«Βαθύ Κόκκινο» («Deep Red»/«Profondo Rosso», 1975): Το σημαντικότερο ιταλικό «τζάλο» έκλεισε μισό αιώνα ζωής

Υπόθεση: Ένας πιανίστας της τζαζ γίνεται μάρτυρας της βάναυσης δολοφονίας της γειτόνισσας του πάνω ορόφου από έναν άγνωστο. Στον απόηχο του στυγερού εγκλήματος, αποφασίζει συνεργαστεί με μια δημοσιογράφο για να το εξιχνιάσει. Ωστόσο, αυτή η πρωτοβουλία θα βάλει αμφότερους στο στόχαστρο του δολοφόνου.
Ο όρος «τζάλο» («giallo») προσδιορίζει το υποείδος ταινιών τρόμου που αναπτύχθηκε στην Ιταλία αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960 και γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη δεκαετία του 1970. Κυρίαρχο στοιχείο της συνταγής ήταν η μείξη του «σλάσερ» τρόμου και του έντονου στιλιζαρίσματος, εμπεριέχοντας μυστήριο, ενέχοντας διαστάσεις ψυχολογικού θρίλερ, ενδίδοντας στον φετιχισμό τόσο των σκηνών φόνου όσο και του γυναικείου σώματος και υιοθετώντας μια εν γένει ηδονοβλεπτική ματιά, η οποία μετέτρεπε τον θεατή σε σιωπηλό «συνένοχο».
Μερικά χρόνια πριν από το εμβληματικό φιλμ «Deep Red» (1975), που έμελλε να σημαδέψει την πορεία του ιταλικού υποείδους, ο Ντέιβιντ Χέμινγκς είχε πρωταγωνιστήσει στο σουρεαλιστικό αριστούργημα του, επίσης, Ιταλού σκηνοθέτη Μικελάντζελο Αντονιόνι, «Blow-Up». Τότε, ο φωτογενής Βρετανός ηθοποιός είχε ερμηνεύσει έναν… φωτογράφο από τον χώρο της μόδας, ο οποίος, θέλοντας να αποδράσει από την πληκτική του καθημερινότητα, είχε αυθυποβάλει τον εαυτό του ως ακούσια εμπλεκόμενο σε μια υπόθεση δολοφονίας. Η απόσταση από τον Τόμας του «Blow-Up» μέχρι τον Μαρκ του «Deep Red» δεν είναι και τόσο μεγάλη, σε αυτή την ιστορικής σημασίας και επιτυχίας –για το είδος της– ταινία του Ντάριο Αρτζέντο, πιστοποιώντας ότι ο Χέμινγκς γεννήθηκε για να ερμηνεύει «βαλτωμένες» καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της διπλανής πόρτας, αλλά και να… σκαλίζει υποθέσεις φόνων σε έργα Ιταλών σκηνοθετών.
Παραμένει αγέραστο
Η δε ταινία, ένα κλασικό «σλάσερ» τρόμου που παραδίδει σεμινάρια στιλιζαρίσματος, στέκεται εκπληκτικά για τα χρόνια της (σ.σ. πριν από λίγο καιρό συμπλήρωσε 50 χρόνια ύπαρξης, καθώς έκανε πρεμιέρα στις 7 Μαρτίου του 1975 στη Ρώμη), με μοντέρνα κινηματογράφηση (ξεχωρίζουν τα ζωηρά χρώματα, οι κυκλωτικές κινήσεις του φακού, οι περίεργες γωνίες λήψης, τα φαντασμαγορικά έως άβολα και ανατριχιαστικά γκρο πλαν –σε μάτια και περίεργα αντικείμενα– και οι ευφάνταστες γεωμετρίες), «σφαχτικό» –σαν το αιχμηρό όπλο του εγκλήματος– μοντάζ, αριστουργηματικά στοιχειωτική σκηνογραφία (από τη γειτονιά του Μαρκ με το συνοικιακό μπαρ, όπου ξεκινούν όλα, μέχρι την εγκαταλειμμένη βίλα όπου «ξεθάβονται» τα ένοχα μυστικά) και άψογα εδραιωμένο μυστήριο, το ατμοσφαιρικό ξεδίπλωμα του οποίου επιφέρει συγκλονιστικές κλιμακώσεις/ανατροπές.
Ο Αρτζέντο είναι ένας μάγος του στιλιζαρίσματος, κάτι το οποίο είναι εμφανές τόσο στην απεικόνιση αυτής καθαυτής της φρικώδους βίας όσο και στην έντονη χρωματική παλέτα και τις ενοχλητικές εικόνες, που σε βγάζουν από τη βολή σου. Η κάμερα ελίσσεται και ξεγλιστρά στους διαδρόμους σαν σιωπηλός δολοφόνος, ενώ τα εξονυχιστικά κοντινά πλάνα δρουν εξίσου «αναστατωτικά». Βλέπεις, λοιπόν, το «Deep Red» σήμερα και αυτό εξακολουθεί να σε κρατά μαγκωμένο, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, ή –αν προτιμάς– από την πρώτη μέχρι την τελευταία ρανίδα αίματος που θα χυθεί.