Η αύξηση της γεωργικής και ζωικής παραγωγής συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, υποστηρίζεται σε νέα μελέτη του Ερευνητικού Ινστιτούτου Βιολογικής Γεωργίας (FiBL) για λογαριασμό του επιστημονικού περιοδικού Nature Communications.

«Είναι ζωτικής σημασίας να παρέχουμε την απαραίτητη ποσότητα των τροφίμων, αλλά ταυτόχρονα να περιορίσουμε τον αρνητικό αντίκτυπο της γεωργίας στο περιβάλλον», διαπιστώνεται στην έκθεση, προτείνοντας διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης.

Μεταξύ αυτών, αναφέρει την αύξηση της αποδοτικότητας των καλλιεργειών, τη μείωση της σπατάλης τροφίμων και της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων, καθώς και την αύξηση της χρήσης μεθόδων βιολογικής γεωργίας.

Για τους επικριτές, η βιολογική γεωργία δεν αποτελεί εναλλακτική λύση, καθώς, όπως υποστηρίζουν, «πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη πρόταση για τη βελτίωση της βιωσιμότητας των συστημάτων τροφίμων. Δεν επιτρέπει τη χρήση τεχνητών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, υποστηρίζει τη χρήση μεθόδων, όπως η αμειψισπορά, ενώ εκμεταλλεύεται τη γονιμότητα του εδάφους και τους κύκλους θρεπτικών ουσιών». , τονίζει ο περιβαλλοντικός εμπειρογνώμονας, Adrian Müller.

Τέλος, όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, η βιολογική γεωργία υποδηλώνει περιορισμό της χρήσης αζωτούχων λιπασμάτων, περισσότερους υδάτινους πόρους και λιγότερες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Παράγει, επίσης, λιγότερα χημικά μέσα στο περιβάλλον και ενέχει μικρότερο κίνδυνο για τη βιοποικιλότητα των εντόμων και των τοπικών οικοσυστημάτων.