανών αγροτών

Ένα παράδειγμα της προσέγγισης που θα πρέπει να αναθεωρήσει η ΕΕ δίνει η Sylvia Kay, ερευνήτρια και συντονίστρια έργου στο Transnational Institute (TNI), η οποία δραστηριοποιείται σε θέματα που σχετίζονται με την αγροτική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη.

Όπως γράφει σε άρθρο της για το Al Jazeera, η «Ολοκληρωμένη δέσμη εταιρικών σχέσεων», που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο μεταξύ Τυνησίας και ΕΕ για την ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων και τον περιορισμό των ροών που προσπαθούν να φτάσουν στις ευρωπαϊκές ακτές διαμέσου της Μεσογείου, περιλαμβάνει παραμέτρους που πλήττουν τους Τυνήσιους αγρότες. «Σε αντάλλαγμα για τη διακοπή των μεταναστευτικών ροών, η Τύνιδα θα λάβει 255 εκατομμύρια ευρώ για εξοπλισμό, εκπαίδευση και οικονομική υποστήριξη. Μπορεί, επίσης, να λάβει επιπλέον 900 εκατομμύρια ευρώ, εάν καταλήξει σε συμφωνία με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πάνω σε διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αμφιλεγόμενων περικοπών στο πρόγραμμα επιδοτήσεων για τα τρόφιμα», σημειώνει.

Όσον αφορά την εμπορική συνιστώσα της συμφωνίας, το περιβόητο μνημόνιο συνεννόησης μεταξύ ΕΕ και Τυνησίας σκιαγραφεί, ανάμεσα σε άλλα, σχέδια για επενδύσεις στη γεωργία, την πράσινη ενέργεια και την ψηφιακή μετάβαση. «Το μνημόνιο μπορεί να θεωρηθεί ως λογική συνέχεια των εμπορικών πολιτικών της ΕΕ έναντι του νότιου γείτονά της, οι οποίες έχουν επικριθεί ότι ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τη δυστυχία των αγροτών μικρής κλίμακας και των αγρεργατών στην Τυνησία», προειδοποιεί η Kay.

Ενώ οι εταιρείες της ΕΕ έχουν κατακλύσει την αγορά της Τυνησίας με ευρωπαϊκά προϊόντα, οι Τυνήσιοι αγρότες δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τους Ευρωπαίους, κυρίως εξαιτίας των τρόπων με τους οποίους η ΕΕ συνεχίζει να προστατεύει τον εγχώριο αγροτικό της τομέα. «Ο προστατευτισμός της ΕΕ αποτυπώνεται στο γεγονός ότι οι περίοδοι κατά τις οποίες τα τυνησιακά προϊόντα έχουν προνομιακή πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ στο πλαίσιο μιας ρύθμισης τελωνειακών ποσοστώσεων, δεν ταυτίζονται με τον κύκλο παραγωγής τους στην Τυνησία. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των καρπουζιών, η κύρια καλλιεργητική περίοδος είναι μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου, ωστόσο η ΕΕ επιτρέπει αδασμολόγητες εισαγωγές μόνο μεταξύ Νοεμβρίου και Μαΐου», αναφέρει η Kay.

Οι άνισες συνέπειες της αγροτικής εμπορικής σχέσης μεταξύ Τυνησίας και ΕΕ είναι επίσης εμφανείς στο εμπόριο ελαιολάδου, ένα από τα κορυφαία εξαγώγιμα προϊόντα της Τυνησίας. «Οι ελιές στην Τυνησία καλλιεργούνται σε αρδευόμενες γεωργικές εκτάσεις, ως μονοκαλλιέργεια μεγάλης κλίμακας, αντί με παραδοσιακούς τρόπους που απαιτούν λιγότερο νερό. Περίπου το 80% του ελαιολάδου που παράγεται από αυτές εξάγεται, κυρίως σε ακατέργαστη μορφή, ιδίως στην Ισπανία και στην Ιταλία, όπου διυλίζεται και πωλείται σε Ευρωπαίους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, η Τυνησία χάνει σημαντική προστιθέμενη αξία. Στο μεταξύ, η αύξηση των τιμών των τροφίμων στη χώρα καθιστά το ελαιόλαδο ολοένα και πιο απρόσιτο για τους απλούς Τυνήσιους».

Εκτός από τις ελιές, η Τυνησία πιέζεται να καλλιεργήσει και άλλα ασύμφορα προϊόντα αγροδιατροφής προς εξαγωγή στην ΕΕ. «Ορισμένες καλλιέργειες εσπεριδοειδών και λαχανικών είναι, επίσης, υψηλής απαιτητικότητας σε νερό και κανονικά δεν θα είχε νόημα να επιλέγονται σε μια χώρα που υποφέρει από ακραία υδατική καταπόνηση, ξηρασίες και πυρκαγιές», εξηγεί η Kay.

Η στάση της Ευρώπης οξύνει το πρόβλημα της μετανάστευσης

Στο τέλος της ημέρας, οι εμπορικές πολιτικές που ευνοούν τις ευρωπαϊκές αγορές δεν θα βελτιώσουν την κοινωνικοοικονομική κατάσταση για τους Τυνήσιους και, κυρίως, για τους κατοίκους της αγροτικής υπαίθρου που σήμερα προσπαθούν να μεταναστεύσουν μαζικά από τη χώρα. Η συμφωνία της ΕΕ με την Τυνησία είναι μια κατάφωρη άρνηση αντιμετώπισης ορισμένων από τις βαθύτερες αιτίες της μετανάστευσης συνοψίζει η Kay.