Στροφή των Ελλήνων παραγωγών στο ηλεκτρονικό εμπόριο έφερε η πανδημία

Στο ηλεκτρονικό εμπόριο επενδύουν οι Έλληνες παραγωγοί αγροτικών προϊόντων για να αντισταθμίσουν τις όποιες αρνητικές συνέπειες έχει επιφέρει η υγειονομική κρίση στις κοινωνικές-οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες.

Με καταλύτη την πανδημία και τον φόβο της διασποράς του κορωνοϊού, δημιουργήθηκαν αρκετές ευκαιρίες και προκλήσεις, μερικές εκ των οποίων είναι η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του λιανεμπορίου (ηλεκτρονικό εμπόριο), η ώθηση που έδωσε για την περαιτέρω ανάπτυξη των ψηφιακών δεξιοτήτων, ακόμη και σε δουλειές που παραδοσιακά δεν είχαν σχέση με τις νέες τεχνολογίες, αλλά και η ευρύτερη κοινωνική δικτύωση και διάδραση.

Γεωργοί, κτηνοτρόφοι, παραγωγοί και μεταποιητές, που ασκούν οικοτεχνική δραστηριότητα, έσπευσαν να «εκμεταλλευτούν» το κληροδότημα της πανδημίας και τα δεδομένα που δρομολόγησε αυτή. Έτσι, το διαδίκτυο αποτελεί σήμερα το μεγαλύτερο αγρόκτημα για την πώληση προϊόντων απευθείας από τον παραγωγό.

Ηλεκτρονικό εμπόριο

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια του lockdown, το 28% των Ευρωπαίων αγόρασε προϊόντα μαναβικής διαδικτυακά, όταν πριν από την πανδημία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18%. Τις ανοδικές αυτές τάσεις διαπίστωσαν και οι Έλληνες παραγωγοί, οι οποίοι μπήκαν στη διαδικασία των ηλεκτρονικών πωλήσεων για να εγκλιματιστούν με τη… νέα πραγματικότητα.

Για τον μελισσοπαραγωγό από τη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνο Τσαϊλάνη ήταν η αναγκαιότητα που τον ώθησε να «βουτήξει» στον ψηφιακό κόσμο και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ενώ για τον παραγωγό από τις Σέρρες Ιωάννη Αδαμίδη, το διαδίκτυο με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ήταν μονόδρομος.

Αναγκαιότητα και για την ΚοινΣΕπ για απεξαρτημένα άτομα «ΒΙΟκοφινάκι», που είναι το αγρόκτημα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης. Όπως λέει ο Δημήτρης, μέλος της ΚοινΣΕπ, τα καλάθια με τα φρέσκα βιολογικά προϊόντα, τα οποία παραδίδονται απευθείας στην πόρτα του καταναλωτή, πωλούνταν μέσω του δικτύου πελατών που είχαν. Με την πανδημία, στράφηκαν στο διαδίκτυο και ειδικότερα στα social media.

Αντίθετα, για τον υπεύθυνο πωλήσεων της Φάρμας Γιανταμίδη στη Δυτική Μακεδονία, Ιωάννη Στόλιαρο, οι πωλήσεις των τυροκομικών προϊόντων και η διαφήμιση διαδικτυακά ήταν υποχρεωτική εξαρχής, είτε υπήρχε πανδημία, είτε όχι. «Παλιά το κάναμε χωρίς σύστημα, σήμερα όμως το κάνουμε οργανωμένα με τη δημιουργία της δικής μας οικοτεχνίας, πηγαίνοντας τα προϊόντα δωρεάν στο σπίτι», αναφέρει.

Εξοικείωση με τον ψηφιακό κόσμο

Πριν από την πανδημία και οι τρεις παραγωγοί δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη εμπειρία στο διαδίκτυο και ειδικότερα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ο κ. Τσαϊλάνης δεν ήταν εξοικειωμένος με τον ψηφιακό κόσμο, αφού διακινούσε το προϊόν του μέσω γνωριμιών και επαγγελματικών επαφών.

Η πανδημία τού άλλαξε αναγκαστικά την πορεία, ενώ τη σελίδα στο facebook τη χειρίζεται σήμερα συγγενικό πρόσωπό του. Για τον παραγωγό αμυγδάλου κ. Αδαμίδη ήταν επίσης η πρώτη φορά που κινήθηκε μέσω διαδικτύου, αφού προχώρησε στη δικτύωση της επιχείρησής του με διάφορες μικρές και μεγάλες ομάδες στο facebook που προωθούν τα ελληνικά προϊόντα.

Ο Δημήτρης από το «ΒΙΟκοφινάκι» επισημαίνει ότι η εμπειρία με το διαδίκτυο ήταν ερασιτεχνική και πως σταδιακά αντιλήφθηκαν ότι τα πάντα γίνονται μέσω του ψηφιακού κόσμου, όπως και η αύξηση των πωλήσεων.

Διαδικτυακές πωλήσεις

Από τα προϊόντα που διακινήθηκαν σε μεγάλες ποσότητες ήταν το μέλι. Όπως εκτιμά ο κ. Τσαϊλάνης, επειδή ο κόσμος ήταν κλεισμένος σπίτι και δεν είχε επιλογή για ένα διαφορετικό πρωινό λόγω κλειστών καταστημάτων, προτίμησε να τραφεί υγιεινά. «Το μέλι και το ταχίνι ήταν από τα προϊόντα που διακινήθηκαν σημαντικά στο διαδίκτυο. Σήμερα, που ο κόσμος δεν φοβάται πλέον τόσο τον κορωνοϊό, οι πωλήσεις έχουν μειωθεί αισθητά» σημειώνει και επισημαίνει ότι τα μελίσσια του δεν μπαίνουν σε κάμπους, αλλά είναι μόνο στο βουνό, ενώ από τα μέλια που προτιμήθηκαν περισσότερο ήταν το μέλι βελανιδιάς και καστανιάς.

Για τον κ. Αδαμίδη, ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις και η αύξηση των παραγγελιών ήταν ραγδαία. Όπως λέει, το μεγάλο ενδιαφέρον των καταναλωτών τον ώθησε στη δημιουργία και άλλων τριών κωδικών από παραπροϊόντα αμυγδάλου, το βούτυρο, το λάδι και το αλεύρι. «Πριν από την πανδημία δίναμε το προϊόν μας στους εμπόρους σε εξευτελιστικές τιμές. Με τη δικτύωση αυτή υπάρχει δυνατότητα το προϊόν να έχει την κατάλληλη αξία», καταλήγει.

Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος πωλήσεων της Φάρμας Γιανταμίδη αναφέρει: «Είναι δύσκολη η διαδικτυακή πώληση, το πώς θα τη μεταφέρεις στον κόσμο. Είναι δύσκολο, επίσης, να πείσεις τον πελάτη ότι θα πρέπει να στείλει την παραγγελία του στο ίντερνετ και όχι μέσω τηλεφώνου, αλλά και να πείσεις ότι το προϊόν σου είναι καλό».