Ευφυής άρδευση: Λιγότερο νερό σε βαμβάκι, σταφύλι και ελιά κατά 45%, 42% και 33% αντίστοιχα

Με την κατάθεση των στρατηγικών «Από το Αγρόκτημα στο πιάτο» και «Βιοποικιλότητα», οι οποίες συνοδεύτηκαν με την παρουσίαση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλάζουν τα δεδομένα στην αγροτική παραγωγή. Στο επίκεντρο τίθεται το ζήτημα του περιβάλλοντος, της κλιματικής αλλαγής και της διαχείρισης των φυσικών πόρων και στην περίπτωση της γεωργίας του νερού και του εδάφους.

Η ΕΕ αποφάσισε ότι η επίτευξη των παραπάνω μπορεί να γίνει με εξορθολογισμό των καλλιεργητικών πρακτικών, μεγάλες μειώσεις στις χρησιμοποιούμενες εισροές, ψηφιοποίηση σημαντικού τμήματος της παραγωγικής διαδικασίας, πρακτικές ευφυούς άρδευσης, καθώς και σύγχρονες πρακτικές λίπανσης, όπως η υδρολίπανση.

Είναι γνωστό ότι το νερό αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο του αγροδιατροφικού τομέα. Το 44% του συνολικού νερού που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη κατευθύνεται στην πρωτογενή παραγωγή, με το ποσοστό αυτό να φτάνει και το 80% σε διάφορες περιοχές, όπως αυτές της Νότιας Ευρώπης. Η κλιματική αλλαγή και ο αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνουν τη ζήτηση και, ταυτόχρονα, αλλοιώνουν την ποιότητα του αρδευτικού νερού, με αποτέλεσμα ο αγροδιατροφικός τομέας να τίθεται σε κίνδυνο.

Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, η παραγωγή τροφίμων απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού. Συγκεκριμένα, για την παραγωγή ενός κιλού μοσχαρίσιου κρέατος απαιτούνται άμεσα ή έμμεσα (όπως για την παραγωγή ζωοτροφών) 15.000 λίτρα νερού συνολικά, εκ των οποίων 617 λίτρα νερού που έχει αντληθεί. Υψηλές είναι και οι απαιτήσεις για την παραγωγή αρνίσιου κρέατος, χοιρινού, κατσικίσιου, πουλερικών, αλλά και άλλων προϊόντων ζωικής προέλευσης, όπως δέρματα, βούτυρο κ.λπ.

Επιπλέον, στην Ελλάδα, οι ποσότητες νερού ανά αρδευόμενο στρέμμα ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 376 κυβικά μέτρα. Τα σκήπτρα κρατάει το Νότιο Αιγαίο, όπου ο αριθμός φτάνει στα 576 κυβικά μέτρα. Αντίθετα, η Δυτική Μακεδονία είναι η περιοχή που χρησιμοποιεί τις μικρότερες ποσότητες νερού ανά στρέμμα, δηλαδή 248 κυβικά μέτρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο φόντο, λοιπόν, της παρουσίασης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που θέτει στο επίκεντρο τον μετασχηματισμό των συστημάτων τροφίμων προωθώντας βιώσιμες πρακτικές, ο εκσυγχρονισμός των πρακτικών άρδευσης, λίπανσης και των τεχνολογικών εργαλείων καθίσταται απαραίτητος.

Με βάση τα παραπάνω, η «ΥΧ» αναδεικνύει τα ζητήματα του εκσυγχρονισμού των πρακτικών άρδευσης και λίπανσης. Στο βαμβάκι, για παράδειγμα, η ευφυής άρδευση μειώνει σημαντικά τη χρήση του νερού, παράλληλα με τη μείωση των δαπανών ενέργειας. Στην περίπτωση της υδρολίπανσης, το αποτέλεσμα είναι η μείωση των ποσοτήτων λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται, μείωση των απωλειών και, συνεπώς, προστασία των εδαφών, στοχευμένη εφαρμογή αναγκαίων μακροστοιχείων για κάθε καλλιέργεια και κάθε τύπο εδάφους.

Λιγοτερο νερό σε βαμβάκι, σταφύλι και ελιά
Μείωση κατά 45%, 42% και 33% αντίστοιχα με την ευφυή άρδευση

Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, παρατηρείται μειωμένη διαθεσιμότητα αρδευτικού νερού, και έλλειψη των αναγκαίων εγγειοβελτιωτικών έργων. Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή οδηγεί στην εμφάνιση όλο και συχνότερων παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας, αλλά και περιόδων έντονων βροχοπτώσεων, που προκαλούν προβλήματα στις καλλιέργειες.

Τη λύση στο πρόβλημα αυτό έρχεται να δώσει η ευφυής άρδευση, μια αρδευτική στρατηγική που βασίζεται στις ακριβείς ανάγκες μιας καλλιέργειας σε αρδευτικό νερό, κάτω από συγκεκριμένες εδαφοκλιματικές συνθήκες. Στόχος της είναι να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το διαθέσιμο αρδευτικό νερό, προς όφελος της καλλιέργειας.

Η ευφυής άρδευση αξιοποιεί ειδικούς ηλεκτρονικούς αισθητήρες για να καταγράψει δεδομένα από το έδαφος και την ατμόσφαιρα, που συνδυάζονται με πληροφορίες και δεδομένα από άλλες πηγές για να δώσουν μια απλή και εύχρηστη «Συμβουλή Άρδευσης». Με απλά λόγια, με τη συμβουλή άρδευσης, ο παραγωγός γνωρίζει κάθε φορά το πότε και πόσο να ποτίσει.

Εκτός από τα προφανή οφέλη για το περιβάλλον, λόγω της μειωμένης χρήσης ενός πολύτιμου φυσικού πόρου όπως το νερό, τα οικονομικά οφέλη της ευφυούς άρδευσης είναι πολύ σημαντικά:

1. Άμεση μείωση του κόστους: Ο παραγωγός έχει καλύτερο έλεγχο της χρήσης αρδευτικού νερού και αποφεύγει την αλόγιστη χρήση του (υπεράρδευση). Έτσι, μειώνει το κόστος όχι μόνο μέσα από τη μειωμένη κατανάλωση νερού, αλλά και από τη μείωση της απώλειας θρεπτικών στοιχείων από το έδαφος λόγω έκπλυσης, που με τη σειρά της μειώνει σημαντικά την ανάγκη για συχνότερες λιπάνσεις.

2. Έμμεση μείωση του κόστους: Αναφέρεται στην καλύτερη ποιότητα παραγωγής που εξασφαλίζεται μέσω της επαρκούς παροχής νερού στην καλλιέργεια. Όταν η καλλιέργεια έχει στη διάθεσή της το νερό που χρειάζεται, παράγει περισσότερους και καλύτερης ποιότητας καρπούς, και μια καλύτερη παραγωγή οδηγεί σε αύξηση της κερδοφορίας του παραγωγού.

Επίσης, μειώνοντας την περίσσεια νερού στο χωράφι, μειώνεται σημαντικά και ο κίνδυνος ανάπτυξης και εμφάνισης ασθενειών που ευνοούνται από την αυξημένη υγρασία, άρα απαιτούνται και λιγότεροι ψεκασμοί για την αντιμετώπισή τους, άρα και μειωμένο κόστος για τη φυτοπροστασία της καλλιέργειας.

Κατά την εφαρμογή της τα τελευταία χρόνια σε διάφορες καλλιέργειες, η υπηρεσία ευφυούς άρδευσης του gaiasense έχει οδηγήσει σε μειωμένη χρήση αρδευτικού νερού κατά 45,7% στο βαμβάκι, κατά 42,7% στο επιτραπέζιο σταφύλι και κατά 33,6% στην ελιά, με το συνολικό οικονομικό όφελος που προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή ευφυούς άρδευσης, λίπανσης και φυτοπροστασίας να αγγίζει το 46%, το 47% και το 38% αντίστοιχα.

Αχμέτ Χουσεΐν, βαμβακοπαραγωγός
Τρία χρόνια ευφυούς άρδευσης, τρία χρόνια μειωμένης χρήσης νερού

Τρία χρόνια εφαρμογής της ευφυούς άρδευσης ήταν αρκετά για να επιφέρουν στον Αχμέτ Χουσεΐν μείωση της χρήσης του νερού και οικονομικό όφελος στην καλλιέργειά του. Με 750 στρέμματα βαμβάκι στην περιοχή της Γλυφάδας στη Ροδόπη, ο κ. Χουσεΐν εφαρμόζει τα τελευταία τρία χρόνια το σύστημα ευφυούς γεωργίας gaiasense της εταιρείας NEUROPUBLIC. «Το 2019 κατά την περίοδο της άρδευσης ποτίσαμε τέσσερις φορές, όταν ο αριθμός των δόσεων πριν από την εφαρμογή του συστήματος έφτανε τις εφτά», αναφέρει στην «ΥΧ».

Ο ίδιος τονίζει ότι πριν από την εφαρμογή της ευφυούς άρδευσης πότιζαν τα χωράφια τους ακόμα και αν είχε βρέξει. «Ποτίζαμε ανεξάρτητα από το αν είχε βρέξει, καθώς δεν ξέραμε πόσα κυβικά μέτρα νερού είχαν πέσει στο χωράφι. Θέλαμε να είμαστε σίγουροι ότι το χωράφι θα έχει ποτιστεί και πολλές φορές είχαμε πρόβλημα με τη ρίζα. Με την εφαρμογή του συστήματος, λαμβάναμε την κατάλληλη συμβουλή για το πότε ήταν η ιδανική στιγμή να ποτίσουμε και πόσο νερό έπρεπε να ρίξουμε. Μέσω των συμβουλών καταφέραμε να μειώσουμε τις αρδευτικές δόσεις από τις εφτά στις τρεις μέσα σε τρία χρόνια», εξηγεί ο ίδιος.