Οι τελετουργίες, τα έθιμα και οι συμβολισμοί του Δωδεκαημέρου

Πολλά από τα παραδοσιακά και πανάρχαια έθιμα την περίοδο του Δωδεκαημέρου, δηλαδή από τα Χριστούγεννα έως την παραμονή των Θεοφανίων, έχουν ξεκινήσει από τους αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς και συνδέονται με τον φυσικό κόσμο και τις αντιλήψεις τους γι’ αυτόν. Σχετίζονται άμεσα με την καλλιέργεια της γης, τη σοδειά, την ευκαρπία και την ευφορία, αλλά και τις παραδοσιακές επαγγελματικές ασχολίες των κοινοτήτων που τα γέννησαν και τα καθιέρωσαν.

Πολλά από αυτά διατηρούνται και αναβιώνουν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας με τοπικές, όμως, παραλλαγές και είναι κοινά σε όλους τους χριστιανικούς πολιτισμούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τα περισσότερα τελετουργικά έθιμα είναι γνωστά από τη θρησκευτική λαογραφία ως «έθιμα ευετηρίας», δηλαδή ο συνειρμικός ή μαγικός τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την υγεία, την ευγονία, την ευφορία των καρπών και τη γονιμότητα των ζώων, ώστε να πάει η χρονιά καλά.

«Είναι τα έθιμα που έχουν διαβατήριο χαρακτήρα, δηλαδή ο παραδοσιακός άνθρωπος και οι αγροτοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί είχαν ταυτίσει τον κύκλο του χρόνου με τις γεωργικές ασχολίες, γι’ αυτό και τα παραδοσιακά έθιμα έχουν εποχικό χαρακτήρα. Θεωρούσαν ότι αυτή η περίοδος τους εισάγει στην άνοιξη που έρχεται και στην καρποφορία. Άρα, είναι μια περίοδος διάβασης σε έναν νέο κόσμο, σε μια νέα φάση και αυτήν τη διάβαση προσπαθούσαν να την περιχαρακώσουν συνειρμικά ή μαγικά με τα έθιμα αυτά», εξηγεί στην «ΥΧ» ο καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Μανώλης Βαρβούνης.

Τονίζει, πάντως, ότι η είσοδος των μηχανών στις γεωργικές καλλιέργειες έχει αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο παραγωγής, αλλά και όλα τα έθιμα που σχετίζονται με τον παλιό και παραδοσιακό τρόπο. Συνεπώς, τα έθιμα μεταλλάσσονται και οι άνθρωποι διατηρούν αυτά που τους αρέσουν.

Η βασιλόπιτα

Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η βασιλόπιτα, που σήμερα είναι γλυκιά. Παλαιότερα, κατά την παράδοση, η βασιλόπιτα ήταν αλμυρή και συνήθως κρεατόπιτα. Η γλυκιά ήρθε από την Ευρώπη, μπήκε πρώτα στα αστικά κέντρα και έπειτα επεκτάθηκε. «Οι καθολικοί, από τους οποίους προέρχεται η βασιλόπιτα, έφτιαχναν το Gâteau des rois, δηλαδή το γλυκό των βασιλιάδων προς τιμήν των Τριών Μάγων, τους οποίους γιορτάζουν ως Αγίους και τους θεωρούσαν βασιλιάδες.

Στην Ελλάδα, έγινε βασιλόπιτα και για να ενταχθεί στον ορθόδοξο κόσμο και να της δώσουν χριστιανικό χαρακτήρα ονομάζεται ‘‘αγιοβασιλειόπιτα’’», επισημαίνει ο κ. Βαρβούνης. Η εισαγωγή του νομίσματος, του φλουριού, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, έγινε μεταγενέστερα.

Τα τελετουργικά της φωτιάς

Τα ευετηριακά έθιμα έχουν τη δική τους εξέλιξη και ερμηνεία. Τα τελετουργικά της φωτιάς έχουν ξεκινήσει από την προσπάθεια των ανθρώπων να προσεταιριστούν και να οικειοποιηθούν τη δύναμη του ήλιου. Επειδή δεν μπορούσαν να το κάνουν, κατασκεύαζαν μια τελετουργική φωτιά, όχι για να ζεσταθούν ή να μαγειρέψουν, αλλά για εθιμικούς λόγους. Πηδούσαν πάνω από αυτήν, θεωρώντας ότι είναι ένα μικρό ομοίωμα επί γης του ήλιου και έκαναν μια τελετουργία στη φωτιά για να πάρουν τις δυνάμεις του ήλιου.

Στα τζάκια των σπιτιών, έχει άλλη ερμηνεία. «Η δοξασία για το ‘‘εστιακό πυρ’’ είναι διαφορετική», αναφέρει ο κ. Βαρβούνης. «Επειδή το τζάκι ήταν το κέντρο της ζωής του κάθε σπιτιού και ήταν ένα άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, θεωρούνταν ένα μέρος ιερό και προσπαθούσαν με το Χριστόξυλο, τα καταχύσματα, το ρύζι, τους ξηρούς καρπούς, τους σπόρους και τα όσπρια να το ράνουν τελετουργικά και να ενισχύσουν τη δύναμη της φωτιάς από την οποία εξαρτιόταν η καθημερινή τους ζωή».

Αναβίωση

Για τον καθηγητή Λαογραφίας, κ. Βαρβούνη, δύο είναι οι σημαντικότεροι λόγοι που διατηρούνται και αναβιώνουν τα έθιμα: «Το εθιμικό φορτίο και πολιτιστικό απόθεμα που μας έχει έρθει από το παρελθόν και το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα εξυπηρετεί αφενός ψυχολογικές ανάγκες του λαού και αφετέρου την ανάγκη σύνδεσης με το παρελθόν». Κατά κύριο λόγο, όπως επισημαίνει, «συνεχίζονται εκείνα τα έθιμα που αντιστοιχούν στις αντιλήψεις και στις ψυχικές ανάγκες του κόσμου π.χ. το λεγόμενο ποδαρικό.

Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο αναβιώνουν τα έθιμα ή ξαναέρχονται στην επιφάνεια, είναι το γεγονός ότι αρκετοί πληθυσμοί, Ανατολικορωμυλιώτες, Πόντιοι κ.λπ. θεωρούν ότι συνδέονται με την πολιτισμική ταυτότητά τους και τη μνήμη των πατρίδων τους και της καταγωγής τους. «Φτιάχνω αυτό το φαγητό, γιατί το έκανε η γιαγιά μου και είναι η παράδοση του τόπου από τον οποίο προερχόμαστε.

Άρα, είναι ένας τρόπος να κρατήσω τη σύνδεσή μου με αυτό που θεωρώ ότι είναι οι πολιτισμικές ρίζες μου», καταλήγει ο κ. Βαρβούνης.

Οι καλικάντζαροι και οι μεταμφιέσεις

Μια άλλη πανάρχαια δοξασία είναι οι καλικάντζαροι. Ο τρόπος με τον οποίο κατανοούσαν και ερμήνευαν οι άνθρωποι τις ψυχές των νεκρών. «Σημαίνει ότι εκείνες τις ημέρες σπάνε τα όρια μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου και οι ψυχές των νεκρών ξεχύνονται πάνω στη γη για ένα μικρό διάστημα.

Οι καλικάντζαροι ήταν ο τρόπος με τον οποίο επισκέπτονταν οι άνθρωποι τις ψυχές των νεκρών και οι μεταμφιέσεις του δωδεκαημέρου, στις διάφορες τοπικές παραλλαγές, με προβιές μάσκες κ.λπ., είναι ο τρόπος με τον οποίο παρίσταναν τις ψυχές των νεκρών σε δύο περιόδους, των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Η εκκλησία που τα βρήκε και, εν μέρει τα ενσωμάτωσε, καθιέρωσε τα Ψυχοσάββατα», υπογραμμίζει.