ΘΕΜΑ: Η παραγωγικότητα των εκτροφών μεγάλων ζώων

Δύο από τα ζωικά προϊόντα στα οποία η Ελλάδα υστερεί σημαντικά είναι το βοδινό κρέας και το αγελαδινό γάλα. Στην πρώτη περίπτωση, ο κλάδος της βοοτροφίας δείχνει να έχει έντονα διαρθρωτικά προβλήματα. Αντίθετα η αγελαδοτροφία κάνει σοβαρά βήματα βελτίωσης της παραγωγικότητας της ανταγωνιστικότητάς της. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση, η απόσταση που μας χωρίζει από την κορυφή και τη Δανία, είναι σημαντική.

Η φθίνουσα πορεία της ελληνικής βοοτροφίας

Δεν υπάρχει κλάδος που να έχει αποδιαρθρωθεί περισσότερο από αυτόν της εκτροφής βοειδών για παραγωγή κρέατος. Την περίοδο 2011-2015 για παράδειγμα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην υπόλοιπη Ευρώπη, η παραγωγή μοσχαρίσιου και βοδινού κρέατος στην Ελλάδα, μειώθηκε κατά 33%. Η Ελλάδα παράγει πλέον μόλις το 0,6% του βοδινού κρέατος της ΕΕ και καλύπτει με εισαγωγές τουλάχιστον το 80% των καταναλωτικών της αναγκών, ποσοστό που λόγω και του φαινομένου των ελληνοποιήσεων, μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Μάλιστα, σε αντίθεση με την εικόνα που επικρατεί στην αγορά, η μεγάλη πλειοψηφία του παραγόμενου κρέατος, περίπου τέσσερα στα πέντε κιλά, προέρχεται από ενήλικα, μεγάλα ζώα, και μόλις ένα από μοσχάρια.

Ως βασική αιτία συνεχούς απομείωσης του κλάδου θεωρείται ο σχετικά χαμηλός βαθμός παραγωγικότητας ή και ανταγωνιστικότητας, που τον χαρακτηρίζει.

Συγκρίσεις

Τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Δικτύου FADN που δημοσιοποιήθηκαν, παρέχουν την πιο αξιόπιστη πηγή συγκρίσεων και καλύπτουν τα παραγωγικά και οικονομικά δεδομένα έως το 2013.

Το μέσο μέγεθος του δείγματος, που έχει επιλεγεί για την Ελλάδα, εκτρέφει 49 θηλάζουσες αγελάδες ανά κτηνοτροφική μονάδα, σχεδόν ίδιο με αυτό για την υπόλοιπη Ευρώπη των 15. Από την άποψη αυτή, οι συγκρίσεις παραγωγικότητας που ακολουθούν δεν σχετίζονται με οικονομίες κλίμακος, αλλά με τις επιλογές και άλλα χαρακτηριστικά του κατόχου της μονάδας.

Αξία παραγωγής κρέατος

Η αξία του παραγόμενου κρέατος είναι οι πωλήσεις που αντιστοιχούν σε κάθε θηλάζουσα αγελάδα που διατηρεί μία κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Όπως απεικονίζεται στο Διάγραμμα 1, την περίοδο 2008-2013, οι πωλήσεις κρέατος ανά αγελάδα στην ΕΕ-15 είχαν μία σταθερά αυξητική πορεία, αγγίζοντας τα 1.000 ευρώ ανά ζώο περίπου. Αντίθετα στην Ελλάδα, μετά από μία αρχική αύξηση, ακολούθησε μία πτωτική πορεία, φθάνοντας στα 400 ευρώ ανά ζώο, δηλαδή λιγότερο από το μισό της υπόλοιπης Ευρώπης. Αυτή η μεγάλη απόκλιση της αξίας παραγωγής που δημιουργεί το κάθε ζώο αποτελεί μία από τις αιτίες καθήλωσης της ελληνικής βοοτροφίας. Ενώ οι τιμές που εισέπραξε ο Έλληνας κτηνοτρόφος την περίοδο αυτή ήταν ακόμη και υψηλότερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, οι εισπράξεις του ανά θηλάζουσα ήταν πολύ περιορισμένες για δύο λόγους. Αφενός, το μέσο βάρος του ζώου που διέθεσε ήταν σαφώς μικρότερο. Αφετέρου, σε κάθε θηλάζουσα αντιστοιχούν 20% λιγότερο παραγόμενα ζώα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η υστέρηση αυτή αποδίδεται στις διαδικασίες εκτροφής, στον βαθμό γνώσης και ενσωμάτωσης καινοτομιών, καθώς και διαχειριστικής επάρκειας του κατόχου της μονάδας.

Διάγραμμα 1

Σύνθεση λειτουργικού κόστους: Ελληνική μοναδικότητα

Την περίοδο 2008-2013, οι συντελεστές του κόστους παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και, με μικρότερους ρυθμούς, στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, η σύνθεση του κόστους εκτροφής παρουσιάζει μία ελληνική μοναδικότητα. Όπως απεικονίζεται στο σχετικό διάγραμμα 2, ενώ οι ζωοτροφές στην υπόλοιπη Ευρώπη συμμετέχουν κατά 42% στη διαμόρφωση του κόστους, στην Ελλάδα ανέρχονται στο 73%. Επιπλέον, ενώ το ένα τρίτο αυτών παράγεται στην εκμετάλλευση, το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα κυμαίνεται μόλις στο ένα δέκατο. Τέλος στην Ελλάδα, οι δαπάνες που σχετίζονται με τον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις, τις αγορές ζώων, είναι σαφώς μικρότερες από αυτές των άλλων χωρών της ΕΕ των 15, στοιχεία που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό και την παραγωγικότητα μίας μονάδας.

Διάγραμμα 2, Ελλάδα

ΕΕ-15

Μεικτά περιθώρια κέρδους

Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, οι εισπράξεις ανά εκτρεφόμενη αγελάδα στην Ελλάδα, δηλαδή οι πωλήσεις κρέατος που αναλογούν και το πριμ θηλάζουσας, κυμαίνονται στο 40% περίπου από ό,τι στην υπόλοιπη ΕΕ-15 (Διάγραμμα 3). Παράλληλα, το λειτουργικό κόστος εκτροφής στην Ελλάδα μειώνεται και αποτελεί πλέον ένα μικρό μέρος του αντίστοιχου ευρωπαϊκού.

Η εικόνα του Διαγράμματος 3 ουσιαστικά καταγράφει ένα ακόμη γνώρισμα της ελληνικής βοοτροφίας. Πιο συγκεκριμένα, η τυπική εκμετάλλευση μειώνει δραστικά τις δαπάνες εκτροφής, που, ας σημειωθεί, αφορούν πρωτίστως την αγορά ζωοτροφών, για να βγάλει ένα θετικό μεικτό κέρδος και να συνεχίσει να παράγει. Αντίθετα, στην υπόλοιπη Ευρώπη-15, το λειτουργικό κόστος ανά αγελάδα είναι σαφώς υψηλότερο και κατανέμεται αρμονικά στα κόστη λειτουργίας μίας σύγχρονης εκμετάλλευσης. Ακόμη υψηλότερες είναι οι εισπράξεις που αναλογούν ανά εκτρεφόμενο ζώο, οδηγώντας τελικά σε ένα μεικτό κέρδος πολλαπλάσιο του ελληνικού. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή την Ελλάδα, αναφερόμαστε σε μία «εκτατική οικόσιτη βοοτροφία», ενώ στη δεύτερη, σε μία πιο σύγχρονη και πιο βιώσιμη.

Διάγραμμα 3

Βέβαια, όταν η ευρωπαϊκή βοοτροφία συγκριθεί με την αντίστοιχη των ΗΠΑ, υστερεί σημαντικά. Το κόστος της μέσης θηλάζουσας αγελάδας στις ΗΠΑ για παράδειγμα, κυμαίνεται στα 550 ευρώ, σημαντικά μικρότερο από ότι στην ΕΕ των 15.

Η επιδότηση κρατάει τον κτηνοτρόφο στο επάγγελμα

Περισσότερα από τέσσερα στα πέντε ευρώ που εισπράττει η μέση βοοτροφική μονάδα από τις πωλήσεις κρέατος, κατευθύνονται, στην αγορά εισροών, στη λεγόμενη Ενδιάμεση Κατανάλωση. Αυτός ο φαινομενικά οικονομικός παραλογισμός, «διορθώνεται» όταν συνυπολογιστούν οι αποσυνδεδεμένες ενισχύσεις, η εξισωτική και οι περιβαλλοντικές πληρωμές, ανάλογα με ο,τι ισχύει σε κάθε χώρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μέση εκμετάλλευση του δείγματος έλαβε το 2013 περίπου 14.000 ευρώ, ενώ η μέση ευρωπαϊκή 19.500 ευρώ περίπου.

Είναι αυτές οι πληρωμές, που τελικά καθορίζουν και το αγροτικό εισόδημα του κτηνοτρόφου. Όπως απεικονίζεται στο Διάγραμμα 4, η Καθαρή Προστιθέμενη Αξία ανά πλήρως απασχολούμενο σε μία μέση εκμετάλλευση, κυμαίνεται από 9.600 ευρώ στην Ελλάδα, έως 13.100 ευρώ στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Διάγραμμα 4

Πώς η Δανία έγινε η αποδοτικότερη γαλακτοπαραγωγός χώρα

Η μέση απόδοση των γαλακτοφόρων αγελάδων στη Δανία, ανέρχεται στα 9.361 κιλά και είναι πλέον η υψηλότερη της Ευρώπης. Με την εφαρμογή ενός συνεκτικού εθνικού σχεδίου, σε διάστημα λίγων ετών, η χώρα έγινε η πιο ανταγωνιστική γαλακτοπαραγωγική δύναμη διεθνώς. Όπως αναφέρει το έγκυρο Dairysite, η τυπική αγροτική εκμετάλλευση της Δανίας ήταν μεικτή, με κάποιες καλλιέργειες, ένα κοπάδι αγελάδων της φυλής Κόκκινες Δανίας και ένα κοπάδι χοίρων κάποιας έγχωριας φυλής. Οι αγελάδες έβοσκαν σε λιβάδια, ήταν δεμένες σε υπόστεγα και αρμέγονταν με απλές αλμεκτικές μηχανές.

Σήμερα, η εικόνα έχει αλλάξει ριζικά. Υπάρχουν 600.000 περίπου γαλακτοφόρες αγελάδες, περίπου πενταπλάσιες από ό,τι στην Ελλάδα. Η παραγωγικότητα του μέσου ζώου είναι 35% υψηλότερη από την μέση ελληνική. Τα κοπάδια αποτελούνται από 70% Holstein, καθώς και 30% από Viking Reds και Jersey, που βελτιώνουν την ποιότητα του γάλακτος. Η μέση μονάδα διαθέτει 160 ζώα και η εκτροφή είναι οικόσιτη.

Kαινοτομία

31 κέντρα που καλύπτουν όλη τη χώρα, παρέχουν συμβουλές σε κάθε ζήτημα που αφορά τους τομείς των ζωοτροφών, της εκτροφής, την κτηνιατρική και τη διαχείριση της μονάδας. Κάθε ζώο είναι καταγεγραμμένο στον εθνικό κατάλογο και παρακολουθείται με αξιόπιστο τρόπο η αποδοτικότητα, η ποιότητα γάλακτος, η υγεία και ο τρόπος εκτροφής του.

Δέκα ειδικοί παρέχουν τηλεφωνικές συμβουλές ή επισκέπτονται τα αγροκτήματα για θέματα που αφορούν την επίπτωση της μαστίτιδας στην ποιότητα. Επιπλέον, λειτουργούν εθνικά προγράμματα και εφαρμόζονται τα ευρήματά τους για τη μείωση της θνησιμότητας, της μαστίτιδας, τη βελτίωση της γονιμότητας, τη βελτίωση των χαρακτηριστικών του ζώου, τη διαδικασία άλμεξης, τη συμπεριφορά του.

Η χρήση της τεχνολογίας επεκτείνεται και αφορά κυρίως την εγκατάσταση ειδικών κολάρων, που καταγράφουν ηλεκτρονικά την κατάσταση του ζώου, ειδικά στα μεγαλύτερα κοπάδια, τις ρομποτικές αλμεκτικές μηχανές, τις διαδικασίες ταΐσματος, το καθάρισμα των στάβλων.

Όλα τα παραπάνω, όμως, έχουν και ένα βαρύ τίμημα. Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των κτηνοτρόφων, όπως και στην Ελλάδα, μειώθηκε περίπου στο μισό.