Χιλιάδες φράγματα βρίσκονται στα όρια του προσδόκιμου ζωής τους

Έκθεση UNU: Η παγκόσμια τάση οδηγεί σε δραματική αύξηση των ποσοστών υποχωρήσεων και καταρρεύσεων των υποδομών

Δεκάδες χιλιάδες μεγάλα φράγματα σε όλο τον κόσμο πλησιάζουν στο τέλος της αναμενόμενης διάρκειας ζωής τους, οδηγώντας σε δραματική αύξηση των υποχωρήσεων και των καταρρεύσεων, σύμφωνα με νέα μελέτητου Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών (UNU).

Αυτές οι εξαιρετικά επιβαρυμένες υποδομές αποτελούν σοβαρή απειλή για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν κατάντη αυτών, ωστόσο, όπως αναφέρει ο αρθρογράφος του περιβαλλοντικού περιοδικού Yale Environment 360, Φρεντ Πιρς, οι επιθεωρητές ασφαλείας αδυνατούν να συμβαδίσουν με τον υφιστάμενο φόρτο εργασίας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, υπάρχουν περίπου 19.000 μεγάλα φράγματα ηλικίας άνω του μισού αιώνα, υπερβαίνοντας την τυπική διάρκεια ζωής προτού χρειαστούν εργασίες επισκευής ή ακόμα και αφαίρεση της εκάστοτε κατασκευής. Μεγάλη Βρετανία και Ιαπωνία έχουν τις παλαιότερες υποδομές, μετρώντας κατά μέσο όρο τα 106 και 111 έτη αντίστοιχα.

Ακόμα και χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες αποτέλεσαν το επίκεντρο της παγκόσμιας έξαρσης που σημειώθηκε όσον αφορά την κατασκευή φραγμάτων στα μέσα του 20ού αιώνα (σ.σ. μια τάση που πλέον έχει ατονήσει χαρακτηριστικά, συντελώντας τα μέγιστα στο πρόβλημα), δεν έχουν μείνει πολύ πίσω, με μέσες ηλικίες των 28.000 μεγάλων φραγμάτων τους να καταγράφονται στα 46 και τα 42 χρόνια αντίστοιχα.

«Έως το 2050», αναφέρει η έκθεση της διεθνούς κοινότητας μελετητών, «το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας θα ζει κατάντη μεγάλων φραγμάτων που κατασκευάστηκαν τον 20ό αιώνα και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο υποχώρησης».

Αυτή η συσσωρευμένη επιβάρυνση των φραγμάτων θέτει ολοένα και μεγαλύτερους κινδύνους. Όπως λέει ο συν-συγγραφέας Βλαντιμίρ Σμακτίν, οι ευάλωτες δομές τους έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και την κλιματική αλλαγή, η οποία αυξάνει διαρκώς τις πιέσεις εντείνοντας τις ακραίες ροές των ποταμών.

Η έκθεση διαπιστώνει μια απότομη αύξηση του ποσοστού υποχωρήσεων των φραγμάτων από το 2005 και έπειτα, με περισσότερα από 170 τέτοια περιστατικά να έχουν καταγραφεί μεταξύ 2015 και 2019, ενώ πριν από το 2005 ο μέσος όρος ήταν κάτω από τέσσερα ανά έτος.