Ταυτοποίηση ποικιλιών και κλωνική επιλογή

γράφει ο Μανόλης Ν. Σταυρακάκης, ομότιμος καθηγητής ΓΠΑ

Στον ελληνικό αμπελοοινικό τομέα, οι δυνατότητες εμπλουτισμού (βελτίωσης) του ποικιλιακού δυναμικού περιορίζονται είτε στην ανάδειξη και προώθηση των «ξεχασμένων» ποικιλιών (Βιδιανό, Κυδωνίτσα, Αυγουστιάτης, Μαυροτράγανο κ.λπ.), είτε στην απομόνωση και επιλογή βιότυπων (κλώνων) των πιο σημαντικών ποικιλιών (Αγιωργίτικο, Ξινόμαυρο, Ασύρτικο) με τη μέθοδο της κλωνικής επιλογής.

Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι από τις περίπου 230 ελληνικές ποικιλίες οινοποιίας του Εθνικού Καταλόγου και τις περίπου 160 συνιστώμενες και επιτρεπόμενες, μικρό ποσοστό (8% και 11% αντίστοιχα) καλλιεργείται σε έκταση πάνω από 3.000 στρ., με τις 18 πιο σημαντικές να καταλαμβάνουν το 80% περίπου των εκτάσεων του ελληνικού αμπελώνα.

Αντίθετα, η μέθοδος του υβριδισμού (διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών της ευρωπαϊκής αμπέλου) για τη δημιουργία νέων ποικιλιών δεν βρίσκει έδαφος, ιδιαίτερα στις ποικιλίες οινοποιίας, δεδομένης της απόλυτα δικαιολογημένης εμμονής των αμπελουργών/οινοποιών/καταναλωτών στις παραδοσιακές ποικιλίες και την ποιότητα των οίνων σε διεθνές επίπεδο.

Άλλωστε, είναι και εδώ ενδεικτικό το γεγονός ότι από τα εκατοντάδες προγράμματα βελτίωσης της αμπέλου με τον υβριδισμό σε παγκόσμιο επίπεδο, ελάχιστες είναι οι νέες ποικιλίες vinifera που καλλιεργούνται για την παραγωγή οίνων (Müller-Thurgau, Alicante Bouschet).

Πρωτόκολλο κλωνικής επιλογής

Η κλωνική επιλογή αποτελεί, σε όλες τις προηγμένες αμπελουργικά χώρες, την επιστημονική μέθοδο εμπλουτισμού (βελτίωσης) του ποικιλιακού δυναμικού, ιδιαίτερα του αμπελοοινικού τομέα, με την απομόνωση και την ανάδειξη βιότυπων (κλώνων) μιας καλλιεργούμενης ποικιλίας (Vitis vinifera L.), που διαθέτουν τους ιδιαίτερους και επιθυμητούς χαρακτήρες ποιότητας σε σχέση με τον (μεσο)τυπικό βιότυπο (αρχικό κλώνο) της τυπικής ποικιλίας. Βασίζεται, δε, στην παραλλακτικότητα που υπάρχει εντός των καλλιεργούμενων ποικιλιών αμπέλου εξαιτίας ακριβώς της πολυκλωνικής τους φύσης.

Η καλλιεργούμενη ποικιλία αμπέλου (cultivated variety, cv) αποτελεί πληθυσμό φυτών που προέρχεται με αγενή πολλαπλασιασμό από περισσότερα του ενός μητρικά φυτά. Επομένως, είναι δυνατόν να διαφέρουν σε μορφολογικούς, φυσιολογικούς, παραγωγικούς ή ακόμη και σε γενετικούς χαρακτήρες, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον τυπικό αρχικό βιότυπο (κλώνο) της ποικιλίας.

Αντίθετα, τα άτομα που προέκυψαν με αγενή πολλαπλασιασμό από ένα και μόνο ένα μητρικό φυτό αποτελούν πιστά αντίγραφα του μητρικού φυτού, έχουν τον ίδιο γονότυπο (προφανώς έως ότου επισυμβεί κάποια μετάλλαξη) και συνιστούν (φυσικό) κλώνο, ενώ το προϊόν της εφαρμογής της κλωνικής επιλογής ονομάζεται επιλεγμένος κλώνος (OIV, 2017).

Με άλλα λόγια, στη φύση οι βιότυποι (φυσικοί κλώνοι) μιας ποικιλίας αμπέλου προέκυψαν κατά την πολυετή καλλιέργεια υπό την επίδραση πολλών παραγόντων (σημαντικότερος θεωρείται η συσσώρευση μεταλλάξεων) και διατηρήθηκαν στην καλλιέργεια από τον εμπειρισμό του διαχρονικού αμπελουργού.

Αντίθετα, ο επιλεγμένος κλώνος είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής της κλωνικής επιλογής βάσει συγκεκριμένων και προκαθορισμένων κριτηρίων, χαρακτηρίζεται δε από φυσιολογικές και παραγωγικές ιδιότητες που διαφέρουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από την τυπική ποικιλία. Η κάθε αμπελουργική χώρα έχει το δικό της πρωτόκολλο κλωνικής επιλογής, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες και το επίπεδο ανάπτυξης, που διαφέρει στον βαθμό αυστηρότητας των κριτηρίων, του αριθμού και της διάρκειας των επιμέρους πειραματικών σταδίων, του ελέγχου της φυτοϋγείας κ.ά.

Στην Ελλάδα, έπειτα από προσπάθειες πολλών ετών (το πρώτο σχέδιο ΥΑ υποβλήθηκε από την αρμόδια επιτροπή κλωνικής επιλογής το 2000), υπογράφτηκε επιτέλους η ΥΑ 1847/60594/2016 («Τεχνικός κανονισμός επιλογής και αποδοχής κλώνων ποικιλιών και κλώνων υποκειμένων αμπέλου»).

Ωστόσο, πριν καν εφαρμοστεί, επιχειρήθηκε η ακύρωσή της σε νομικό επίπεδο, καθώς και με την υποβολή «επικαιροποιημένων» σχεδίων που ανέτρεπαν τη φιλοσοφία και επιστημονική βάση της παραπάνω ΥΑ, περιείχαν δε μεταξύ άλλων τη φωτογραφική διάταξη για την εγγραφή του «πρώτου» (παγκόσμια πρωτοτυπία) κλώνου στον Εθνικό κατάλογο μόνο με τα κριτήρια της ταυτότητας της ποικιλίας και της υγιεινής κατάστασης των φυτών, παραλείποντας, σε αντίθεση με τα ισχύοντα πρωτόκολλα σε όλες τις αμπελουργικές χώρες συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, όλα τα αγρονομικά χαρακτηριστικά (φαινολογικά, μορφολογικά, βιοχημικά, φυσιολογικά, παραγωγικά κ.ά.) για τα οποία έγινε η κλωνική επιλογή και τα οποία διαφοροποιούν τον επιλεγμένο κλώνο από την τυπική ποικιλία.

Η παραπάνω διάταξη δεν ακυρώνει απλώς την επιστημονική και πρακτική μεθοδολογία της κλωνικής επιλογής (που είναι μια πολυετής και πολύ δαπανηρή διαδικασία), αλλά θέτει σε κίνδυνο αυτές καθαυτές τις ελληνικές ποικιλίες αμπέλου.

Τι πρέπει να γίνει

Συνοπτικά, δύο υπουργικές αποφάσεις είναι αναγκαίες για την επίλυση των προβλημάτων που αναφέρονται στις ελληνικές ποικιλίες αμπέλου:

✱ Η άμεση έγκριση και η ταχεία υλοποίηση της πρότασης ΚΕΟΣΟΕ/ΕΔΟΑΟ.

✱ Η σύσταση της επιτροπής κλωνικής επιλογής του ΥΠΑΑΤ.

Στα αποτελέσματα των δράσεων αυτών θα βασιστεί τόσο η αναθεώρηση του εθνικού καταλόγου ποικιλιών αμπέλου όσο και η ανασύσταση της εθνικής αμπελογραφικής συλλογής.

Προϋπόθεση εφαρμογής της κλωνικής επιλογής στην ελληνική αμπελουργία

Βασική και αναγκαία προϋπόθεση είναι η ταυτοποίηση και διάκριση των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου με την αμπελογραφική περιγραφή και τους μοριακούς δείκτες SSR, όπως αναλυτικά περιγράφεται στην ολοκληρωμένη πρόταση ΚΕΟΣΟΕ/ΕΔΟΑΟ που έχει υποβληθεί στο ΥΠΑΑΤ. Είναι πράγματι λυπηρό, αλλά ακόμη και σήμερα το σύνολο των ελληνικών ποικιλιών στερείται πλήρους αμπελογραφικής περιγραφής σύμφωνα με τον ΚΑΠ του OIV και κυρίως δεν υπάρχει το γενετικό πρότυπο κάθε ποικιλίας. Ασφαλώς και έχουν γίνει από ομάδες ερευνητών αμπελογραφικές μελέτες και ερευνητικές εργασίες με μοριακούς δείκτες στις ελληνικές ποικιλίες, που συνέβαλαν στην διάκριση ορισμένων εξ αυτών. Δεν υπήρξε, όμως, κεντρικός συντονισμός, ώστε να μελετηθούν οι ίδιοι αμπελογραφικοί χαρακτήρες/μοριακοί δείκτες και, κυρίως, ενιαία και κοινή μεθοδολογία τόσο στη διαδικασία της αμπελογραφικής περιγραφής όσο και των συνθηκών στον γενετικό αναλυτή. Γι’ αυτό και τα αποτελέσματα είναι συχνά αντιφατικά.

Για τους λόγους αυτούς, απαιτείται η υλοποίηση της πρότασης της ΚΕΟΣΟΕ/ ΕΔΟΑΟ, ώστε να γίνει πλήρης αμπελογραφική περιγραφή και αντιστοίχιση των αντιπροσωπευτικών μεσοτυπικών δειγμάτων των ελληνικών ποικιλιών που διατηρούνται στις αμπελογραφικές συλλογές και στα κέντρα καλλιέργειας, ενώ θα χρησιμοποιηθεί και μεγάλος αριθμός μοριακών δεικτών SSR για τον προσδιορισμό του γενετικού αποτυπώματος. Ο καθολικά αποδεκτός, αντιπροσωπευτικός αυτός βιότυπος (κλώνος) της ποικιλίας θα αποτελεί και το πρότυπο αναφοράς και σύγκρισης για τους επιλεγμένους κλώνους. Μόνο με τον τρόπο αυτόν θα είναι εφικτή τόσο η απόκτηση γνήσιου και πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού όσο και η εφαρμογή του όποιου πρωτοκόλλου κλωνικής επιλογής.