ΘΕΜΑ: H παράνομη διακίνηση οπωροκηπευτικών σε γνωστά στέκια της Αθήνας

Καθοριστικής σημασίας ζήτημα για την αγροτική οικονομία, την υγιή επιχειρηματικότητα, το κόστος ζωής και τα έσοδα του κράτους είναι ο τρόπος διακίνησης των οπωροκηπευτικών. Το 38% της αξίας των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που παράγονται στην Ελλάδα είναι φρούτα και κηπευτικά. Από αυτά ένα σημαντικό μέρος εξάγεται, όμως το μεγαλύτερο μέρος διακινείται στην εσωτερική αγορά. Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπανά 684 ευρώ το έτος για την αγορά νωπών οπωροκηπευτικών, γεγονός που σημαίνει ότι, σε επίπεδο χώρας, το συνολικό ποσό αγγίζει τα 3 δισ. ευρώ. Υπάρχουν απτές αποδείξεις ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών των προϊόντων διακινείται χωρίς παραστατικά, φαινόμενο που συνεχώς διευρύνεται.
Η διεύρυνση του φαινομένου
Το φαινόμενο των μαύρων συναλλαγών και της διακίνησης προϊόντων χωρίς παραστατικά άρχισε να εντείνεται με την κατάργηση του τεκμαρτού υπολογισμού του εισοδήματος των αγροτών και την τήρηση βιβλίων εσόδων – εξόδων. Οι υψηλοί συντελεστές και η υπερφορολόγηση, η σύνδεση του εισοδήματος που προκύπτει με το ύψος των κρατήσεων για την κοινωνική ασφάλιση οδηγούν πολλούς, ειδικά τους παραγωγούς νωπών προϊόντων, να αναζητούν τρόπους διάθεσής τους χωρίς παραστατικά. Σε αυτή την «αναζήτηση», συμβάλλει η προμήθεια εισροών χωρίς αποδείξεις και η δυσκολία δικαιολόγησης εξόδων, όπως για παράδειγμα της οικογενειακής εργασίας.
Οι επιπτώσεις μιας οικονομίας δύο ταχυτήτων, δηλαδή μίας νόμιμης, που συμπιέζεται, και μίας παράνομης, που ακμάζει, είναι μεγάλες. Αγρότες πληρώνονται σε μειωμένες τιμές και συχνά τρώνε «φέσι». Υγιείς οργανώσεις παραγωγών χάνουν αγορές, περιορίζουν τον κύκλο εργασιών τους και απειλούνται με χρεοκοπία, κάτι βέβαια που ισχύει για κάθε υγιή επιχείρηση.
Μια «νέα γενιά χονδρέμπορων», που λειτουργεί –όπως και στο απώτερο παρελθόν– χωρίς παραστατικά, εδραιώνεται, καταλαμβάνοντας τον ρόλο του μεσάζοντα.
Στα στέκια τα ξημερώματα… κρίνεται η ανάπτυξη
«Αν πριν από κάποια χρόνια έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της υπερτιμολόγησης, δηλαδή κάποιους που αγόραζαν από τον παραγωγό 100 δραχμές και εμφάνιζαν 200 δραχμές, σήμερα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το αντίθετο. Δηλαδή, εκείνους που αγοράζουν με μειωμένα ή χωρίς παραστατικά», τονίζει στέλεχος υγιούς συνεταιριστικής οργάνωσης, που λειτουργεί στη Νότια Ελλάδα. «Η αδυναμία της οργάνωσης παραγωγών, ή της υγιούς επιχείρησης να λειτουργήσει με αυτές τις πρακτικές, τις πιέζει και τις βγάζει εκτός ανταγωνισμού», καταλήγει.
Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, έγινε εμφανές ότι ο τρόπος λειτουργίας αυτού του κυκλώματος είναι σε πολλούς γνωστός. Φορτηγά και νταλίκες με οπωροκηπευτικά, άλλοτε στον περιφερειακό του Γαλατσίου και της Κατεχάκη, για παράδειγμα, άλλοτε μετά τα διόδια, άλλοτε κοντά στου Ρέντη, πωλούν και μεταφορτώνουν τα ξημερώματα σε μικρότερα οχήματα προϊόντα που, τελικά, θα κατευθυνθούν στη λιανική.
Η «ΥΧ», όπως καταγράφεται και στο φωτογραφικό υλικό, τους «συνάντησε» στον Κηφισό, ξημερώματα Τετάρτης, στις 3.30 π.μ., σε μία από τις γνωστές πιάτσες. Από το φορτηγό και τη διπλή νταλίκα, μεταφορτώνονταν οι κλούβες σε μικρότερα οχήματα. Παρά το γεγονός της ύπαρξης τσιλιαδόρου, οι εμπλεκόμενοι δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Ίσως γιατί οι αρμόδιοι για τον έλεγχο και την εφαρμογή της προβλεπόμενης νομοθεσίας εκείνη την ώρα κοιμόντουσαν.
Η αντιμετώπιση
Πολλές είναι οι προτάσεις στελεχών συνεταιριστικών και άλλων επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ο Χρ. Γιαννακάκης, πρόεδρος της Κοινοπραξίας Συνεταιριστικών Οργανώσεων Παραγωγών Ημαθίας, προκρίνει, εκτός των άλλων, την τιμωρία όσων είναι παραβάτες, ξεκινώντας από την κατάσχεση του φορτίου και τη δέσμευση του φορτηγού. «Δεν μπορεί ο νόμιμος αγρότης, η σωστή συνεταιριστική οργάνωση, η ιδιωτική επιχείρηση, να αντέξουν τεράστια οικονομικά, φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη, επειδή κάποιοι παρανομούν συστηματικά», τονίζει.
Ο Θαν. Τσιοτίνας, πρόεδρος του Αγροτικού Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Αρκαδίας, τονίζει ότι «εάν το κράτος επιθυμεί την πάταξη της μαύρης αυτής οικονομίας, που μας γονατίζει όλους, δεν έχει παρά να στείλει τις υπηρεσίες του στα στέκια, καθώς και μέσα από τα διόδια το βράδυ, και να ελέγξει τα παραστατικά των φορτηγών που μπαίνουν στην Αθήνα. Οι ευθύνες των υπουργείων Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας είναι μεγάλες», καταλήγει.
Ο Νικ. Κουτλιάμπας, πρόεδρος του ΑΣΕΠΟΠ Βελβεντού, κρίνει πως όλα αυτά πρέπει να συνοδεύονται από συγκεκριμένα φορολογικά μέτρα. «Πρέπει να εφαρμοστεί ένα μεικτό σύστημα», τονίζει. «Οι αγρότες που είναι αποδεδειγμένα μέλη οργανώσεων παραγωγών, και διακινούν την παραγωγή τους μέσα από αυτές, πρέπει να φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, που δεν θα υπερβαίνει το 13%. Αντίθετα, οι μεμονωμένοι παραγωγοί πρέπει να φορολογούνται τεκμαρτά, με βάση τη δήλωση ΟΣΔΕ».
Σε κάθε περίπτωση όλοι συμφωνούν ότι εκείνο που απουσιάζει είναι η βούληση, όχι τα μέτρα.