Β. Ιταλία: Υπολείμματα παράνομων φυτοφαρμάκων μαρτυρούν οι μελισσοκομικές κυψέλες
Την παρουσία 63 διαφορετικών υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε κυψέλες στη Βόρεια Ιταλία, με 15 από αυτά να μην έχουν εγκριθεί για χρήση βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντόπισαν Ιταλοί επιστήμονες μέσω του ευρωπαϊκού έργου BeeNet, που πραγματοποιείται υπό την ηγεσία του ιταλικού υπουργείου Γεωργίας. Οι ερευνητές σε μία μελέτη, στο πλαίσιο του έργου, που δημοσιεύτηκε στο Science of the Total Environment, διαπίστωσαν ότι η υγεία των κυψελών μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης για την παρουσία και τη μετατόπιση των υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στο περιβάλλον.
Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές της ομάδας μελέτης εξέτασαν 373 δραστικά συστατικά, αντλώντας δεδομένα από 25 σταθμούς την περίοδο 2021-2022. Από αυτά που εξετάστηκαν, οι ερευνητές βρήκαν υπολείμματα 63 φυτοφαρμάκων στις κυψέλες της μελέτης τους, ενώ μόνο το 16% των δειγμάτων ήταν χωρίς υπολείμματα. Αντίθετα, το 72% περιείχε τουλάχιστον δύο διαφορετικά φυτοφάρμακα και το 7% των δειγμάτων υπερέβαινε το όριο κινδύνου για τις μέλισσες.
Το 72% των δειγμάτων περιείχε τουλάχιστον δύο διαφορετικά φυτοφάρμακα, ενώ το 7% υπερέβαινε το όριο κινδύνου για τις μέλισσες
Κάθε σταθμός BeeNet περιείχε πέντε κυψέλες, από τις οποίες συλλέχθηκαν γύρη και μέλι. Τα πιο συχνά σε παρουσία φυτοφάρμακα που ανιχνεύθηκαν περιελάμβαναν έξι μυκητοκτόνα και ένα ζιζανιοκτόνο. Σύμφωνα με μία διαφορετική έρευνα που είχε δημοσιευθεί στο Science of The Total Environment, οι μέλισσες που εκτίθενται σε συνθετικά φυτοφάρμακα (ιδιαίτερα πυρεθροειδών και νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων) αντιμετωπίζουν δυσμενείς επιπτώσεις στη μικροχλωρίδα του εντέρου τους, επηρεάζοντας τελικά την ευημερία τους, αλλά και το σύνολο της βιοποικιλότητας.
Παρόμοια η εικόνα και στην Ελλάδα
Παρόμοια έρευνα έχει πραγματοποιηθεί και σε ελληνικό επίπεδο μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος INSIGNIA, το οποίο είχε παρουσιάσει η «ΥΧ». Όπως αναφέρει στην «ΥΧ» η Δρ Φανή Χατζήνα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, που συμμετείχε στο πρόγραμμα, «η έρευνα που πραγματοποιήσαμε τότε κατέγραψε ότι περίπου το 40% των φυτοφαρμάκων που ανιχνεύθηκαν μέσα στις κυψέλες σε καθεμία από τις εννέα χώρες που συμμετείχαν, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, παρόλο που ήταν σε μικρές ποσότητες, αφορούσε παράνομα προϊόντα, με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από τη χρήση στη γεωργία, καθώς ελάχιστα από αυτά ήταν μελισσοκομικά φάρμακα. Επίσης, βρέθηκε και μία χημική ουσία, η οποία δεν ξέρουμε πώς μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί».
Και συνεχίζει: «Μέσω της έρευνας και της συνεργασίας, διαμορφώσαμε έναν οδηγό για το πώς μπορούμε να δουλέψουμε περαιτέρω και, αφού στάλθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μας ανέθεσαν να συνεχίσουμε την ίδια δουλειά, αλλά πιο εκτεταμένη, στο σύνολο των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του προγράμματος INSIGNIA EU».
Φυτοφάρμακα και μέλισσες
Οι αρνητικές επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων στις μέλισσες και σε άλλους επικονιαστές και η σχέση μεταξύ φυτοφαρμάκων και μείωσης των επικονιαστών είναι καλά τεκμηριωμένη, σύμφωνα με την έρευνα. Την τελευταία δεκαετία, η παγκόσμια χρήση φυτοφαρμάκων στη γεωργία (kg/ha) παρέμεινε σταθερή, μετά από μια περίοδο αύξησης τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά 50%. Ωστόσο, οι πρόσφατες τάσεις δείχνουν μια αναζωπύρωση της εφαρμογής φυτοφαρμάκων, που αποδίδεται στην εντατικοποίηση των γεωργικών πρακτικών, όπως υποστηρίζει η έρευνα επικαλούμενη στοιχεία του FAO.
Πρόσφατα, το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε τη σημασία του ρόλου των επικονιαστών και της προστασίας τους, υποστηρίζοντας μια σειρά πρωτοβουλιών σε διάφορα επίπεδα. Ειδικότερα, δόθηκε έμφαση σε εκείνα που στοχεύουν στη διαχείριση των αγροοικοσυστημάτων όπως η πρωτοβουλία για τους επικονιαστές της ΕΕ, η στρατηγική της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα για το 2030 και η στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο πιάτο». Αυτές οι στρατηγικές έχουν επικεντρωθεί στην αύξηση των βιώσιμων γεωργικών πρακτικών και στη διαφοροποίηση των γεωργικών συστημάτων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων στους φυσικούς πόρους και τη βιοποικιλότητα των εντατικών γεωργικών συστημάτων.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τους επιστήμονες του έργου, η παρακολούθηση των οικοσυστημάτων, ιδιαίτερα της ποιότητας των αγροοικοσυστημάτων, είναι ζωτικής σημασίας. Αυτή η παρακολούθηση είναι επιτακτική για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που αποσκοπούν στη μείωση της διασποράς των αγροχημικών στο περιβάλλον και, κατά συνέπεια, στη βιωσιμότητα και την ευημερία των επικονιαστών.