Η «τέλεια καταιγίδα» στις διεθνείς αγορές και η μεγάλη ευκαιρία του ελληνικού βαμβακιού

Οι λόγοι που προμηνύουν φέτος τιμές με το «6» μπροστά για σύσπορο και παραγωγούς

Αν η περσινή χρονιά μπορούσε, ένεκα COVID-19, να συμπυκνωθεί στη φράση να «φύγει και να μην ξανάρθει», η φετινή προδιαγράφεται τελείως διαφορετική για την εγχώρια αλυσίδα παραγωγής βάμβακος.

Λίγο πριν από την «επίσημη» έναρξη της εκκοκκιστικής σεζόν και με τις βαμβακοσυλλεκτικές να έχουν ήδη μπει στα πρώτα χωράφια των πρώιμων περιοχών, τα δεδομένα φαντάζουν πολύ πιο ευνοϊκά για όλους όσοι εμπλέκονται στην καλλιέργεια και στη διάθεση του εμβληματικού αυτού προϊόντος.

Το πρώτο και πλέον εμφανές έχει να κάνει με τις χρηματιστηριακές τιμές οι οποίες, εδώ και αρκετές εβδομάδες, κινούνται πάνω από τα 90 σεντς/λίμπρα, φτάνοντας κάποια στιγμή στην περιοχή των 95 σεντς, νούμερα που καθιστούν εφικτές τιμές της τάξης των 60 και πλέον λεπτών/κιλό για το σύσπορο και τον παραγωγό.

Το δεύτερο σχετίζεται με το γεγονός ότι αυτά τα επίπεδα τιμών δεν τροφοδοτούνται μόνο από τα γνωστά και μη εξαιρετέα «παιχνίδια» των κερδοσκόπων (αναμενόμενα έως έναν βαθμό, λόγω και του γενικότερου ράλι των αγροτικών εμπορευμάτων), αλλά κυρίως από τη φυσική ζήτηση η οποία, μετά από μια υποτονική χρονιά, έχει ανακάμψει πλέον για τα καλά.

Σε τροχιά bull market

Το τρίτο στοιχείο που πρέπει να έχει κανείς κατά νου είναι ότι η ζήτηση αυτή σε καμία περίπτωση δεν υπερκαλύπτεται από την προσφορά, μάλλον το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει.

Τα τελευταία στοιχεία της Διεθνούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Βάμβακος (ICAC) είναι ενδεικτικά: H παγκόσμια παραγωγή για το 2021/2022 εκτιμάται στους 24,9 εκατ. τόνους, τη στιγμή που η κατανάλωση αναμένεται αυξημένη κατά 12,4% στους 25,5 εκατ. τόνους (περίπου όσο δηλαδή και το 2020/2021) και η ανισορροπία αυτή θα έχει ως συνέπεια τα τελικά αποθέματα να μειωθούν στους 19,7 εκατ. τόνους, ήτοι 5% κάτω σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο.

Συνοψίζοντας τα στοιχεία αυτά, η ICAC κάνει λόγο για μια «τέλεια καταιγίδα», η οποία οδηγεί το βαμβάκι σε μια αγορά «ταύρων» (bull market). Φυσικά, ο αστερίσκος της COVID-19 και, συνακόλουθα, ενός νέου κύματος περιοριστικών μέτρων, εξακολουθεί να υφίσταται, όμως αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, δεν δείχνει ικανός να σκιάσει την κατά τα άλλα πολύ θετική εικόνα.

Το τέταρτο και εξίσου σημαντικό δεδομένο αφορά την ιδιαίτερη συνθήκη που έχει διαμορφωθεί διεθνώς με τις αυξήσεις στα ναύλα και, γενικότερα, τα προσκόμματα στις μεταφορές. Οι συσχετισμοί ευνοούν τη χώρα μας η οποία, λόγω της εγγύτητας με την Τουρκία και με άλλες χώρες-καταναλωτές της λεκάνης της Μεσογείου (π.χ. Αίγυπτος) και σε αντίθεση με άλλους ανταγωνιστές, μπορεί να εγγυηθεί ταχύτερες και παράλληλα πιο οικονομικές παραδόσεις, ακόμα και παρακάμπτοντας (όπως στην περίπτωση της Τουρκίας) τα όποια προβλήματα σχετίζονται με τα λιμάνια.

Αυτό αποτυπώνεται ήδη στο ζωηρό ενδιαφέρον των ξένων και δη των Τούρκων αγοραστών, αποδέκτες του οποίου γίνονται τις τελευταίες εβδομάδες τα ελληνικά εκκοκκιστήρια. Εκτιμάται ότι, μέχρι στιγμής, ένα ποσοστό της τάξης του 30% της εκτιμώμενης εγχώριας παραγωγής εκκοκκισμένου έχει προπωληθεί και αυτό το διάστημα οι επιχειρήσεις έχουν «φρενάρει» τις πωλήσεις, εν αναμονή της νέας παραγωγής.

Η τελευταία διαφαίνεται πολύ καλή, δεδομένου ότι σε γενικές γραμμές η καλλιεργητική σεζόν κύλησε ομαλά και ευχή όλων είναι ο καιρός να μην επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις σε αυτά τα «τελευταία μέτρα» πριν από τη συγκομιδή.

Το ντεμπούτο των προαγορών

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η φετινή καλλιεργητική χρονιά ήταν ιδιαίτερη και για ακόμα έναν λόγο: Ύστερα από ζυμώσεις χρόνων και με την υποστήριξη της Διεπαγγελματικής (ΔΟΒ), το μοντέλο των προαγορών (της δυνατότητας δηλαδή πριν ακόμα ξεκινήσει η καλλιέργεια να συνάπτονται συμβόλαια μεταξύ παραγωγών και εκκοκκιστηρίων με συγκεκριμένη τιμή για ένα μέρος της παραγωγής) εφαρμόστηκε σε ευρεία κλίμακα.

Είναι προφανές ότι η πρωτοβουλία αυτή λειτούργησε ως ανάχωμα και για τη μείωση των στρεμμάτων, η οποία, αντίθετα με τις αρχικές δυσοίωνες εκτιμήσεις, περιορίστηκε στο 5%-6%.

Αν και οι τιμές στις οποίες κλείστηκαν οι εν λόγω συμφωνίες υπολείπονται αυτών που διαφαίνονται σήμερα, κάτι που δεν αποκλείεται να βάλει κάποιους καλλιεργητές σε δεύτερες σκέψεις, παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι το όφελος από την ενεργοποίηση αυτού του εργαλείου είναι ευρύτερο και πιο μακροπρόθεσμο.

Kι αυτό γιατί, όπως τονίζουν, συμβάλλει στην εμπέδωση μιας διαφορετικής λογικής στην αλυσίδα παραγωγής βάμβακος, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα στον αγρότη, πέρα από ένα «δίχτυ ασφαλείας», να εκμεταλλευτεί και τις δυνατότητες που προσφέρει ανά πάσα στιγμή η διεθνής αγορά.