Το καθεστώς φορολόγησης των αγροτικών εισροών

Το καθεστώς φορολόγησης των εισροών αποτέλεσε την πιο προσφιλή πολιτική επηρεασμού του κόστους παραγωγής στην Ελλάδα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης του πετρελαίου, ήταν η σημαντικότερη ενίσχυση προς τη γεωργία, με καθαρά εθνικούς πόρους.

Πολιτικές ενίσχυσης των εισροών με εθνικούς πόρους εφαρμόζονται και σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η διαφορά όμως έγκειται στο ότι στις χώρες αυτές, τα όποια μέτρα εντάσσονται σε μία συνεκτική πολιτική μείωσης του κόστους και βελτίωσης της παραγωγικότητας. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας εφαρμογής του μέτρου αυτού στην Ελλάδα φαίνεται και από το γεγονός ότι η επιστροφή του ΕΦΚ σε μία εκμετάλλευση δεν γινόταν με βάση την πραγματική κατανάλωση πετρελαίου, αλλά με κριτήριο να μειωθεί γενικά το κόστος παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, ότι αυξομειώσεις στην επιστροφή του φόρου, συχνά ήταν αποτέλεσμα αγροτικών κινητοποιήσεων και ανάλογων αιτημάτων των αγροτών. Σε κάθε περίπτωση, οι μνημονιακές δεσμεύσεις κατήργησαν ουσιαστικά το μέτρο και τη σημασία του.

Τα τελευταία χρόνια, λόγω και της παραπάνω εξέλιξης, οι συντελεστές ΦΠΑ στις εισροές προβάλλονται ως σημαντική πολιτική επηρεασμού του κόστους παραγωγής. Το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα από τις πρόσφατες παρεμβάσεις των πολιτικών αρχηγών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Είναι γεγονός ότι μετά τις τελευταίες αυξήσεις, η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο συντελεστής του 24% επιβαρύνει τη μεγάλη πλειοψηφία των αγροτικών εισροών, ενώ ο χαμηλός συντελεστής του 13% επιβαρύνει ελάχιστες. Στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση των 28, μόνο τέσσερις χώρες έχουν υψηλότερο συντελεστή: Η Δανία, η Κροατία και η Σουηδία με 25% και η Ουγγαρία με 27%. Ωστόσο, η τήρηση λογιστικών βιβλίων, που επεκτείνεται πλέον σε μεγάλες ομάδες αγροτών, ειδικά των κατ’ επάγγελμα, και η δυνατότητα που παρέχεται να μετακυληθεί ο φόρος στον τελικό καταναλωτή του αγροτικού προϊόντος, εξανεμίζει την αποτελεσματικότητα του μέτρου. Επιπλέον, σημαντικό μέρος των συναλλαγών τόσο για την αγορά εφοδίων και εισροών όσο και την πώληση προϊόντων, γίνεται χωρίς παραστατικά.

Συνεπώς, υπολογισμοί όπως ότι η μεταφορά των αγροτικών εισροών, αξίας 5 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου στο χαμηλό συντελεστή, θα μειώσει το κόστος παραγωγής κατά 500 εκατομμύρια ευρώ, οδηγούν σε ιδιαίτερα λανθασμένα συμπεράσματα.

Οι πολιτικές μείωσης του κόστους παραγωγής πρέπει να αναζητηθούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Πρέπει να αναζητηθούν στην αντιμετώπιση φαινομένων που αυξάνουν την τιμή του κριθαριού από τον γεωργό που το παράγει στον κτηνοτρόφο που το αγοράζει για ζωοτροφή κατά 90%, εξ ’αιτίας της διαμεσολάβησης ενός εμπόρου. Στα φαινόμενα που όσο η διεθνής τιμή της σόγιας μειώνεται, οι σύνθετες ζωοτροφές στην Ελλάδα αυξάνονται. Ή όσο η τιμή πετρελαίου, φυσικού αερίου και πρώτων υλών μειώνονται, οι τιμές λιπασμάτων αυξάνονται. Ή επίσης, στην αντιμετώπιση του φαινομένου που καταγράφει η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι οι τιμές κάποιων φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα είναι ακόμη και διπλάσιες από τις τιμές των ίδιων σκευασμάτων που κυκλοφορούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Συνεπώς, η μείωση του κόστους δεν αφορά απλά σε κάποια φορολογικά μέτρα. Αφορά πρώτα και κύρια στη λειτουργία του ανταγωνισμού και τη δεσπόζουσα θέση που κατέχουν κάποιοι. Αφορά, τέλος, στην ανάγκη κινητοποίησης του συνεταιριστικού οικοδομήματος που καλείται να εργαστεί για την ισχυροποίηση της θέσης του αγρότη.

Νίκος Λάππας