Χρηστικές πληροφορίες για την ορθή διαχείριση της ακτινιδιάς

της Κατερίνας Κάτρη,
γεωπόνου του Αγροτικού Συνεταιρισμού
Εκμετάλλευσης Ακτινιδιών Άρτας

Η καλλιέργεια της ακτινιδιάς έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της παραγωγής. Η έναρξη της διαχειριστικής περιόδου ξεκινά με το κλάδεμα, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση του δέντρου. Μετά από αυτό, συστήνεται ψεκασμός με κάποιο σκεύασμα χαλκού που έχει έγκριση στην καλλιέργεια, με σκοπό την προστασία στις τομές. Στις καλλιεργούμενες εκτάσεις ακτινιδίου, γίνονται συχνά αναλύσεις εδάφους (ανά δύο χρόνια), ενώ σε ειδικές περιπτώσεις μπορούμε να προχωρήσουμε και σε φυλλοδιαγνωστική, αν προκύψει κάποια ιδιαίτερη ανάγκη σε μια φυτεία.

Η ακτινιδιά ευδοκιμεί σε εδάφη βαθιά και γόνιμα, με καλή αποστράγγιση και πλούσια σε οργανική ουσία. Το φυτό αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε εδάφη πηλοαμμώδη ή πηλώδη με καλή υδατοχωρητικότητα και στράγγιση, ώστε να υπάρχει δυνατότητα απόπλυσης των αλάτων, στη συγκέντρωση των οποίων είναι ευαίσθητο –ιδιαίτερα σε Νάτριο– και να μην προσβάλλεται από φυτόφθορα.

Προτιμά εδάφη ελαφρώς όξινα έως ουδέτερα (pH 6,5-7,3). Μια φυτεία σε πλήρη παραγωγή, η οποία παράγει 3.000 κιλά/στρέμμα, με 60-70 φυτά ανά στρέμμα, απαιτεί 12-14 λιπαντικές μονάδες αζώτου (Ν), 5 μονάδες φωσφόρου (P) και 16-18 μονάδες καλίου (Κ). Συνήθως, εφαρμόζεται βασικό λίπασμα στην αρχή της άνοιξης, κάποια πηγή αζώτου από τα μέσα Μαΐου έως και το τέλος Ιουνίου, που οι ανάγκες του φυτού είναι αυξημένες λόγω της έντονης κυτταροδιαίρεσης, και κάλιο με τη μορφή νιτρικού καλίου από τέλος Ιουνίου έως και τέλος Ιουλίου.

Σημαντικός ο ρόλος των ιχνοστοιχείων

Μετά το πέρας αυτής της περιόδου, οι λιπάνσεις σταματούν. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ιχνοστοιχεία, γι’ αυτό οι καλλιεργητές πρέπει να είναι προσεκτικοί, ώστε να εντοπίσουν στα φύλλα τυχόν έλλειψη κάποιου στοιχείου και να δράσουν εγκαίρως. H έλλειψη στα ιχνοστοιχεία αντιμετωπίζεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς, οι οποίοι μπορεί να γίνουν κατά τη βλαστική περίοδο ή αμέσως μετά τη συγκομιδή.

Η ακτινιδιά χρειάζεται σταθερή υγρασία, κυρίως στο επιφανειακό εδαφικό στρώμα, όπου κατανέμονται οι περισσότερες ρίζες, αλλά σε ποσότητα τέτοια που να μην προκαλεί προβλήματα ασφυξίας στο ριζικό σύστημα.

Άρα, από τον πρώτο χρόνο και καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ακτινιδεώνα είναι αναγκαίο να διενεργούνται συχνά ποτίσματα, ίσως και κάθε μέρα, κατά τη βλαστική περίοδο και ιδιαίτερα κατά την καρπόδεση και καθ’ όλη την περίοδο ανάπτυξης του καρπού, παρέχοντας κάθε μέρα τουλάχιστον 100-120 λίτρα νερό ανά δέντρο. Πρόκειται για ένα υποτροπικό φυτό που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και, για τον λόγο αυτόν, προτιμούμε τη φύτευση σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία. Τέτοιες συνθήκες δημιουργούμε ποτίζοντας με μπεκ και όχι με άλλον τρόπο που δεν ενδείκνυται σε αυτήν τη καλλιέργεια (π.χ. κατάκλιση, σταλάκτες).

Έλεγχος στην αγωγιμότητα του νερού

Η έλλειψη νερού την άνοιξη προκαλεί συστροφή στα νεαρά φύλλα, με περιφερειακό κάψιμο, ενώ αργά το καλοκαίρι παρατηρείται πρόωρη φυλλόπτωση και αναστέλλεται η ανάπτυξη του καρπού. Φυλλόπτωση μπορεί να προκληθεί και από ισχυρούς ανέμους, λόγω της έντονης διαπνοής των φύλλων. Η συχνότητα των ποτισμάτων εξαρτάται από την υδατοϊκανότητα του εδάφους και τις επικράτουσες κλιματικές συνθήκες.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ποιότητα του νερού άρδευσης που χρησιμοποιείται, με αγωγιμότητα που δεν πρέπει να ξεπερνά τα 700-800 μS/cm. Το αραίωμα των καρπών αποσκοπεί στο να παραχθούν καρποί επιθυμητού εμπορεύσιμου μεγέθους. Το πρώτο στάδιο του αραιώματος γίνεται στο μπουμπούκι, με στόχο να μην αφήσουμε διπλό ή τριπλό καρπό στο δέντρο παρά μόνο έναν κεντρικό, να απομακρυνθούν πλακέ και πεταλούδες. Το δεύτερο στάδιο γίνεται στο τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου, αφού ο καρπός έχει δέσει, διατηρώντας τους ίδιους στόχους. Ο ψεκασμός με φυτορρυθμιστικό σκεύασμα που αυξάνει το μέγεθος του καρπού γίνεται αυστηρά τρεις εβδομάδες µετά την πλήρη άνθιση και στη συνιστώμενη δόση. Το προϊόν δεν πρέπει να εφαρµόζεται νωρίτερα από τρεις εβδομάδες από την πλήρη άνθιση ή σε αυξημένες δόσεις, γιατί µπορεί να προκαλέσει παραµορφώσεις στην άκρη των ψεκασθέντων καρπών.

Με βάση την τεχνική του θερινού κλαδέματος, που εφαρμόζεται το καλοκαίρι, οι καρποφόροι βλαστοί κόβονται τρία φύλλα κάτω από τον τελευταίο καρπό, αφαιρούνται τα λαίμαργα, καθώς και οι βλαστοί που δεν θα χρησιμοποιηθούν ως αντικαταστάτες την επόμενη βλαστική περίοδο. Στόχος της τεχνικής αυτής είναι να εξασφαλίζονται άριστες συνθήκες φωτισμού και αερισμού, ώστε να δημιουργούνται κατάλληλες προϋποθέσεις για την παραγωγή καρπών καλής ποιότητας. Το ηλιακό φως θεωρείται ως ο πιο σημαντικός συντελεστής για την παραγωγή καρπών εκλεκτής ποιότητας με ικανότητα μεγάλης συντήρησης στον χρόνο.

Ασθένειες και εχθροί της καλλιέργειας

Πέρα από το βακτηριακό έλκος της ακτινιδιάς, που οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas syringae pv. Actinidiae, οι κυριότερες ασθένειες αφορούν προσβολές μυκήτων. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις εξής:

• Βοτρύτης ή τεφρά σήψη, που οφείλεται στον μύκητα Botrytis cinerea.

• Μαύρη κηλίδωση, που οφείλεται στον μύκητα Alternaria alternata.

• Στεμφύλιο, που οφείλεται στον μύκητα Stemphylium botryosum.

• Φυτόφθορα, που οφείλεται σε μύκητες του γένους Phytophthora spp.

• Ίσκα, που οφείλεται σε σύμπλοκο μυκήτων.

Όσον αφορά τους εχθρούς της καλλιέργειας (έντομα), αυτοί είναι οι εξής:

• Βαμβακάδα της ροδακινιάς – Pseudaulacaspis pentagona.

• Καφέ βρωμούσα της ακτινιδιάς – Halyomorpha halys.

• Metcalfa pruinosa

• Drosophila suzukii

• Νηματώδεις του γένους Meloidogyne (κομβονηματώδεις).

Συνιστάται να αποφεύγονται προληπτικοί ψεκασμοί, να τοποθετούνται παγίδες για τον έλεγχο των πληθυσμών των εντόμων και να εξασφαλίζεται σωστός αερισμός και αποστράγγιση, ώστε να περιοριστούν οι κίνδυνοι. Σε περίπτωση ανάγκης, και πάντα σε συνεργασία με γεωπόνο, συστήνεται ψεκασμός με κατάλληλο σκεύασμα (από τα εγκεκριμένα στην καλλιέργεια) πολύ νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα.